Σόφια
Το μπαλκόνι του δωματίου μου στο hotel sveta της Σόφιας, βλέπει στην οδό Πιρότσκα, έναν πεζόδρομο έρημο και θλιμμένο. Φυσάει αέρας παγωμένος από τη Βίτοσα. Καπνίζω και σκέφτομαι το ποίημα ως αυτόνομο συμβάν, όταν το βλέμμα μου μπλέκεται στα γυμνά κλαδιά ενός δέντρου φυλλοβόλου, δέντρου χειμερινού. Μεμιάς τα μάτια μου αδειάζουν, η δακρυική στοιβάδα μου ξηραίνεται κι ένας αμμώδης άνεμος πλήττει τον υαλοειδή. Έχω μιαν άμμο όραση, μιαν όραση κόκκων ζεματιστών –εκείνου του καλοκαιριού που όλα κομμάτια θρύψαλα, κρύσταλλα, τζάμια και βιτρώ, ουρανομήκεις τζαμαρίες, όλα συντρίφτηκαν στα πόδια σου. Θέλω να κλάψω γοερά, να ξεπλυθεί η ίριδα, να λιπανθεί η κόρη, η θάλασσα να ανεβεί, τα φράγματα να πέσουν, ν’ ακούγεται η τρομερή βοή του φουσκωμένου ύδατος και όλα τα αυτόνομα,
τα αυτοτελή,
τα αμιγή,
τα αρράγιστα
για πάντα να σιγήσουν.