Γράφει η Βάσια Μαυράκη
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ
Πέθανα μια μέρα του Αυγούστου. Την ώρα που ο Θεός είχε πάρει τον μεσημεριάτικο υπνάκο του ξέγνοιαστος, σα να ήξερε πως τίποτα τραγικό δεν θα συμβεί Αύγουστο μήνα. Κι όμως εγώ πέθανα, ήσυχα, σχεδόν ανεπαίσθητα. Έσβησα όπως σβήνουν τα φώτα στους δημόσιους δρόμους όταν ξημερώσει, όπως πέφτει ένας διάττων αστέρας στο κενό σα να μην είχε ποτέ υπάρξει. Πέθανα ήσυχα, δεν τρόμαξα κανέναν, εκτός ίσως από εμένα που δεν τα είχα προγραμματίσει έτσι ακριβώς!
Μα πείτε μου ποιος αν έχει μια στάλα μυαλό πεθαίνει Αύγουστο; Και τώρα που είμαι εδώ πάνω… ή κάτω… ή δίπλα … ή πίσω… μικρή σημασία έχει, θέλω να σας πω τι χάνεις όταν πεθαίνεις Αύγουστο. Τι χάνεις όταν το τελευταίο σου ταξίδι σου κληρώνει στον Μεγάλο αυτό μήνα, στον Αυτοκρατορικό, στον μήνα που γεννιούνται τα Λιοντάρια.
Πρώτα χάνεις το φως. Όχι το Φως αυτό το αιώνιο που λένε οι γραφές. Όχι, το άλλο φως, αυτό το Αυγουστιάτικο το δικό μας, το άγριο, το φως του καλοκαιριού που κάνει τα μάτια να πονούν από την ομορφιά που αντικρύζουν. Αυτό που κάνει την άσφαλτο να αχνίζει. Αυτό που κάνει το νερό να λαμπυρίζει σαν οφθαλμαπάτη. Αυτό που βαραίνει τα βλέφαρα τα μεσημέρια και σε κάνει να θέλεις να ξαπλώσεις για να φτιάξεις όνειρα και να μηρυκάσεις αναμνήσεις.
Χάνεις και τα τζιτζίκια που τραγουδούν ξετρελαμένα τις πίκρες της σύντομης ζωής τους. Ένα καλοκαίρι θα ζήσουν μόνο και το γνωρίζουν. Μα δεν το βάζουν κάτω. Μονότονα, επίμονα, εκνευριστικά και βραχνά υπενθυμίζουν την παρουσία τους για τον ελάχιστο κοσμικό χρόνο που τους ανήκει.
Χάνεις τις βουτιές και τα γέλια που κρατάνε μέσα στο νερό περισσότερο από τη βαθιά ανάσα που παίρνεις. Χάνεις τη μυρωδιά του αντηλιακού στο δέρμα του άλλου, αυτού που αγαπάς και που τα πόδια σας μπερδεύονται ηλιοκαμένα στον μοιρασμένο σας ύπνο.
Χάνεις τις κουβέντες τις μισοτελειωμένες, χάνεις τις παγωμένες φέτες το καρπούζι και τα ούζα κάτω από τον πλάτανο. Χάνεις τις βόλτες με το ξεσκέπαστο αυτοκίνητο με το ραδιόφωνο στη διαπασών. Έτσι κάνεις κάθε Αύγουστο που παραμένεις ζωντανός. Κάνεις όσο περισσότερο θόρυβο μπορείς και με κάθε τρόπο για να ξυπνήσεις νιάτα που έχασες τον υπόλοιπο χρόνο.
Χάνεις όλες αυτές τις στιγμές που θα μπορούσες να ζήσεις…
Όχι δε χάνεις ανθρώπους. Ούτε αυτοί χάνουν εσένα. Είχατε χαθεί από πριν , δε χρειαζόταν να έρθει ο τελευταίος σου Αύγουστος.
Μα χάνω και τον εαυτό μου με αυτή τη μορφή, με αυτή τη ‘’φορεσιά’’ που τόσο έχω συνηθίσει, που τόσο έχω μισήσει, που τόσο έχω αγαπήσει, που τόσο έχω εκνευρίσει, που τόσο έχω ακυρώσει, που τόσο έχω εξυψώσει. Χάνω εμένα.
Αυτά χάνω, αυτά αφήνω πίσω.
Και τώρα που ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού έχω μια επιθυμία. Όχι τριαντάφυλλα, όχι κρίνα, οπωσδήποτε όχι γαρύφαλλα ή χρυσάνθεμα παρακαλώ. Ηλιοτρόπια! Μόνο χρυσούς, γελαστούς Ηλίανθους θέλω για συντροφιά. Σας το είχα πει σε ανύποπτο χρόνο. Σας παρακαλώ να το θυμηθείτε για να μην σας πάρει και σας σηκώσει. Έτσι κι αλλιώς σας έχω πολλά μαζεμένα.
Και θέλω να διαβάσετε και τον επικήδειο μου με αλήθεια και αξιοπρέπεια. Έτσι όπως τον έχω ετοιμάσει. Όχι λόγια γλυκανάλατα για το πόσο καλός ήμουν. Δεν ήμουν καθόλου καλός, όπως δεν ήσασταν κι εσείς. Ήμουν όμως μια στάλα καλύτερος από εσάς στα σίγουρα!
Πείτε πως δεν αγάπησα σχεδόν κανέναν πραγματικά γιατί κανένας δεν με αγάπησε. Ούτε τη ζωή αγάπησα. Υπερτιμημένη υπόθεση. Μέχρι να την καταλάβεις τελειώνει μια ημέρα του Αυγούστου, ζεστή, με άπνοια. Μην πείτε πως ήμουν ευτυχισμένος. Θα είναι μεγάλο ψέμα. Το φροντίσατε εξάλλου κι αυτό. Ούτε και θα σας συγχωρήσω. Η συγχώρεση είναι πράξη θεϊκή και εγώ είμαι μόνο άνθρωπος.
Αυτό ήταν το τελευταίο μου ταξίδι. Με φόντο το μπλε και το χρυσό ενός πελώριου Αυγούστου. Το φως αυτό θα στερηθώ. Όχι γιατί φοβάμαι το σκοτάδι, αλλά γιατί κανείς δεν θέλει να φύγει τη στιγμή ακριβώς που όλα μοιάζουν πιο ζωντανά από ποτέ…
Μην εφησυχάζετε όμως γιατί θα επιστρέψω τότε που δεν θα με περιμένετε ή τότε που θα με έχετε επιθυμήσει πολύ… πάρα πολύ!
Θα επιστρέψω.
Σαν γάτα που γλιστράει αθόρυβα στο σκοτάδι
Σαν πρωτοβρόχι που πέφτει ξαφνικά και μαλακώνει τα χώματα.
Σαν τύψεις που τρυπούν την καρδιά χωρίς λύτρωση.
Σαν πεταλούδα που μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο ένα ανοιξιάτικο πρωινό.
Σαν χελιδόνι που γυρίζει πίσω στην ίδια φωλιά τέλος του Μάρτη.
Σαν βαρυστομαχιά που σε πιάνει και δεν σε αφήνει να κοιμηθείς το βράδια.
Σαν έκλειψη Ηλίου που κάνει την πλάση να σκοτεινιάζει και τα νερά να ανταριάζουν.
Σαν Αυγουστιάτικο μεγάλο ταξίδι στην Εθνική Οδό με τα παράθυρα ανοιχτά και το ράδιο στη διαπασών…