Γράφει η Μαρία Καλιόρη
Το νερό που πνίγει
Το ποτάμι, τι νομίζεις ότι ήταν; Ο Δούναβης; Ένα ρυάκι ήταν. Καθαρό και αβαθές, ένα ρυάκι δίχως όνομα, τόσο ασήμαντο. Τον χειμώνα, καμιά φορά με την βροχή, φούσκωνε λίγο και δυσκόλευε το πέρασμα. Αλλά εμείς δεν το είχαμε δει ποτέ έτσι, να ξεχειλίζει∙ ούτε αργότερα, όταν έλιωναν τα χιόνια, το πολύ μέχρι τα τέλη Μαΐου.
Ως τον Αύγουστο που αριβάραμε, το νερό είχε λιγοστέψει, ούτε στον αστράγαλο δεν μας έφτανε. Είχαμε ακούσει εκείνη την ιστορία -εκατό φορές την είχαμε ακούσει- για ένα κορίτσι που κάποτε, λέει, είχε πνιγεί, ένα κορίτσι που περπατούσε αμέριμνο -δίχως όνομα κι αυτό– και το είχε πάρει το ποτάμι. Για χρόνια αμφέβαλλα αν ήταν αλήθεια. Νόμιζα ότι ήταν παραμύθια που μας έλεγαν οι γιαγιάδες για να μην απομακρυνόμαστε, όπως για τις νεράιδες που θα μας μάγευαν, τα στοιχειά που θα μας άρπαζαν, τις λιβελούλες που θα μας έπιναν το αίμα και το πνεύμα του κοριτσιού που τριγύριζε πάνω κάτω και ξεγελούσε τους περαστικούς.
Εμάς, τότε, εκτός από καμιά σφήκα, τίποτα δεν μας είχε απειλήσει στο χωριό. Εμείς ήμασταν η απειλή.
Ερχόμασταν τον Αύγουστο. Όλο τον μήνα. Οι Αθηναίοι, οι μικροί εξερευνητές, να δαμάσουμε την φύση που δεν μας είχε βλάψει. Κόβαμε καλάμια και αρχίζαμε το μαστίγωμα των νερών. Σαν τον Ξέρξη. Να διώξουμε τα κακά πνεύματα, να τιμωρήσουμε το νερό που έπνιξε το κορίτσι, να πολεμήσουμε, να νικήσουμε τον φόβο.
Δεν είχαμε σκοπό να χτυπήσουμε τα βατράχια. Την πρώτη φορά, έγινε κατά λάθος. Αλλά όταν είδαμε τον τραυματισμένο βάτραχο να χοροπηδάει ανάμεσα στις κροκάλες και να σέρνει ένα πορτοκαλί σάκο με αυγά, μας μπήκε η ιδέα. Κι άρχισε το κυνήγι του αυγού. Αλήθεια στο λέω, εμείς είμαστε οι υπεύθυνοι. Εμείς αποδεκατίσαμε τα βατράχια απ’ το ποτάμι εκείνο τον καιρό. Αλλά αυτό που μ’ έχει στοιχειώσει είναι άλλο. Η χελώνα.
Περπατούσε στην άκρη της όχθης, αργοκίνητη κι ανυποψίαστη. «Εχθρός, εχθρός με πανοπλία», φωνάξαμε. Κρύφτηκε στο καβούκι της κι αυτό μας εξόργισε περισσότερο. Κολλήσαμε τα καλάμια μας στην πλάτη της, «φανερώσου, παραδώσου», φωνάζαμε οι πέντε βελζεβούληδες. Εκείνη, παρέμενε κρυμμένη στην ασπίδα της. Τότε, την γυρίσαμε ανάσκελα και κάναμε τα υπόλοιπα. Έπειτα, πεινασμένοι κι αναψοκοκκινισμένοι, ανοίξαμε το καλαθάκι με τις προμήθειες, βραστό αυγό και σάντουιτς για όλους -ωραία τακτοποιημένα όλα με αλουμινόχαρτο, που ήταν δυσεύρετο στο χωριό εκείνη την εποχή- και κάτσαμε ο καθένας σε μια οβάλ πέτρα να κολατσίσουμε. Μιλούσαμε μασουλώντας. Σηκώναμε το βλέμμα και κοιτούσαμε τα ωραία πλατάνια. Ήταν πανύψηλα και μια μέρα έπρεπε να τα σκαρφαλώσουμε μέχρι την κορυφή, να βλέπαμε τον κάμπο από ψηλά. Συμφωνήσαμε. Η χελώνα με τη ράχη στο νερό, να κουνάει πόδια χέρια, μέχρι που την είδαμε να γλιστράει σαν καρυδότσουφλο και να ξεμακραίνει. «Το νερό που πνίγει, την πήρε μαζί του», ψιθυρίσαμε. Προτού φύγουμε, μάζεψα τ’ αλουμινόχαρτα για να τα δώσω στη γιαγιά που της ήταν χρήσιμα.
Το βράδυ δεν μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Με το πρώτο φως πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι κι έτρεξα στο ποτάμι μήπως την έσωζα. Το περπάτησα μέχρι τέλους. Δεν την βρήκα πουθενά. Ούτε ίχνος. Ντράπηκα να τους το πω. Φοβήθηκα την καζούρα.
Δεν ξέρω για τους άλλους τέσσερις, όμως για μένα, αυτό ήταν το χειρότερο που έκανα ποτέ στην ζωή μου. Τι θα πει ήμασταν παιδιά; Τι θα πει ήταν ερπετό; Κι αν ήταν το κορίτσι; Πάντα το σκέφτομαι και πάντα αναρωτιέμαι αν κάποιος το έβλεπε όπως είδαμε εμείς τα βατράχια και τη χελώνα. Σαν παιχνίδι για ξεχαρβάλωμα. Η ιστορία με το κορίτσι ήταν πέρα για πέρα αληθινή∙ το έμαθα χρόνια μετά. Ήταν η μεγάλη αδελφή της γιαγιάς μου. Δεν είχε πνιγεί στο ποτάμι.