Γράφει η Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου
Φλας μπακ: Δεκαπενταύγουστος
Κοιμάμαι στις δώδεκα και ξυπνάω γύρω στις τρεις ή στις τέσσερις. Μακαρίζω τους ανθρώπους που κοιμούνται μέχρι αργά το πρωί. Δεκαπενταύγουστος. Ο αέρας μοσχοβολά βασιλικό από τις αυλές, κι ένας ήχος μακρινός, γιορτινός, φτάνει ζεστός ως εδώ. Σηκώνομαι. Φτιάχνω καφέ. Πίνω μια γουλιά και τον φτύνω — είναι πολύ νωρίς ακόμα. Ξαναπροσπαθώ να κοιμηθώ. Κοιτάζω το ταβάνι. Θυμάμαι τη γιαγιά, την Κατίγκω. Λίγο πριν το τέλος της, έβλεπε αγελαδίτσες στο ταβάνι και φώναζε: «Πάρε παιδάκι μου τις αγελαδίτσες, θα κοπρίσουν στο κεφάλι μου…»
Ανεβαίνω στην ταράτσα του διώροφου νεοκλασικού. Κοιτάζω την πόλη. Η καλύτερη ώρα. Ανάβω τσιγάρο. Πνίγομαι. Ο βήχας μου γδέρνει τον φάρυγγα. Το σβήνω. Τα φύλλα της κληματαριάς μπλέκονται στα πόδια μου. Τα κλωτσάω ασυναίσθητα. Τρίζουν. Η κληματαριά πια δεν κάνει σταφύλια. «Εκείνα τα ωραία «αϊτονύχια», όπως τα έλεγε πάντα η μάνα». Τα έτρωγε με βουλιμία δεν έφτυνε ούτε τα κουκούτσια. Παραπατάω. Ο ίλιγγος πλέον είναι μόνιμη συντροφιά μου. Θυμάμαι την παραλίγο «πεθερά» μου, την Κατίνα: «Αχ! Αυτός ο ίλιγγος δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω παιδάκι μου». Έχω την εντύπωση πως μου τον άφησε κληρονομιά — επειδή στα τελευταία της τη φρόντισα σαν παιδί της.
Απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, ξυπνάω νωρίς. Στη σχολική ηλικία είχα νυχτερινή ενούρηση. Ξυπνούσα παγωμένη. Σηκωνόμουν αθόρυβα, άλλαζα στα κρυφά για να είμαι στεγνή. Ντρεπόμουν. Ύστερα έσπρωχνα την αδελφή μου στα βρεγμένα σεντόνια– κι ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Στην εφηβεία ξυπνούσα πρωί και διάβαζα. Το βράδυ δεν μπορούσα να μάθω τίποτα. Τα καλοκαιρινά πρωινά, κεντούσα εξωτικά πουλιά βυζαντινή βελονιά και βοσκόπουλα ρίζα και κομποβελονιά. Άνοιγα ραδιόφωνο και ταξίδευα με τη βελόνα. Στη νεαρή μου ηλικία, το ίδιο. Ξύπνημα πρωί και διάβασμα. Πού και πού σκάρωνα και κανένα ποίημα.
Ντιν, νταν, ντιν, νταν… Χτυπούν τέσσερις φορές οι καμπάνες του Αγίου Γεωργίου κι από το βάθος ακούγεται εκείνη της Υπαπαντής του Κυρίου. Μετράω με τα δάχτυλα: Άγιος Γεώργιος, Άγιος Νικόλαος, Αγία Αικατερίνη, Αγία Παρασκευή… Οι Άγιοι δεν έχουν τελειωμό. Σε όποιον τόπο κι αν έμενα, πάντα νοίκιαζα κοντά σε εκκλησία. Ίσως… και γι’ αυτό να μην κατάφερα ποτέ να κοιμηθώ αργά. Κι όμως, ποτέ δεν εκκλησιαζόμουν. κι από το βάθος φτάνει ο ήχος της Υπαπαντής του Κυρίου.
Στα αυτιά μου η φωνή της μάνας: «Ξυπνήστε να πάτε στην εκκλησία. Όλα τα παιδιά του Θεού ξυπνάνε πρωί και προσεύχονται». Και μετά: «Τι περιμένεις; Χήρας παιδιά, γαϊδούρας πουλάρια» και κατέβαινε μόνη της μουρμουρίζοντας τις σκάλες. Όταν επέστρεφε απαριθμούσε όλα τα παιδόπουλα που συνάντησε στην εκκλησία. Της έκανα το χατίρι: πήγαινα κατηχητικό και χριστιανική ένωση. Έπρεπε να φοράμε μακριά μανίκια και να μην τρώμε πασατέμπο — «χάσιμο χρόνου» λέγανε οι κατηχήτριες. Μόνο οι τεμπέληδες τα τρώνε. Εγώ όμως, κάθε Κυριακή, περνούσα απ’ το περίπτερο, αγόραζα σακουλάκι με πασατέμπο και το μοίραζα στα άλλα «χελιδόνια». Καλό χελιδόνι ήμουν – κρυφή πληγή.
Ακόμη και τώρα, με το ένα πόδι στον τάφο, πάω στην εκκλησία… τις ώρες που δεν πατάει ψυχή. Το λιβάνι με πνίγει. Από παιδί. Τώρα περισσότερο. Η μητέρα λιβάνιζε από το πρωί έως το βράδυ για να φύγει ο διάβολος και να λυθούν τα μάγια. Λιβάνι, τρέλα και φέρετρο πάνε μαζί. Κι εγώ μόνο σε κηδείες πήγαινα και πηγαίνω. Ειδικά στις σαράντα. Το οριστικό αντίο του νεκρού με βάζει σε σκέψεις. Πολλές. Σε γάμους ποτέ. Ούτε στον δικό μου. Άσε εκείνα τα βράδια πριν την ταφή. Χάιδευα και μιλούσα με τους αγαπημένους μου νεκρούς. Κολλημένη στο φέρετρο. Τώρα που γέρασα, με τρομάζει η ιδέα: μην με περάσουν για πεθαμένη. Μην ξυπνήσω κλεισμένη στην κάσα. Μην με θάψουν ζωντανή. Πονοκέφαλος. Ίλιγγος. Αναγούλα. Όλα μαζί.
Σκοτάδι. Τα σπίτια γύρω άμορφες, σκοτεινές μάζες. Τυλίγω το σάλι στους ώμους. Σηκώνω τις κάλτσες ως το γόνατο. Παγωνιά. Αφουγκράζομαι. Ένα μηχανάκι κόβει την ησυχία. Σκέφτομαι τον πατέρα. Ξυπνούσε πάντα στις τέσσερις. Έπαιρνε τη μηχανή και πήγαινε να ταΐσει τα ζώα. Έπαθε έμφραγμα εκεί στον στάβλο. Κι όμως βρήκε τη δύναμη να πάρει τη μηχανή και να γυρίσει στο σπίτι. Για να πεθάνει στη φωλιά του. Τι ωραίο λείψανο! Σαν εκείνο της γιαγιάς της Κατίγκως — της μάνας του, έλεγαν οι παραβρισκόμενοι και οι πενθούντες. Τον πήρε μαζί της σε έξι μήνες.
Μια ντουφεκιά σκάει στο βάθος. Σε λίγες μέρες, στις είκοσι Αυγούστου, ανοίγει η κυνηγετική περίοδος— αλλά κάποιοι δεν κρατιούνται. Όλοι οι άντρες της ζωής μου ήταν κυνηγοί. Το περίεργο είναι πως, μόλις με γνώριζαν, άφηναν τα τουφέκια και μάζευαν χόρτα, ρίγανη και τσάι του βουνού. Πουλί δεν έφαγα ποτέ απ’ τα χέρια τους. Μόνο ψάρια. Και το έλεγα πάντα: Το ψάρι στον ύπνο ή στον ξύπνιο είναι λαχτάρα. Με λαχτάρησαν κι αυτοί. Αλλά τώρα: σιωπή. Σιωπή νεκρών κυνηγών.
Ο Γιώργος, η πρώτη μου αγάπη. Έμοιαζε στον πατέρα μου — στο μπόι, στα μαλλιά, στο μουστάκι, σε όλα. Τον γνώρισα ένα καλοκαίρι. Μύριζε θάλασσα και πίσσα. Είχε μόλις βγει απ’ το νερό με δυο μεγάλους σαργούς δεμένους σ’ ένα σκοινί. Περπατούσε με αυτοπεποίθηση, και τα χέρια του ήταν τραχιά, σαν να τα είχε μόλις ξεκολλήσει από τα βράχια. Είχε οικογένεια. Για να ξεφεύγει από τη γυναίκα του, έβαζε τα κυνηγετικά, έπαιρνε την καραμπίνα και τον σκύλο και ερχόταν σε μένα. Ήταν γεμάτος ένταση, πάθος. Μου υποσχόταν ότι θα φύγει, ότι θα μείνουμε μαζί. Δεν έγινε τίποτα. Στο τέλος, το μόνο που μου έμεινε ήταν οι απειλές του ότι θα βάλει την καραμπίνα στον κρόταφο. Πέθανε από προστάτη, πριν τα πενήντα.
Ντιν, νταν, ντιν, νταν… Μεγάλη γιορτή σήμερα — της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η θεομητορική γιορτή. Κάνω τον σταυρό μου. Θα πάω αργότερα να ανάψω ένα κερί. Τέσσερις και κάτι. Όπως πάντα. Μια ζωή ξύπνια… για να θυμάμαι.