Ο Μετα-ποιητής
Ονειρεύεται τις λέξεις
τις ψάχνει στο φριγμένο χώμα
στις λαϊκές αργά τ’ απομεσήμερο
στις φούσκες που ρόδινες σκάνε
σε ξεκαρδισμένα στόματα νηπίων
Όλη νύχτα επισκευάζει σκισμένους χάρτες
μπαρκάρει κάποτε ο μετα-ποιητής
σε τρικυμίες και τυφώνες
σε γλώσσες ξένες γυρεύει τον μπάτη
σε σαλόνια σε σκυλάδικα
σε βιβλία ιερά κι ανόσια
Λόγια συλλέγει με κόπο
απ’ της οδύνης το ανείπωτο
απ’ τις στάλες του πρωινού αέρα
στ’ αγίνωτα σπαρτά
το σιγανό τραγούδι της μέλισσας
Εργάτης ταπεινός κουρδίζει
τον άλαλο του χάους ρυθμό
ολονυχτίς σκυμμένος
σε λέξεις υφάδια του Καιρού
μωρά τυλιγμένα ακόμα
στο λώρο τους
Θα τ’ αναστήσει στον κόρφο του
μ’ αυτά θα ράψει γάμου πέπλο
και μετάστασης σάβανο
ποιήματα ουρανού πατήματα
Έρχεται κάποτε μια άνοιξη
τον σημαδεύει όπως αλήθεια
και σαν μωρό τρυφερά τον τυλίγει
με λέξεις διάφανες
σε μαλακιές πάνες σοφής σιωπής