Scroll Top

Όπου κι αν ταξιδέψω, Αύγουστος | Αύγουστος 2025 | Σεβαστή Κωνσταντινίδου

Όπου κι αν ταξιδέψω, Αύγουστος…

Ο Αύγουστος δεν είναι απλώς  μήνας του καλοκαιριού.

Είναι μετέωρος χρόνος. Είναι κατώφλι – προς κάτι που τελειώνει και κάτι που ίσως αρχίζει. Είναι εκεί όπου το φως βαθαίνει και οι σκιές γίνονται πιο ειλικρινείς.

Είναι στιγμές αιώρησης – εκεί που το παρελθόν βαραίνει, το μέλλον σιωπά, και το παρόν μοιάζει εύθραυστο.

 Ένα τοπίο εξωτερικό και εσωτερικό, που η μνήμη επιστρέφει σαν παλίρροια.

Ο Δεκαπενταύγουστος, ακίνητο σημείο στο κέντρο του Αυγούστου, κουβαλά αντιφάσεις: πανηγύρι και σιωπή, συλλογικότητα και ερημιά, πίστη και απώλεια. Όσοι γράφουν για το καλοκαίρι, γράφουν για κάτι που ξεγλιστρά –  ένα ταξίδι που μπορεί να μην έγινε ποτέ, ένα βλέμμα που δεν επιστρέφει, μια ανάμνηση που έμεινε στο φως.

Τα διηγήματα αυτού του αφιερώματος, προσωπικά ή φανταστικά, συνθέτουν μια κινούμενη χαρτογραφία του καλοκαιριού. Ιστορίες που αναδύονται από το βάθος, σαν κομμάτια από ένα κοινό καλοκαίρι που συνεχώς ξαναγράφεται. Λόγος εσωτερικός, θραύσμα μνήμης, ίχνη που αφήνει το καλοκαίρι  – και η γραφή του.

Καλωσορίσατε στη διαδρομή…

μια διαδρομή λέξεων με αφετηρία το φως του Αυγούστου…

Η επιμελήτρια του αφιερώματος

Μίνα Π. Πετροπούλου

Σεβαστή Κωνσταντινίδου

Στην Παναγία των βράχων

Ήταν μεσημέρι όταν έφτασα. Δεν είχα πιάσει καλά καλά το ρόπτρο της βαριάς εξώπορτας όταν αυτή άνοιξε και ξεπρόβαλε το κεφάλι της Θεοδοσίας.

«Έλα και σε περιμένει πώς και πώς» είπε και με έμπασε όλο χαρά μέσα.

Τα μάτια μου στράφηκαν στα κυπαρίσσια της κάτω πλευράς. Ούτε που  πρόλαβα να τη ρωτήσω. Κατάλαβε. 

«Άντε, πήγαινε, κι εγώ θα την ειδοποιήσω ότι ήρθες. Σε περιμένει στο αρχονταρίκι».

Της έριξα ένα ευχαριστήριο βλέμμα, βάζοντας το χέρι στην καρδιά, και κατηφόρισα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ο Αύγουστος ήταν ο μήνας του μοναστηριού, της πίστης. Με έπαιρνε η μάνα μου και με ανέβαζε στα μέρη της, σε αυτό το μοναστήρι πάνω στον βράχο με τη θάλασσα άλλοτε να χτυπιέται από κάτω αδυσώπητα στα μεγάλα μπουρίνια κι άλλοτε να ηρεμεί σε μια γαλήνια λίμνη. Ένα πατρογονικό προσκύνημα φάνταζε αυτή η εξόρμηση, στο οποίο μας περίμενε πάντα με ανοιχτή αγκαλιά η νονά μου, η αγαπημένη συμφοιτήτρια της μάνας μου. Όταν φόρεσε το σχήμα, πρόσθεσε μόνο ένα γραμματάκι, κάπου εκεί στη μέση του ονόματός της, και από Μαρίνα έγινε Μακρίνα.

Έπεφτε πηχτός ο ίσκιος από τα κυπαρίσσια και η μεσημεριανή ζέστη δύσκολα δρασκέλιζε τα φυλλώματα. Πήρα το λιθόστρωτο και κάπου δεξιά, ναι, δεξιά καλά θυμόμουνα, στάθηκα. Ήταν Αύγουστος πάλι, όταν ανέβηκα στο Μοναστήρι, μόνη πια, καθώς η μάνα μου είχε ήδη αναχωρήσει για το ορεινό χωριό της, κάτω από κάποια άλλα κυπαρίσσια να δείχνουν τον ουρανό και να κρατάνε την ελπίδα αλώβητη. Και τότε ο Αύγουστος πήρε και το χρώμα της ελπίδας.

Πάλι Αύγουστος ήταν, ο περσινός καυτός Αύγουστος, όταν άφησε τα επίγεια για τα άνω κι η νονά μου. Κι έτσι ο Αύγουστος διατήρησε το χρώμα της πίστης και της ελπίδας.  Έφτανα τώρα στο χωμάτινο μνήμα, ένας ξύλινος σταυρός μόνη παρηγοριά στην ανοικτή πληγούλα. Τράβηξα μέσα από τα χόρτα μια πλακουτσωτή πέτρα, απομάκρυνα χώματα και πεσμένα φυλλαράκια και, αφού την έκανα σκαμνάκι, έκατσα δίπλα στη νονά μου. Πάνω στο χώμα ξεπηδούσαν κόκκινες, κίτρινες και άσπρες νυφούλες, έτσι όπως είχα ρίξει τον σπόρο ανάκατα την τελευταία φορά που είχα έρθει. Η φλόγα από το καντηλάκι συναγωνιζόταν σε χρώμα τα νιόβγαλτα λουλούδια.

Τα τζιτζίκια τρυπούσαν την ησυχία του μεσημεριού κι εγώ έβλεπα θαρρείς μπροστά μου τη νονά και τους γονείς μου, να με κοιτούν και να σιγογελάνε. Να με κι εγώ να τρέχω και να χοροπηδώ ανάμεσά τους. Να ψέλνω μαζί τους στο μισοσκόταδο τον παρακλητικό κανόνα της Παναγίας μέσα από το βιβλιαράκι μου. Να κάθομαι στη βιβλιοθήκη, η νονά Μακρίνα —έτσι τη φώναζα εγώ— να μου μιλάει για τα βιβλία, να μου διαβάζει βίους αγίων και να μου σχεδιάζει τις μορφές τους με μια άνεση πρωτόγνωρη που ακόμα τη ζηλεύω και τη λαχταρώ, εγώ μια απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών. Θυμάμαι ακόμη κι άλλες στιγμές. Να φυτεύω μαζί τους λουλούδια, να ταΐζω τον σκύλο και τις γάτες του μοναστηριού, να με πειράζουν για τα βιβλία που κουβαλούσα πάντα μαζί μου μικρό παιδάκι αλλά και την ιστορία για το όνομά μου, θυμάμαι, πόσο μου άρεζε να την ακούω. Όταν ήρθε η ώρα, λέει, η νονά, που ήταν ακόμη Μαρίνα και όχι Μακρίνα, είχε τοποθετήσει διάφορα σκίτσα αγίων μπροστά μου με κάποιο δηλωτικό στοιχείο. Έτσι μου παρουσίασε την Αγία Παρασκευή με ένα πιάτο μάτια, την Αγία Αικατερίνη με βασιλικά ενδύματα, την Αγία Μαρίνα με το σφυρί και το μαύρο πλασματάκι, την Αγία Φιλοθέη με τα βιβλία της και τις μαθήτριές της, την.. Δεν πρόλαβε να μου δείξει τίποτε άλλο, έλεγαν. Από τη στιγμή που αντίκρισα την Αγία με τα βιβλία και το σχολείο, είχα μάτια μόνο για αυτήν. Ε, αυτή λοιπόν μου έδωσε το όνομά μου και καμάρωνα πολύ που το είχα διαλέξει μόνη μου.

Χαμογέλασα μια στάλα παραπάνω όταν πρόβαλε μπροστά στα μάτια μου εκείνο το παιδικό παιχνιδάκι. «Πάει ο λαγός να πιει νερό στης Φιλοθέης το λαιμό». Το τραγουδούσαν σιγά σιγά οι δυο τους, βάζοντας τα χέρια τους στην κοιλιά μου και ανεβαίνοντας προς τα πάνω. Λίγο πριν φτάσουν στον λαιμό, επιταχύνανε τα λόγια και τα αγαπημένα χέρια ορμούσαν στη λακκουβίτσα του λαιμού, εκεί που η μαύρη κατάμαυρη ελιά μου αναπαυόταν. 

Απόλυτη ηρεμία, μόνο τα τζιτζίκια και ένα απαλό αεράκι διαπερνούσε το μέρος με τα δέντρα τώρα. Ύψωσα τα μάτια, τα ξεκούρασα στο γαλάζιο του ανέφελου ορίζοντα. Κάτω η θάλασσα άγγιζε υπομονετικά τον βράχο. Σηκώθηκα, άφησα την πέτρα στη θέση της.

Στο αρχονταρίκι η Ηγουμένη Αικατερίνα με περίμενε. Οι χοντροί τοίχοι του μοναστηριού διατηρούσαν τη δροσιά του πρωινού ενώ από τα ανοικτά παράθυρα έμπαινε η θαλασσινή αύρα.

«Καλώς το κορίτσι μας» είπε και εγώ τρύπωσα στην ανοικτή αγκαλιά. «Πώς τα πας; Προσεύχομαι συνεχώς για σένα»

«Καλά είμαι», είπα και έμεινα λίγο ακόμη στον κόρφο της. Η μυρωδιά του γαρύφαλλου και του πράσινου σαπουνιού ξέφευγε από το σώμα της και σάρωνε το πρόσωπό μου, έτσι όπως ήμουν ακουμπισμένη πάνω της. Έκλεισα τα μάτια και έμεινα εκεί, αναπνέοντας βαθιά. Σαν αποφάσισα να ξεκολλήσω, μου είπε:

«Ήθελα να σου δώσω δυο πράγματα από τις αγαπημένες μας. Ένα τετράδιο ανθολογημένο με προσευχές, ψαλμούς, ποιήματα της νονάς Μακρίνας και κάτι από τη μητέρα σου. Πάμε στη βιβλιοθήκη, εκεί τα έχω». Μου φάνηκε πως ήθελε να προσθέσει κάτι επιπλέον αλλά τελικά ίσως ήταν ιδέα μου. Την ακολούθησα πειθήνια. Πού να φανταστώ τι με περίμενε.

 Η βιβλιοθήκη ήταν αγαπημένος τόπος, εκεί είχα περάσει ατέλειωτες ώρες αρχικώς με τους γονείς μου και τη νονά μου, μετά με τις δυο γυναίκες∙ είχα χάσει τον πατέρα στα δέκα μου. Καθώς τα βήματά μας αντηχούσαν στον πετρόκτιστο διάδρομο, η ηλικιωμένη γερόντισσα γύρισε και με κοίταξε. «Ποτέ δεν το περίμενα, ότι θα έφευγαν τόσο νωρίς, να, ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα ήμουν εγώ αυτή που θα σου τα παρέδιδα….» είπε και σταμάτησε απότομα, καθώς πλησιάσαμε την πόρτα της βιβλιοθήκης.

Λίγο αργότερα κρατούσα στα χέρια μου το ανθολογημένο τετράδιο της νονάς Μακρίνας και ένα φάκελο από τη μητέρα μου. Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στα γραπτά της νονάς μου, κατάλαβα πόσο τελικά της άρεζε να σχεδιάζει κι αυτηνής,  όπως κι εμένα. Κάτω από κάθε κείμενο είχε μια εικόνα που το αποτύπωνε άλλοτε συμβολικά, άλλοτε κυριολεκτικά. Ξεκινούσε η πρώτη σελίδα με το «Να ζεις, να αγαπάς και να μαθαίνεις» του Λέο Μπουσκάλια με αναγραφόμενη ημερομηνία Αύγουστος 1995, λίγους μήνες προτού γεννηθώ. Συνέχιζε με τον Ψαλμό 50, «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός, και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου» και ακολουθούσαν προσευχές και άλλα αποσπάσματα από τη Βίβλο. Η περιέργειά μου με οδήγησε στο τέλος, εκεί όπου με τα μεγάλα κι ευανάγνωστα γράμματά της σημείωνε τον περσινό Αύγουστο, λίγες μέρες προτού αναχωρήσει για την ουράνια πατρίδα, «νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα∙ μείζων δε τούτων η αγάπη». Κι από κάτω, Α’ Κορινθίους 13,13.

Κοίταξα την Ηγουμένη, κάτω από τον μεταλλικό σκελετό τα μάτια της παρέμειναν φωτεινά, όπως τα θυμόμουν μικρό παιδί. Χαμογέλασα. «Χαίρομαι που θα διαβάσω τα ανθολογημένα της», είπα όταν τα μακριά της δάκτυλα έσπρωχναν προς το μέρος μου τον ροζ φάκελο της μητέρας μου. Πράγματι, τότε αναρωτήθηκα, «τι παιχνιδάκι μου έστησες μανούλα, γιατί δεν έδωσες απευθείας σε μένα το φάκελο; Έπρεπε να λάβω από την Ηγουμένη της Παναγίας των Βράχων, στην άλλη άκρη της χώρας, τα δικά σου μηνύματα;»

Μια ιδέα ανησυχίας θαρρείς διέκρινα στα φωτεινά μάτια της Γερόντισσας. Ωστόσο, άνοιξα το φάκελο και έμεινα να κοιτώ τη φωτογραφία που κρατούσα στα χέρια μου. Η μητέρα μου, ο πατέρας μου, ένας άγνωστος κύριος με σγουρά μαλλιά και μια ακόμη κοπέλα. Γελούσαν όλοι. Κοίταξα λίγο καλύτερα, η κοπέλα πρέπει να κοιτούσε κάτι απέναντι και είχε μισόκλειστα τα μάτια της ενώ από το πουκάμισό της ξεπρόβαλε το λευκό της δέρμα. Ένας καταρράχτης από μαύρα μαλλιά έπεφτε στον ώμο της. Η ημερομηνία στο πίσω μέρος έλεγε «Αύγουστος του 1995» και από κάτω Θάλεια, Νάσος (οι γονείς μου), Μαρίνα, Μάνος. Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης.

Σήκωσα τα μάτια μου. Κοίταξα την Ηγουμένη. «Δεν καταλαβαίνω», ψέλλισα. Ξανακοίταξα τη φωτογραφία, εστίασα στο γέλιο του άγνωστου άντρα, κάτι μου θύμιζε αλλά αδυνατούσα να το βρω. Έφερα λίγο πιο κοντά τη φωτογραφία. «Είναι οι γονείς μου και η νονά;» κατάφερα να πω ρίχνοντας ματιές μια στη φωτογραφία μια στην Ηγουμένη. Εκείνη τότε είπε: «Σωστά κατάλαβες, είναι οι γονείς σου και οι νονοί σου». Και τότε ο Αύγουστος πήρε το χρώμα των εκπλήξεων.

Ξανακοίταξα τη γυναίκα. Ναι, ήταν η νονά μου. Μα, μια στιγμή. Τι είναι αυτό που φαίνεται στο λαιμό της; Μια μαύρη κατάμαυρη ελιά, εκεί στη λακκουβίτσα… Καθώς δρόσιζα τα χείλη μου από το νερό που φρόντισε η Γερόντισσα να μου δώσει, έφτανε στα αυτιά μου η φωνή της, ηχώ θαρρείς μιας θαλασσινής σπηλιάς.

«Ναι, οι γονείς σου, η Μαρίνα και ο Μάνος. Οι νονοί σου, η Θάλεια και ο Νάσος. Κι ύστερα, ένα τροχαίο, ένας θάνατος…, μια πρόωρη γέννα, ένας νευρικός κλονισμός…, μια απόφαση, μια συμφωνία  ζωής…»

«Μα, γιατί τώρα;» μόλις που ακούστηκα.

«Γιατί ήθελαν να ξέρεις, αν και…» είπε και σταμάτησε.

«Αν και;» επέμενα εγώ.

«Φιλοθέη μου, αυτό που έχει σημασία είναι ότι σε αγάπησαν κι οι τρεις πολύ. Αν ζούσε κι ο πατέρας σου, θα σε λάτρευε κι αυτός». Και τότε έγινε ο Αύγουστος ο μήνας των αποκαλύψεων.

Έπιασα ασυναίσθητα το ανθολογημένο τετράδιο, γύρισα στην τελευταία σελίδα, διέτρεξα το κείμενο, «μείζων δε τούτων η αγάπη». Σήκωσα το βλέμμα κι έπιασα τα χέρια της Ηγουμένης. Αν και δεν είχα ιδέα τι θα έκανα από εδώ και πέρα, απάντησα:

«Ναι, πράγματι».

Και βάφτηκε τότε ο Αύγουστος ολόκληρος στο χρώμα της αγάπης.

Βιογραφικό Σεβαστή Κωνσταντινίδου

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου