ΕΝΑ ΚΑΚΟ ΠΟΙΗΜΑ
Σ’ ένα κακό ποίημα
η λιακάδα στους μηρούς σου
φωτίζει το πρόσωπό μου.
Η επιθυμία να γίνεις πιο δική μου απ’ τη βροχή
πηγάζει με βεβαιότητα
απ’ το υγρό παράθυρο.
Σε φαντάζομαι να δένεις τα μαλλιά σου
χωρίς να υποπτεύομαι τον επόμενο κοινότοπο στίχο.
Η σκάλα που κατεβαίνεις,
ορχήστρα ξύλινη που διευθύνουν τα πέλματά σου.
Φαίνεται, δεν μ’ ενοχλεί η υπερβολή
όταν πρόκειται για σένα.
Οι λεπτομέρειες ξεθωριάζουν καθώς πλησιάζεις.
Το άγγιγμα στο τέλος αναμενόμενο – θα το κρατήσω.
Διαπιστώνω, μάλλον αργά,
πως η αίσθηση ξεθώριασε τις λέξεις
τις έσβησε εντελώς.
Τόσο εύγλωττη η οικειότητα των σωμάτων
που αφήνει ημιτελές το εγχείρημα.
Καταδικασμένη ν’ αποτύχει η προσπάθεια
εξαρχής.
Σ’ το είπα. Είναι κακό το ποίημα.