Και πώς επιμόνως
Φορές καταλήγω και θέλω – θα σου φτιάξω να λάμνεις ένα στίχο εβένινο. Ακούγονται ρήματα. Αντιτάσσω οδούς. Αντιτάσσω ονόματα. Μικροί ιδρώτες στο μεσόφρυδο, τα μετακάρπια και τις μανσέτες. Στα τριβεία σταγόνες και τέμπο – σε διψώ όπως δίψα παράφορη. Βουναλάκια ρινίσματα στο τραπέζι και χάμω – κόποις κτάσαι και πόνοις ανέκαθεν. Τα συνάζω σε γυάλινα βάζα. Τα συνάζω σε ράφια. Προσθέτω θάλασσα, προσθέτω αλάτι, σε προσθέτω. Λέω το χάμω χαμαί, τη λέξη τοπίο και το ξόδι λευκό καρουδάκι – ανάσθητι, εντέλλομαι, μοιράζοντας κουφέτα. Αμέσως τώρα. Αμέσως μετά. Καταφεύγω εντέλει στις 5+2 αισθήσεις μου. Μάλιστα σε αυτή την εκδοχή ξυπνώ διαρκώς αναμένοντας. Και πώς διαρκώς. Και πώς επιμόνως. Σωρείτες στο ταβάνι με τα γύψινα – τυλιγμένοι με γάζες και φάνηκαν. Αμέσως ή μόλις. Αμέσως ή ίσως. Στο μεταξύ συγχώρα μου το ακατέργαστο του ξύλου – μπετόν αρμέ η πρόφαση για στίχο.