Γράφει η Λένα Κορομηλά
Τα θερινά
Σήμερα, που κατά τις προγνώσεις θα είναι η πιο ζεστή μέρα του Αυγούστου, λέω να πάω σινεμά, κι ας παίζει το οτιδήποτε. Συνήθως, στα θερινά, λίγη δροσιά με άρωμα από αγιόκλημα και γιασεμιά, την έχεις εξασφαλισμένη.
Παίρνω το αυτοκίνητό μου και κατευθύνομαι προς το θερινό της γειτονιάς μου. Οι δρόμοι άδειοι. Παρκάρω απέξω. Άλλος κανείς. Τα τραπεζάκια με τις πράσινες καρέκλες Ζαππείου απλωμένα στο χαλίκι κάτω από τις μουριές, όπως και πέρυσι, όπως χρόνια τώρα. Κάθομαι σε ένα και περιμένω να φανεί ο Σωκράτης, ο ιδιοκτήτης. Αν ζει… Την τελευταία φορά που τον είδα, ένα χρόνο πριν, ήταν πολύ αδύναμος, περπατούσε με μπαστούνι. Είχε χάσει το σφρίγος και το σπινθηροβόλο βλέμμα που είχε ιδίως όταν άρχιζε να μου αφηγείται τις ιστορίες του, που με απορροφούσαν εντελώς, και που δεν έλεγε να τις τελειώσει εγκαίρως. η ταινία άρχιζε, κι εγώ, κάθε φορά, να χάνω κάτι από την αρχή του έργου.
Το πορφυρό δειλινό έχει ήδη διαδεχθεί η μπλε ώρα, κι η νύχτα δεν αργεί. Ξαφνικά, ανάβουν τα neon φωτίζοντας τον γυάλινο χώρο που χρησιμεύει για μπαρ. Ένα άγνωστο γυναικείο πρόσωπο -όχι δεν είναι η Σοφία ούτε η Έλσα, οι κόρες του Σωκράτη, οι εμβληματικές περσόνες που τόσα χρόνια διαχειρίζονται τον μαγικό αυτό χώρο -παρά μια ψηλή και ξερακιανή γκριζομάλλα, που σηκώνει από μέσα τα ρολά της εισόδου. Τοποθετεί δίπλα από την είσοδο το ταμπλό με την υποφωτισμένη αφίσα της αποψινής ταινίας: Ο ψυχίατρος…
Ύστερα μπαίνει στο γυάλινο μπαρ και βγάζει το κεφάλι της από το μικρό πορτάκι του ταμείου.
«Με κάρτα είστε ή…», μου λέει χωρίς να με κοιτάζει.
«Με κάρτα», λέω, παίρνω το εισιτήριο και μπαίνω μέσα.
Καθώς περπατώ, το λευκό χαλίκι τρίζει κάτω από τις σαγιονάρες. Ίδιο και απαράλλαχτο, όπως πέρσι, όπως χρόνια τώρα, σκέφτομαι. Και οι γαλάζιες πολυθρόνες του σκηνοθέτη, ίδιες κι απαράλλαχτες κι αυτές. Κάθομαι στην πρώτη σειρά, η οθόνη είναι μικρή –καμία σχέση με τις τεράστιες των πολυκινηματογράφων- και σε αρκετή απόσταση από τα καθίσματα.
Σκέφτομαι τον Σωκράτη και τις συζητήσεις που κάναμε. Τους θαμώνες που όλο και κάποια κουβέντα θα είχαμε να ανταλλάξουμε πριν ή μετά την προβολή.
«Κάποτε θέλησα να το εκσυγχρονίσω. Άλλαξα καρέκλες. Έβαλα ξύλινες, ψηλές. ομολογώ ότι ήταν λίγο άβολες. Μόλις τις είδε η Ρένα (Βλαχοπούλου) που ερχόταν εδώ συχνά, μου είπε: καλά μωρέ Σωκράτη, εκείνον τον κακομοίρη τον Ρίζο, μια πιθαμή άντρα που θα κρέμονται τα πόδια του στον αέρα, δεν τον σκέφτηκες;» θυμήθηκα μια από τις ιστορίες του Σωκράτη.
Γυρίζω πίσω, δεν έχει εμφανιστεί κανείς άλλος, έτσι όπως πάει, σκέφτομαι, η προβολή θα είναι πριβέ.
Το φεγγάρι προβάλλει για λίγο πάνω από την οθόνη και αμέσως μετά κρύβεται πίσω από μια πολυκατοικία. Φυσάει ο μπάτης, η θάλασσα είναι στα τρακόσια μέτρα. Η αρμύρα της φτάνει ως εδώ και το σμίξιμο με το άρωμα του γιασεμιού με αναστατώνουν ευχάριστα. Σαν να ακούω το Sapore di sale, το πρώτο τραγούδι από τα ποτ πουρί που παίζονταν πάντα στο διάλειμμα. Το επαναλαμβανόμενο γκιων – γκιων του γκιώνη, απαραγνώριστο. Μόνο με τον ήχο του φρύνου Αλύτη (Alytes) θα μπορούσες να το μπερδέψεις, μου είχε πει ο φίλος μου ο Μήτσος, που, λόγω της καθημερινής ενασχόλησής του με τα πουλιά, τον φωνάζαμε πουλολόγο. Από κάποιο κοντινό διαμέρισμα ακούγεται το ήσυχο κλάμα ενός μωρού. Νιώθω ένα βλέμμα πάνω μου. Στο κλαδί της ροδί πικροδάφνης σκαρφαλωμένος ένας γάτος, για Σιαμέζο τον κόβω, με παρακολουθεί, θαρρείς και με καρφώνει με το γαλάζιο του βλέμμα.
Με κοιτάζει επίμονα κι ύστερα μου ψιθυρίζει κλείνοντάς μου το μάτι.
«Μου αρέσει πολύ το σινεμά. Εσένα;»