Scroll Top

ΘΕΟΔΟΥΛΗ ΑΛΕΞΙΑΔΟΥ

Η ποιητική γενιά του 1980 έχει ονομαστεί και «γενιά του ιδιωτικού οράματος», «γενιά των αμετόχων» ή «τέταρτη μεταπολεμική γενιά». Ο ληξιαρχικός της κύκλος περιλαμβάνει ποιητές που γεννήθηκαν από το 1956 και μετά και περίπου έως το 1967 και πρωτοδημοσίευσαν έργο τους μέσα στη δεκαετία του ’80 [1]. Οπωσδήποτε, η ομαδοποίηση των μεταπολεμικών ποιητών σε γενιές παραμένει ακόμα γραμματολογικά εκκρεμής, πόσο μάλλον της συγκεκριμένης, αρκετά πρόσφατης, η οποία σηματοδοτείται από δύο σημαντικά γεγονότα-περιόδους: τη μεταπολίτευση του 1974 και την οικονομική κρίση του 2009.
Έχει επισημανθεί ως ιδιαίτερο κοινό χαρακτηριστικό της περιόδου η απουσία ενός κοινού, συλλογικού οράματος, ενός κοινού ποιητικού μύθου. Τα ανθρωπιστικά, κοινωνικά οράματα που έθρεψαν την ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς αρχίζουν σταδιακά, από την μεταπολίτευση και μετά, να εκπίπτουν και να μεταλλάσσονται σε πικρία, διάψευση, συνειδητοποίηση της απώλειας της συντροφικότητας και της αποδυνάμωσης του κοινωνικού ρόλου της ποίησης. Η θεματική της «ήττας» διαποτίζει τον ποιητικό λόγο και, σχεδόν κληρονομικά, παραλαμβάνεται από τους ποιητές της λεγόμενης δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, οι οποίοι συμμερίζονται την απογοήτευση των πρώτων μεταπολεμικών, έχοντας ωστόσο οι ίδιοι παραμείνει (λόγω ηλικίας) στο περιθώριο των κοινωνικών αγώνων και των ιδεολογικών διλημμάτων. Η κριτική έχει χαρακτηρίσει και τις δύο αυτές γενιές ως «χαμένες γενιές», είτε γιατί δεν είδαν τελικά τα οράματά τους να πραγματοποιούνται και βίωσαν τη σταδιακή απώλεια της συντροφικότητας (η πρώτη), είτε γιατί δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να συμμετέχουν στη διαμόρφωση της ιστορίας, όπως οι λογοτεχνικοί τους πατέρες, παρά έζησαν στον απόηχο των συνταρακτικών γεγονότων των προηγούμενων δεκαετιών (η δεύτερη). Σε κάθε περίπτωση, μεταξύ των δύο πρώτων μεταπολεμικών γενιών γίνονται φανεροί κάποιοι σημαντικοί κοινοί παρονομαστές, όσον αφορά τη θεματολογία και τους ποιητικούς στόχους, σε σημείο που, κατά τη γνώμη μας, να δικαιολογείται η συστέγασή τους κάτω από τον κοινό όρο «μεταπολεμικότητα» [2].Μετά το ’70, σύμφωνα με τον Αλέξη Ζήρα, «υποβαθμίζεται όλο και περισσότερο το ενοποιό νόημα της ποίησης» [3]. Η γενιά του ’70, «του αντικονφορμισμού» ή «της αμφισβήτησης», υψώνει αρχικά έντονους, καταγγελτικούς τόνους, αμφισβητώντας την υποκρισία της αστικής ηθικής που επικράτησε τόσο στην Ελλάδα, από τη δικτατορία του ’67 και εξής, όσο και στις δυτικές κοινωνίες ευρύτερα, οδηγείται όμως σταδιακά σε ποιητική και ιδεολογική εσωστρέφεια. Οι ποιητές αυτοπεριορίζονται σιγά-σιγά στον ατομικό τους χώρο και στην ενατένιση της προσωπικής και ποιητικής τους περιπέτειας.
Η κάμψη των ιδεολογιών και ο πολιτικός και κοινωνικός εφησυχασμός[4] είναι βέβαια φαινόμενα παγκόσμιας κλίμακας που ωθούν στην εγκατάλειψη των συλλογικών κοινωνικών οραμάτων και στο πέρασμα προς τη μοναχικότητα της γραφής. Στην περίοδο του «ιδιωτικού οράματος» του ’80, οι κλειστοί ορίζοντες, η απομόνωση, ο μονόλογος και η εξομολογητική διάθεση δυσκολεύουν εξαιρετικά την ιχνηλάτηση κοινών χαρακτηριστικών και κοινών θεματικών. Ωστόσο, αυτές οι ίδιες οι εξατομικεύσεις ωθούν στη διαπίστωση μιας γενίκευσης, όπως την προσδιορίζει ο Ηλίας Κεφάλας με το οξύμωρο «ιδιωτικό όραμα», σε αντιδιαστολή προς την ποιητική παρακαταθήκη κυρίως της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Η ποίηση του κλειστού χώρου αυτοπεριορίζεται στα όρια της ατομικότητας. Ο προαναγγελθείς θάνατος της συλλογικότητας έχει προ πολλού επέλθει, ήδη από την ωριμότητα της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, και ο ποιητής δεν μπορεί παρά να αντανακλά πάνω στο ποιητικό σώμα την πραγματικότητα που τον περιβάλλει και, από αυτή την άποψη, την ιστορικότητά του. Αυτή είναι όμως η μοίρα του σύγχρονου ποιητή: να καθρεφτίζει τη δική του αλήθεια, ελπίζοντας πως καθρεφτίζει την αλήθεια έστω και των ελάχιστων. Σ’ έναν κόσμο θραυσμάτων, τα οράματα καταλύονται από την παντοδυναμία μιας ακατανόητης πραγματικότητας που έχει χάσει το «ανθρώπινο» κέντρο της. Τα όποια σημεία αναφοράς προκαλούν δυσπιστία ή δεν διακρίνονται καν μέσα στη χαοτική και στερούμενη νοήματος ιστορία των τελευταίων δεκαετιών. Οι ποιητές στρέφονται αντανακλαστικά σε έναν κατατεμαχισμένο, αποξενωμένο κοινωνικό και καλλιτεχνικό εαυτό για να τον ξανασυνθέσουν και να τον προσδιορίσουν. Η συνάντηση του ατομικού με το συλλογικό γίνεται ολοένα και σπανιότερη και η ποιητική γλώσσα οδεύει προς την ιδιώτευση [5]. Οι ποιητές του ’80 διαπιστώνουν το σύμπτωμα και επικεντρώνονται στη βιωμένη κατάσταση της απομόνωσης και της ατελούς ταυτότητας, μέσα ωστόσο από μια διαρκή δυναμική επιβεβαίωσης και κριτικής της ποιητικής τέχνης.
Έχουν γίνει αρκετές συζητήσεις σχετικά με την ποίηση του ’80: τις επιδιώξεις και την απήχησή της, την περιχαράκωση της ιδιώτευσης και το ναρκισσισμό της, την ποιητικότητα ή τη μη ποιητικότητά της, την κρίση του στίχου και την μετατόπισή του προς το ιδίωμα της καθημερινότητας. Έχει επίσης επισημανθεί μια «αριστοκρατική» αντίληψη περί υψηλής τέχνης και μια «ρομαντική ποιητική-ηθική στάση» [6], από τον Ευριπίδη Γαραντούδη και έχει, πλέον, συζητηθεί αρκετά το αίτημα του Νάσου Βαγενά για «επαναμάγευση του ποιητικού λόγου», για μια «εκ νέου ποιητικοποίηση μιας ποιητικής γλώσσας» [7].
Ωστόσο, αν η γραφή αναδιπλώνεται ή αν διαπερνά τα τείχη του εαυτού και της εξομολόγησης, αυτό είναι βέβαια προσωπική υπόθεση της ελεύθερης υποκειμενικότητας του γράφοντος. Αν η εμπλοκή αφορά περισσότερους του ενός, τότε διαπιστώνουμε μια τάση που αποτυπώνει συγκεκριμένες συνθήκες συλλογικότητας. Τέλος, αν το ποιητικό υλικό φαίνεται αδύναμο να γοητεύσει ή να μαγέψει, ξεπερνώντας την πεζή ευαισθησία του παρόντος, τότε θα πρέπει ίσως να απαγκιστρωθούμε από προγενέστερους ποιητικούς μύθους και να αναγνωρίσουμε τη νέα ευαισθησία της εποχής μας. Ο ποιητής Βαγγέλης Κάσσος αναρωτιέται: «Μήπως τελικά το κατεξοχήν γεγονός είναι η ανθρώπινη ψυχή; Μήπως τα λεγόμενα ιστορικά γεγονότα δεν είναι παρά υποσημειώσεις στην ψυχή; […] Αν υπάρχει ελάχιστο φως στην ανθρώπινη ύπαρξη, αυτό έρχεται από την περιοχή της ψυχής, όπου και το απέραντο σκοτάδι.» [8].
Η «ποιητικότητα» και η συλλογικότητα δεν δρομολογούνται ούτε συνταγολογούνται έξωθεν, προκύπτουν όταν είναι η ώρα τους, με μορφές που μπορεί να ξενίζουν ή να ξαφνιάζουν τον ορίζοντα προσδοκίας μας. Υπήρξε άραγε αρκετά ποιητικός ο Καρυωτάκης με τις ξεχαρβαλωμένες κιθάρες του; Και πόσο μοναχικά συλλογικό αντηχεί σήμερα το ποιητικό ιδίωμα του Σαχτούρη;

Στον παρόντα τόμο Ποιητική Ανθολογία της διεθνούς συνάντησης Ars Poetica 1, φιλοξενούνται ποιήματα έντεκα ποιητών και ποιητριών του ’80: Στέλλιος Καραγιάννης, Λιάνα Σακελλίου, Γιάννης Τζανετάκης, Παντελής Μπουκάλας, Γιώργος Κοζίας, Ηρώ Νικοπούλου, Βαγγέλης Τασιόπουλος, Αντώνης Σκιαθάς, Χλόη Κουτσουμπέλη, Γιάννης Παππάς και Γιώργος Ρούσκας, με χρονολογία γέννησης από το 1956 έως το 1962 [9].
Ο αναπόφευκτα δειγματοληπτικός χαρακτήρας κάθε ανθολόγησης δεν μας επιτρέπει παρά μόνο μια επιπολής ανάδειξη κάποιων κοινών χαρακτηριστικών των ανθολογούμενων ποιημάτων. Σταχυολογούμε τα παρακάτω:
· Ο θάνατος της ποίησης
· Η αντίθεση ποίησης και πραγματικότητας/αλήθειας
· Η ποίηση ως θαύμα, δαίμονας ή ξόρκι
· Ο αποκλεισμός από την τρέχουσα πραγματικότητα
· Ο σκοτεινός, κλειστός χώρος
· Η άρση της επικοινωνίας, ο μονόλογος
· Η ήττα και η αποξένωση της ύπαρξης
· Η τύψη και η ενοχή
· Το συναίσθημα και το βιωμένο γεγονός
· Η ένταση και το ξέφτισμα της ανάμνησης
· Το παρελθόν: η παιδική ηλικία, οι βιολογικοί και λογοτεχνικοί πρόγονοι
· Ο έρωτας, δικαιωμένος ή αδικαίωτος
· Το στιγμιότυπο, το σκηνικό, η «παγωμένη» εικόνα
· Το σύμβολο και η αλληγορία
· Η αξιοποίηση της μετρικής και παραδοσιακών ποιητικών μορφών
· Ο εκφραστικός πλουραλισμός

[1] Ηλίας Κεφάλας, «Η γενιά του ιδιωτικού οράματος», Πρακτικά έκτου συμποσίου ποίησης. Νεοελληνική μεταπολεμική ποίηση (1945-1985), επιμ. Σωκρ. Λ. Σκαρτσής, Γνώση, Αθήνα 1987, σσ. 524-529.
[2] Βλ. και Αλέξης Ζήρας, «Από τη γλώσσα της οργής στην τραυματική γλώσσα. Ποιητές και ποιητικές μετά το ’70», Γενιά του ’70. Εργογραφία των ποιητών – Βασική κριτικογραφία – Αποσπάσματα από κριτικές – Ανθολόγηση ποιημάτων, εισαγωγή Αλέξης Ζήρας, επιμέλεια Δημήτρης Αλεξίου, Όμβρος, Αθήνα 2001, σσ. 10-11.
[3] Αλέξης Ζήρας, ό.π., σ. 12, «[…] μετά το’ 70 υποβαθμίζεται όλο και περισσότερο το ενοποιό νόημα της ποίησης, με ουσιαστικότερη επίπτωση στο πεδίο της γενικότερης πρόσληψής της τη συσπείρωση στον μικρόκοσμο της ιδιώτευσης και την αναδίπλωση.»
[4] Ηλίας Κεφάλας, ό.π., σ. 526.
[5] Βλ. Ηλίας Κεφάλας, «Από τη Γενιά του ’70 στη Γενιά του ’80», Νέα Εστία, τχ. 1875, Δεκέμβριος 2017, σσ. 997-1005. Ο Κεφάλας παρατηρεί ως ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στη γενιά του ’70 και στη γενιά του ’80 το γεγονός ότι «η Γενιά του ’70, ξεκινώντας, διακόνησε τον τελευταίο ομαδικό μύθο, αυτόν της αμφισβήτησης, ενώ στην επόμενη γενιά παρουσιάζεται το καινοφανές της ανυπαρξίας ομαδικών ποιητικών μύθων.», σ. 1004.
[6] Ευριπίδης Γαραντούδης, «Η Γενιά του 1980 ή Γενιά του ιδιωτικού οράματος», Και με τον ήχον των για μια στιγμή επιστρέφουν… Η ελληνική ποίηση τον εικοστό αιώνα. Επίτομη Ανθολογία, ανθολόγηση-πρόλογος Δώρα Μέντη, εισαγωγικά σημειώματα Ευριπίδης Γαραντούδης, Gutenberg, Αθήνα 2016, σσ. 501, 503 αντίστοιχα.
[7] Νάσος Βαγενάς, «Η κρίση του ελεύθερου στίχου», Νέα Εστία, τχ. 1734, Μάιος 2001, σσ. 721-727.
[8] Βαγγέλης Κάσσος, «Σχέδιο για μια ποιητική ego-histoire», http://www.ainigma.net/gr/vangelis-kassos/poihtikh-ego-histoire/

[9] Ποιητική Ανθολογία της διεθνούς συνάντησης/Antologia poética del encuentro internationalé Ars Poetica 1, Πάτρα, Σεπτέμβριος 2018, εκδόσεις Ρώμη.