Εδώ οι μέρες των νεκρών
Είναι νύχτα εδώ και σιωπή ασήκωτη
Φωνές ανούσιες, όπως η βροχή στη θάλασσα
Ή άλλες μακρινές, πιο μακρινές κι από τ’ αστέρια
Μα όχι η δική της, όχι εκείνη, εκείνη ήταν η Ποίηση
Σε διαρκή κίνηση, κατόρθωνε μικρές δολιοφθορές
ρωγμές στο καθημερινό μας τέλμα
στην ελαφρότητα των ημερών
Αυτό είναι ποίηση, έλεγε
Αντάρτικο των ιδεών
Κάπνιζε λέξεις, άφιλτρες, ρουφούσε τον καπνό τους
ως το μεδούλι της·
μέχρι να γίνει ανάερη και να πετάξει
Μας σκέπαζε με χρώματα των λουλουδιών,
όλα τα χρώματα· κι άλλοτε με τον απόηχο
από το κυματάκι που έσβηνε τα χνάρια της στην άμμο.
Περνούσαν πάνω μας τα χρόνια
κι αυτή στο πευκοδάσος πετροβολούσε τα δευτερόλεπτα
φωνάζοντας: Αφήστε ήσυχες τις πεταλούδες!
Που λες, κείνα τα χρόνια είχαμε στην παρέα μας την Ποίηση,
είχαμε και περίσσια Ανάγκη
Πολλές φορές την είδαμε, ύστερ’ από σουρωμένα ξενύχτια
με τα μαλλιά της ξέπλεκα
– μέσα τους φύτρωνε θυμάρι και ρίγανη –
να περπατά στα κύματα, να καρπίζει τη συκιά
να εξημερώνει μια τρικυμία.
Όπως και να ’χει, ήθελε να προξενήσει μιαν Ανάσταση
Μια, έστω.
Μα δεν έλιωνε ο πάγος και η Άνοιξη αργούσε
ανώφελο ανώφελο ανώφελο
Δεν το άντεξε. Να μη μπορεί