Προς άγραν ή το ποίημα που θα γραφτεί
ο χρόνος συνήθως κυλάει αδυσώπητα απλός…
με εικόνες από σπίτια συνήθη, με ενοίκους συνήθεις
που τρέφουν τη συνήθη ιστορία απώλειας των αισθημάτων,
που αποκρύπτουν το φανερό – δεν βιάζονται να το δουν
ενώ τα ποτάμια κυλούν μεστωμένα τα νερά τους
προς άγραν ονείρου θαλασσοδαρμένου
ερήμην του εφιάλτη
όσο στριφογυρίζεις στον ύπνο σου
κι αλλάζεις πλευρό κάτω απ’ τα ζεστά στοιχειωμένα
από την αγωνία σκεπάσματα
η νύχτα που δεν έζησες και θα ήθελες να ζήσεις
το χαμόγελο που ήθελες για σένα
το άγγιγμα που μάταια περίμενες
έχουν μείνει χωρίς διατύπωση
και βγήκες από το όνειρο προς άγραν
του πολυπόθητου χαμόγελου
του πολυπόθητου φιλιού
προς άγραν της ζωής που κύλησε μακριά σου
χωρίς το χαμόγελο, χωρίς το φιλί, χωρίς το άγγιγμα που ήθελες
αυτή η ζωή τώρα σε στενεύει
καταργώντας το όνειρο
όπως πάντα
θα βγεις προς άγραν του επόμενου ματαιωμένου ποιήματος…