Γράφει η Μιλένα Ζαφειροπούλου
Μαγικός Αύγουστος
Μυρωδιά καρύδας. Λάδι που μόλις έχει απλωθεί στο δέρμα και μπερδεύεται με τον ιδρώτα. Γυρνάει σελίδα. Θέλει να τελειώσει το κεφάλαιο, να δει αν η κοκκινομάλλα ηρωίδα κατορθώσει να γλιτώσει από τον διώκτη της, αλλά οι παφλασμοί των κυμάτων και το τερέτισμα των τζιτζικιών τον αποσπούν. Κάπου μακριά μπερδεύονται με τα μπιτάκια κάποιας μελωδίας. Απλώνει το χέρι να πιάσει τον καφέ. Ρουφά νωχελικά μέσα από το μακαρόνι, κουνάει το ποτήρι να ακουστούν τα παγάκια να κροταλίζουν. Καταπίνει μια γουλιά καφέ, μετά μια γουλιά νερό από το παγωμένο μπουκάλι για να καταλήξει σε μια χούφτα σταφύλια από το πλαστικό τάπερ. Δυο-δυο οι ρώγες στο στόμα του. Τις κρατά στη στοματική κοιλότητα λίγο πριν τις σκάσει με τα δόντια. Τεντώνεται στο καρεκλάκι του και βουλιάζει τις πατούσες στην άμμο. Δροσερή είναι.
Προφανώς από το αιρ κοντίσιον. Λειτουργεί παράλληλα με τον ανεμιστήρα οροφής. Είναι κλεισμένος σε τέσσερεις τοίχους, Δεκαπεντάγουστο, στην άδεια πόλη.
«Οι διακοπές είναι ξεπερασμένες», «Γιατί να τρέχω στα νησιά; Πίτα οι παραλίες, ούτε καρέκλα στις ταβέρνες»
Αυτά δήλωνε περήφανα σε συναδέλφους και γνωστούς. Γι’ αυτό δούλεψε συστηματικά από τον Μάιο για να δημιουργήσει την τέλεια ψευδαίσθηση, τη μετατροπή του διαμερίσματός του σε ιδανικό τόπο διακοπών: ταξίδι, όχι σε ένα δωμάτιο μόνο, αλλά σε σχεδόν 50 τετραγωνικά.
Και τα κατάφερε, κάθε δωμάτιο κι ένας διαφορετικός καλοκαιρινός προορισμός: στο σαλόνι-παραλία δεσπόζει μία πορτοκαλί αιώρα στερεωμένη σε κρίκους στους τοίχους με ένα φουσκωτό μπλε μαξιλάρι για προσκέφαλο, δίπλα πτυσσόμενη καρέκλα θαλάσσης με ειδική θήκη για ροφήματα, μπροστά της μια μεγάλη τετράγωνη αμμοδόχος με αφράτη άμμο, δύο μεγάλα άσπρα πουφ, κουρτίνες blackout με μοτίβο θάλασσας στα παράθυρα και τη μπαλκονόπορτα, τρεις γλάστρες μπαμπού να θροΐζουν και το σκηνικό συμπληρώνουν ήχοι θάλασσας και τζιτζικιών στο spotify. Η κουζίνα έγινε μπιτσόμπαρο, στην πόρτα τοποθετήθηκε κουρτίνα με χάντρες, τα σκαμπό βάφτηκαν άσπρα, στο πάσο βολεύτηκαν όλα τα απαραίτητα για κάθε είδος καφέ και οινόπνευμα, μαζί με μια γαβάθα με εξωτικά φρούτα, τριγύρω ένας φίκος, μία μονστέρα και μία μπανανιά, όλα κάτω από τους ιριδισμούς μιας ασημένιας ντισκόμπαλας που κρεμάστηκε στην οροφή. Εκεί το playlist περιλαμβάνει καλοκαιρινά σουξέ, ξένα και ελληνικά, που εναλλάσσονται αρμονικά. Η κρεβατοκάμαρα μετατράπηκε σε θερινό σινεμά: μια τεράστια οθόνη-πανί στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι-στρώμα νερού, προβολέας, ηχεία surround, κουρτίνα με λαμπάκια στο παράθυρο και μηχανή ποπκορν. Στο μπάνιο απλά τοποθέτησε πολλά πλαστικά ροζ φλαμίνγκο, μερικά αιωρούμενα με πετονιά πάνω από τη μπανιέρα και κόλλησε κοχύλια στον καθρέφτη.
Και όλα αυτά τα απολαμβάνει μόνος. Μία εβδομάδα άδειας θα την περάσει άρχοντας, χωρίς γκρίνιες, ούτε αναγκαστικές υποχωρήσεις για χάρη της παρέας. Τι άλλο έχει ανάγκη;
Σηκώνεται για να αλλάξει ρόφημα: ένα περιποιημένο τζινάκι με τόνικ και μια φέτα λάιμ. Ευτυχώς φρόντισε και έκανε γερές προμήθειες ώστε να μην του λείψει τίποτε ούτε να χρειαστεί να ξεμυτίσει από το σπίτι αυτές τις μέρες που και τα ψιλικατζίδικα είναι κλειστά. Σιγομουρμουρίζει το ρυθμό της «Λαμπάντα» λικνιζόμενος, που το θυμήθηκε αυτό, άραγε, και το έβαλε στην playlist. Ανοίγει ελαφρά τη μπαλκονόπορτα να αεριστεί κάπως το δωμάτιο και ρίχνει περήφανος μια κλεφτή ματιά στην πράσινη ζούγκλα από φυτά, θάμνους και μικρά δέντρα που κατακλύζουν τη βεράντα του. Ξαπλώνει στην αιώρα, ακουμπά το ποτό του στο παρακείμενο μπαμπού τραπεζάκι και κλείνει για λίγο τα μάτια του όταν αντιλαμβάνεται ένα χτύπημα. Η πόρτα; Κάποιος του χτυπά την πόρτα ή το φαντάστηκε; Είναι χαλασμένο καιρό το κουδούνι του, δεν το χρησιμοποιεί, βασίζεται στο θυροτηλέφωνο. Αφουγκράζεται, ο ήχος επαναλαμβάνεται. Όντως, κάποιος είναι έξω από την πόρτα. Κοιτά από το ματάκι: μια νεαρή κοπέλα. Του χαμογελάει, της ανοίγει.
«Γειά, από ότι φαίνεται είμαστε οι μόνοι που έχουμε απομείνει στην πολυκατοικία, μη σου πω και στο τετράγωνο. Είμαι η Μαρία, γιορτάζω σήμερα ναι, αλλά δεν είμαι των εορτασμών, μένω από πάνω σου, στον 4ο. Χάρηκα κιόλας. Μήπως έχεις δει το γάτο μου, το Χαβιέ; Είναι πορτοκαλί, τζίντζερ δηλαδή, τιγρέ, σχετικά φουντωτός. Καμιά φορά πηδάει στη βεράντα σου, του αρέσει να τρίβεται στα φυτά σου, έχεις και πολλά, δάσος είναι.»
Παρατηρεί ότι ο λεκτικός της χείμαρρος βρίσκεται σε αρμονία με τα φουντωτά, αχτένιστα μαλλιά της σε αυτό το μαγικό χρώμα και τα φλογερά πράσινα μάτια της. Φοράει ένα άσπρο τιραντάκι, ένα σκισμένο τζιν σορτς και πλαστικές σαγιονάρες κίτρινες.
Τον πλησιάζει πολύ κοντά, σα να τον σπρώχνει με τη στάση του σώματός της, αυτός παραμερίζει και αποφασιστικά εκείνη προχωρά προς το μπαλκόνι, αφήνοντας πίσω της μία αύρα λεβάντας.
«Όπως το φαντάστηκα, τα διαμερίσματά μας έχουν την ίδια διάταξη, μικρότερο το δικό μου όμως. Πω πω, καταστασάρα έχεις κάνει εδώ βλέπω». Κινείται στο χώρο, μιλώντας ασταμάτητα, πιάνοντας έπιπλα και αντικείμενα στο πέρασμά της. «Μια στιγμή μόνο, δε θα ενοχλήσω, αλλά έχω να τον δω από χθες και δεν τα συνηθίζει αυτά ο Χαβιέ. Αν σκύψεις από το μπαλκόνι μου φαίνεται ένα τμήμα του δικού σου, αλλά όχι όλο και νομίζω ότι θα είναι κρυμμένος κάπου.»
Απτόητη προχωρά μέχρι που παραμερίζει τις μπλε κουρτίνες. «Πολύ καλές, που τις βρήκες; Σαν ένα θαλασσινό πέπλο είναι». Βγαίνει έξω.
Ούτε λέξη δεν έχει κατορθώσει να αρθρώσει. Την παρακολουθεί μόνο, σαστισμένος.
«Χαβιέ, Χαβιέ… που είσαι αγόρι μου;»
Σκύβει ανάμεσα στη φτέρη και τη βαλεριάνα του, χώνει το χέρι της να ψαχουλέψει από πίσω στο κενό και βγάζει μια χνουδωτή μπάλα με μάτια χάντρες.
«Συγνώμη, μωρέ, για την εισβολή, μάλλον το μωρό μου έψαχνε δροσιά. Δεν έχω φυτά εγώ, είμαι άχρηστη με τα φυτά, με όλα τα ζωντανά δηλαδή, εκτός από αυτό εδώ το πλάσμα». Ο γάτος κουρνιάζει στην αγκαλιά της μέχρι που η κοπέλα επιστρέφει στο σαλόνι, οπότε με έναν απότομο πήδο την εγκαταλείπει και προσγειώνεται στην άμμο. Αμέσως αρχίζει να σκάβει και τότε μόνο κινητοποιείται εκείνος βγάζοντας έναν βραχνό υπόηχο «μη». Η συχνότητα, όμως, είναι τόσο χαμηλή που δεν διαπερνά τη μουσική από την κουζίνα και την ηχητική υπόκρουση του σαλονιού σε συνδυασμό με το σκάψιμο του γατιού.
«Είδες τι καλός που είναι; δε σου λέρωσε το μπαλκόνι» επικρότησε τις πράξεις του γάτου η κοπέλα, όσο εκείνος έφριττε μέσα του. Παρακολουθούσε το τετράποδο τέρας να σκάβει κάτι που έμοιαζε με σήραγγα, διαλύοντας στην πορεία ακόμη και το αμμώδες κάστρο που είχε φτιάξει στην άκρη με το κλασικό κουβαδάκι σε αυτό το σχήμα. «Μη νοιάζεσαι, θα τα μαζέψω εγώ» του λέει, αγγίζοντας ανεπαίσθητα τον πήχη του και κατευθύνεται στην κουζίνα. Την ακολουθεί αμίλητος, σα να παρακολουθεί ακουσίως ένα δρώμενο. Χωρίς διευκρινιστικές ή άλλες ερωτήσεις, σαρώνει το χώρο, ανοίγει ντουλάπια και συρτάρια, τα λεπτά της δάχτυλα στα πάντα αδιάκριτα, μέχρι που βρίσκει μία σακούλα, επιστρέφει στην άμμο, ανακαλύπτει τα δώρα του γατιού και τα μαζεύει με το χέρι μέσα της. Την κλείνει με ένα κόμπο και την αφήνει δίπλα στην πόρτα.
«Καλά, αυτή η αιώρα είναι ακραία! Μου επιτρέπεις, φαντάζομαι» δηλώνει παρά ρωτά και στρογγυλοξαπλώνει. Προσαρμόζει το μαξιλάρι στην κατάλληλη θέση για εκείνη και μία οκτάβα πιο χαμηλά και πιο αργά δικαιολογείται: «Είμαι σε ένταση, ίσως να το κατάλαβες, έχω να κοιμηθώ δύο μέρες, κάτι το φευγιό του Χαβιέ, κάτι η αφόρητη ζέστη, έχει χαλάσει και ο κλιματισμός στο σπίτι. Τεντώνεται, απλώνοντας τα μέλη της. «Απόλαυση».
«Εμείς, οι τελευταίοι Αθηναίοι πρέπει να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο για να αντέξουμε τη μοναξιά της πόλης τώρα. Θα σου κάνω παρέα, μην ανησυχείς.» Χασμουριέται. «Θα φτιάξουμε το δικό μας μαγικό Αύγουστο. Πως είπαμε ότι σε λένε;»
«Άλκη.» ψελλίζει. Μαγνητισμένος, της προτείνει το χέρι του για χειραψία, αλλά εκείνη τη στιγμή, ο γάτος, που έχει πια βγει από την άμμο, με ένα άλμα βρίσκεται ξανά στην αγκαλιά της κοπέλας γουργουρίζοντας. Εκείνη γέρνει το πρόσωπό της πάνω στο ζεστό κορμί του, που φαίνεται της ρουφά όλη την ενέργειά της. Αποκοιμιέται ακαριαία.
Απομένει όρθιος στη μέση του δωματίου να κάνει νευρικά ζιγκ ζαγκ. Αναρωτιέται αν θα έπρεπε να θυμώσει, αλλά τον έχει συνεπάρει η ορμή και η σχεδόν παιδική της χάρη. Όπως την κοιτά να βυθίζεται σε έναν γλυκό ύπνο, το αριστερό της πόδι γλιστρά έξω από την αιώρα, αποκαλύπτοντας μια μικροσκοπική αλυσίδα με γαλάζιες πέτρες στον αστράγαλο. Το βλέμμα του διατρέχει το κορμί της και σταματά στις άλικες ατίθασες τούφες των μαλλιών που πλαισιώνουν το καλοσχηματισμένο πρόσωπό της. Τις σκέφτεται να χαϊδεύουν το μάγουλο και το αξύριστο πιγούνι του. Παίρνει το ποτό του και κάθεται στο πουφ απέναντί της, να τη χορτάσει.
Όταν ξυπνά είναι μόνος του, στην απόλυτη ησυχία. Η αιώρα άδεια, πουθενά ο Χαβιέ και η κυρά του. Η μουσική και οι καλοκαιρινοί ήχοι έχουν σιγήσει. «Που είσαι;» ρωτά, ψάχνοντας όλα τα δωμάτια σαν παιδί που παίζει κρυφτό, ανιχνεύοντας τη μυρωδιά της και όσα ακούμπησε. Τίποτα.
Πίσω στο σαλόνι, παρατηρεί το βιβλίο του ακουμπισμένο με τη ράχη πάνω στην κόχη της αμμοδόχου. Το κρατά στα χέρια του και διαβάζει «…στα φουντωτά, αχτένιστα μαλλιά της σε αυτό το μαγικό χρώμα και στα φλογερά πράσινα μάτια της. Φοράει ένα άσπρο τιραντάκι, ένα σκισμένο τζιν σορτς και πλαστικές σαγιονάρες κίτρινες.»
Φωτογραφία: Δημήτρης Λαζάρου