ΜΟΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ Η ΣΙΩΠΗ
Όλες τις λέξεις μου απόψε θα κοιμίσω. Κι ούτε νανούρισμα για χάρη τους θα πω, να γίνει ο ύπνος καταφύγιο, να τις γλυκάνω. Τόσο καιρό τις παίνευα και τις ταχτάριζα. Ήρθε ο καιρός της πληρωμής, πάνω σε χιόνι απάτητο να σπείρουν την ψυχή, που τους χαρίστηκε.
Πάντα βουβός ο Θεριστής το χέρι του σηκώνει, κι ας είναι καταχείμωνο χαράματα, όλα τριγύρω ροδαλά και νυσταλέα. Ανήσυχος, ποτέ του δεν χορταίνει – όπως εκείνο το αιλουροειδές, που χρόνια στο κατώφλι σου κοιμάται. Επάνω στο παιχνίδι, σε μια στροφή ανύποπτη του χρόνου, καρφώνει τον κυνόδοντα.
Ο ”Ανθισμένος” έρχεται, θ’ αναφωνήσουν εν χορό, στου ονείρου το κατώφλι, κι ούτε μια ρωγμή στην παγωμένη επιφάνεια της λίμνης, έστω για να φανεί το ύδωρ.
”Θάλαττα”, τάχα μου έκπληκτός ν΄ αναφωνήσεις, στο θαύμα να πιστέψεις.
Γιατί καλά το ξέρεις μόνη πατρίδα η σιωπή και ο βυθός της.