Scroll Top

Αθώος ή Ένοχος της Ιωάννας Πετρίδου | Γεωργία Παπαλυμπέρη

Υπεύθυνη στήλης | Ιωάννα Πετρίδου

Αθώοι και ένοχοι, παραβάτες, εγκληματίες, ψυχοσικοί, αστυνομικοί και ιδιωτικοί ντετέκτιβ θα είναι οι ήρωες των αδημοσίευτων ιστοριών που θα διαβάζουμε εδώ  κάθε 15 μέρες.

Ιστορίες στο συρτάρι ή αποσπάσματα από μελλοντικά βιβλία ελλήνων συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας.

Αιφνίδιος Κατάπλους

«Γεωργία. Γεωργία». Η φωνή γεμάτη εκνευρισμό και ίσως με μια υποψία φόβου ακούστηκε διαπεραστικά μέσα στην  νυχτερινή ησυχία του σπιτιού.

Η Γεωργία άκουσε το χτύπημα της πόρτας και κάποιον να φωνάζει το όνομα της. Σήκωσε τα σκεπάσματα χαμογελώντας καθώς η φωνή δεν φανέρωνε ότι είχε συμβεί κάτι κακό. Η εποχή που θα έκανε σενάρια για τους πεθαμένους που την καλούν μέσα στην νύχτα έχει περάσει. Κάποτε φοβόταν, τώρα ευχόταν να μπορούσε… Συνάντησε τον Στέφανο νυσταγμένο λίγο πριν φτάσει στην πόρτα. Την ρώτησε κουνώντας το χέρι, ποιος είναι; Και εκείνη του απάντησε σηκώνοντας φρύδια και ώμους σε ένδειξη άγνοιας.

«Άννα!» Η Γεωργία ξαφνιάστηκε βλέποντας την γυναίκα απέναντι της.

«Γεωργία, σε παρακαλώ, το τρελοκόριτσο… κι αν ξυπνήσει ο πατέρας της και καταλάβει ότι δεν έχει έρθει ακόμα, πάει, χάθηκα. Θα μας κρεμάσει και τις δύο. Καταλαβαίνεις, θα μας κάνει μαύρες. Θα γίνουμε ρεζίλι σε όλο το νησί». Η Άννα μιλούσε γρήγορα, νευρικά και φοβισμένα. «Αχ, εσείς τα παιδιά». Είπε κοιτώντας τον Στέφανο.

Η Γεωργία δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβει. Η Άννα είχε κάνει πολλές φορές παράπονα για την κόρη της. Δυστυχώς αρεσκόταν μόνο να κάνει παράπονα και δεν άκουγε κανέναν, όταν πρότειναν λύσεις και τρόπους διαχείρισης.

«Καταλαβαίνεις; Πρέπει να την βρω. Το παλαιοκόριτσο, μου είπε πως θα έβγαινε για λίγο. Δεν θα την βρω; Θα την κλειδώσω μέσα και δεν θα την αφήσω να πάει πουθενά». Η Άννα τράβηξε το χέρι της Γεωργίας για να την ακολουθήσει.

«Περίμενε. Δώσε μου μισό λεπτό να βάλω κάτι επάνω μου». Η Γεωργία εξαφανίστηκε προς το δωμάτιο της και ο Στέφανος προς το δικό του. Δεν θα τις άφηνε να πάνε να ψάξουν μόνες τους.

 «Ωραία, ας χωριστούμε, εγώ λέω να πάω προς την παραλία δίπλα από το λιμάνι». Ο Στέφανος πρότεινε να πάρει το μέρος, όπου πίστευε ότι θα την βρει. «Δεν είναι ωραίο να την δει η μάνα της έτσι».

«Η παραλία, ναι η παραλία. Ας πάμε εκεί». Η Άννα μιλούσε και προχωρούσε γρήγορα. «Αλλά που;»

Ήταν μάταιο για τον Στέφανο να προσπαθήσει να βρει μόνος του την Λία. Το είχε ήδη προτείνει πριν φύγουν από το σπίτι, πρότεινε και τώρα να μην πάνε όλοι μαζί, αλλά η Άννα δεν άκουγε τίποτα. Μπήκε μπροστά γα να τις οδηγήσει στο σημείο της παραλίας, που ήταν πιθανό να βρίσκεται η Λία. Αυτό το μέρος το ήξερε καλά, τόσο κοντά στο λιμάνι και τόσο απόμερο.

«Δεν θα την βρω… Και της το είπα, μην αργήσεις, δεν μπορώ να ακούω την γκρίνια του. Σαν να της είπα, άργησε. Αλλά, θα της τα κόψω εγώ αυτά. Από αύριο θα τα ξεχάσει. Θα την κλειδώσω στο σπίτι και δεν θα ξαναβγει ποτέ. Όταν παντρευτεί, ας κάνει ότι θέλει. …».

Ο Στέφανος και η Γεωργία αφήνανε την Άννα να μιλάει. Ο πρώτος γιατί δεν θεωρούσε ότι έπρεπε να πει κάτι και η δεύτερη γιατί ήξερε ότι ό,τι και να πει ήταν μάταιο.

Ο Στέφανος ήταν ο πρώτος που την είδε όταν αφού κατηφόρισαν προς το λιμάνι πορεύτηκαν αριστερά και σταμάτησε απότομα. Για λίγα δευτερόλεπτα, που του φάνηκαν αιώνας και θα κατηγορούσε τον εαυτό του,  δεν μπόρεσε να κουνηθεί από την θέση του. Με πόδια που τρέμανε, πήγε κοντά της για έναν τυπικό – το ήξερε – έλεγχο των ζωτικών της σημείων. Σήκωσε τα μάτια και είδε τις δύο γυναίκες να κοιτάνε, η Άννα το σώμα και η Γεωργία αυτόν. Της απάντησε με μια δεξιοαριστερόστροφη κίνηση του κεφαλιού του και σηκώνοντας τα φρύδια.

Η Γεωργία, ένοιωσε πρώτα το πάγωμα του Στέφανου και μετά είδε το κορίτσι. Κοίταξε απευθείας το πρόσωπο για να βεβαιωθεί. Το φως του φεγγαριού, σαν ένας προβολέας σε θεατρική σκηνή, την έλουζε άπλετα. «Η τελευταία πράξη ενός έργου, πριν το χειροκρότημα»., σκέφτηκε. Το πρόσωπο της, τα μάτια της ορθάνοικτα, το στόμα της ανοικτό, έδειχνε φοβισμένο. Το σώμα της ανάσκελα με το αριστερό χέρι και το δεξί πόδι λυγισμένα σε αντίθετη φορά από τον κορμό της, το δεξί χέρι και το αριστερό πόδι σε ευθεία γραμμή, ο κορμός της έδειχνε στραβωμένος καθώς το μπλουζάκι είχε μετατοπιστεί και στα ελαφρός ανοικτά πόδια της είχε ριχτεί η φούστα της άτσαλα για να την σκεπάσει.  Γύρισε και κοίταξε την Άννα. Της έπιασε το χέρι. «Άννα» Της είπε μαλακά.

«Έλα, πάμε».

«Που να πάμε, Άννα;»

«Πάμε να ψάξουμε την Λία. Πρέπει να βρω την Λία. Αν ξυπνήσει ο πατέρας της και την ζητήσει, θα έχω ιστορίες. Μου είπε θα πάει μια βόλτα. Δεν θα αργήσει. Άργησε. Πρέπει να την βρω. Γιατί σταματήσαμε; Δεν καταλαβαίνω. Άσε το Στέφανο με την κοπέλα αυτή και πάμε εμείς να βρούμε την Λία». Η Άννα κοιτούσε προς το σημείο από το οποίο είχαν έρθει πριν πεισματικά.

«Άννα, άκουσε με,» η Γεωργία της κράτησε τα χέρια και την ανάγκασε να την κοιτάξει στο πρόσωπο, « λυπάμαι».

«Γιατί λυπάσαι;»

«Αυτή η κοπέλα,… είναι η Λία». Η Γεωργία μίλησε όσο πιο μαλακά και σιγά, αλλά σταθερά μπορούσε.

«Αυτή η κοπέλα δεν είναι η Λία,» η Άννα απέφευγε να κοιτάξει την Γεωργία στο πρόσωπο, «δεν είναι η Λία. Το λες αυτό, γιατί δεν θέλεις να ψάξεις μαζί μου. Θα ψάξω μόνη μου. Ξέρω τι νομίζετε όλοι, ότι δεν μεγαλώνω σωστά το παιδί μου, ότι δεν ξέρω να την κουμαντάρω, ότι η κόρη μου δεν αξίζει». Κοίταξε την Γεωργία κατάματα. «Η κόρη μου αξίζει. Δεν μου έδωσε ο θεός άλλο παιδί, αλλά αυτό το παιδί που μου έδωσε αξίζει τα πάντα. Θα γίνει σπουδαία και εσείς όλοι θα μετανιώσετε που δεν το πιστεύατε». Η Άννα προσπάθησε να φύγει, αλλά η Γεωργία της κράτησε δυνατά τα χέρια. «Άφησε με. Πρέπει να βρω την Λία».

«Την βρήκαμε την Λία. Άννα, ξέρω…».

«Τι ξέρεις; Τίποτα δεν ξέρεις. Εσύ, ξέρεις;» Την κοίταξε με ζήλια και μίσος. «Τίποτα δεν ξέρεις. Έχασες ένα παιδί. Και; Έχεις άλλα δύο. Τι κι αν έχασες ένα…»

Ο Στέφανος, ο οποίος τόση ώρα κοιτούσε στεναχωρημένος τις δύο γυναίκες, ξαφνικά θύμωσε. «Με την ζωή που έκανε, η κόρη σου εκεί θα κατέληγε. Εγώ πάω να φωνάξω την αστυνομία».

Η Γεωργία είδε τον Στέφανο, πληγωμένο και θυμωμένο- όπως μόνο ένας νέος άνθρωπος μπορεί να πληγωθεί και να θυμώσει- να φεύγει γρήγορα. «Έλα, Άννα, πάμε».

«Πάμε να ψάξουμε;»

«Πάμε σπίτι».

«Δεν είναι η Λία αυτή». Τα μάτια της παρακαλούσαν για μια επιβεβαίωση.

«Δεν είναι η Λία αυτή, Άννα. Η Λία δεν είναι πια εδώ». Η Γεωργία την κρατούσε σφικτά από το χέρι καθώς την οδηγούσε προ το σπίτι.

«Η Λία είναι καλό παιδί. Λίγο ατίθαση, αλλά καλό κορίτσι. Και να δεις, θα γίνει σπουδαία, θα κάνει ένα πολύ καλό γάμο. Είναι όμορφή και την θέλουν όλοι. Το νησί θα σκάσει από την ζήλια του. Θα πάρει τον καλύτερο. Θα φύγει για την Αθήνα. Και τότε θα πάρει και εμένα μαζί της. Θα πάψω να σαπίζω σε αυτό το κωλονήσι. Κι εκείνος ας κάνει ότι θέλει. Ας κάτσει μόνος του εδώ. Εξάλλου, μόνο αυτό το νησί αγαπά. Αθήνα…»

Βιογραφικό Ιωάννα Πετρίδου

Βιογραφικό Γεωργία Παπαλυμπέρη