Εισαγωγή
–I–
Κοπεγχάγη, Kronprinsessegade
Στο τώρα…
Τρίτη, 21 Δεκεμβρίου 2021
Ήταν εντέλει αλκοολίκι η όλη φάση. Και ο Σβεν, στα πενήντα δύο του, ήξερε καλά από εθισμούς. Απ’ όλους μάλιστα όσους είχε δοκιμάσει, ο συγκεκριμένος ήταν μάλλον ο πιο ακίνδυνος. Απευθείας από την Αμερική είχε έρθει η συγκεκριμένη μόδα, όπως τόσες και τόσες άλλες, και ο Σβεν είχε πέσει με τα μούτρα από την πρώτη στιγμή. Ήταν άλλωστε ό,τι πιο κοντά μπορούσε να σκεφτεί στον τζόγο που επί χρόνια είχε καθορίσει τη ζωή του. Ή μάλλον, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, είχε γαμήσει τη ζωή του: τα πάντα είχε χάσει. Ό,τι χρήματα δεν του είχαν φάει το χόρτο και τα κάθε λογής χάπια νωρίτερα, είχαν εξανεμιστεί σε παράνομα καζίνο και υπόγειες χαρτοπαικτικές λέσχες. Και μαζί με αυτά είχαν χαθεί και όλα τ’ άλλα. Το σπιτάκι που έγλειφε το νερό, κληρονομιά από τον παππού του, το τροχόσπιτο με το οποίο συνήθιζαν να πηγαίνουν διακοπές με τη Φρέγια -τη Φρέγια με τις υπέροχες κόκκινες κοτσίδες και τις φακίδες που πιτσιλούσαν κάθε ίντσα του διάφανου σχεδόν κορμιού της- και φυσικά τον Νιλς. Που το δικαστήριο του είχε απαγορεύσει να βλέπει πριν κλείσει το παιδί καλά καλά τα τρία χρόνια.
Ένα φορτηγάκι του είχε απομείνει μονάχα. Ένα φορτηγάκι εξίσου διαλυμένο και σακατεμένο με τον ίδιο. Με τσαλακωμένες λαμαρίνες, τζάμια που δεν άνοιγαν, ανύπαρκτη θέρμανση και διαθέσεις περισσότερο ευμετάβλητες και από τον καιρό στην Ταϊλάνδη τον Αύγουστο. Δεν τον πείραζε τον Σβεν κι ας σιχτίριζε σχεδόν καθημερινά μέχρι να πάρει μπροστά. Ήταν το μοναδικό πράγμα που εξακολουθούσε να είναι δικό του. Ίσως γιατί δεν θα το ήθελε κανείς, ακόμα κι αν του το χάριζαν, αυτό όμως δεν είχε καμία σημασία για τον Σβεν. Κάτι ανάλογο ίσχυε άλλωστε και για τον ίδιο.
Και να που τώρα αποδεικνυόταν πως για πρώτη φορά είχε υπάρξει σωστός. Είχε δίκιο που δεν είχε αποχωριστεί το συγκεκριμένο όχημα, που είχε γαντζωθεί πάνω του σαν αν ήταν η ατομική του σανίδα σωτηρίας. Γιατί χωρίς εκείνο, θα ήταν αδύνατον να καταπιαστεί με αυτή τη συγκεκριμένη καινούργια δραστηριότητα. «Storage wars» ονομαζόταν στην Αμερική και υπήρχε μάλιστα και ιδιαίτερα δημοφιλής σχετική εκπομπή, της οποίας ο Σβεν δεν είχε χάσει ούτε επεισόδιο. Τα πράγματα λοιπόν είχαν ως εξής: στην Κοπεγχάγη υπήρχαν σε διάφορα σημεία της πόλης τεράστιοι αποθηκευτικοί χώροι, όπου κανείς μπορούσε να νοικιάσει αποθήκες με τον μήνα ή κάποιες φορές και με τον χρόνο. Οι μισθώσεις αυτές εξυπηρετούνταν συνήθως με πάγιες τραπεζικές εντολές, υπήρχαν όμως πάντοτε και οι περιπτώσεις εκείνες που το ενοίκιο σταματούσε ξαφνικά να καταβάλλεται. Οι λόγοι ήταν πολλοί, ο πιο συνήθης όμως ήταν πως ο ιδιοκτήτης της αποθήκης είχε ήδη αποχωρήσει από τον μάταιο ετούτο κόσμο, ενώ είτε δεν είχε ενημερώσει ποτέ τους συγγενείς και κληρονόμους του για την ύπαρξη του συγκεκριμένου χώρου είτε δεν είχε συγγενείς και κληρονόμους. Ο νόμος λοιπόν όριζε πως η εταιρεία που νοίκιαζε τους εν λόγω χώρους ήταν υποχρεωμένη να στείλει τρεις προειδοποιητικές συστημένες επιστολές στη δηλωμένη από τον μισθωτή διεύθυνση σε διάστημα τριών μηνών. Εάν δεν υπήρχε καμία ανταπόκριση μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα και αν δεν πραγματοποιούταν κάποια καινούρια πληρωμή, τότε… ξεκινούσε το παιχνίδι.
Ήταν από την αρχή παρών στο όλο αυτό πανηγύρι ο Σβεν. Είχε παρευρεθεί στον πρώτο πλειστηριασμό που είχε πραγματοποιηθεί στο ίδιο μάλιστα κτίριο που βρισκόταν και σήμερα, πέντε χρόνια μετά δηλαδή, και είχε νιώσει τον βόμβο του επιταχυνόμενου παλμού του στους κροτάφους του. Είχε κάτι διεγερτικό από μόνη της η όλη διαδικασία, δεν ήταν τυχαίο άλλωστε πως προσέλκυε όλο και περισσότερους «παίκτες», άτομα που δεν πάλευαν με τις εμμονές και τους εθισμούς όπως ο Σβεν. Το σχετικό τελετουργικό λοιπόν ήταν το ακόλουθο: ο εκπρόσωπος της εταιρείας ενοικίασης έσπαγε το λουκέτο της εκάστοτε αποθήκης και σήκωνε με φόρα τη μεταλλική της πτυσσόμενη πόρτα. Για τρία λεπτά -η αντίστροφη μέτρηση ξεκινούσε με το που έσπαγε το λουκέτο- οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να παρατηρήσουν την αλλόκοτη αυτή σπηλιά του Αλή Μπαμπά και να «μετρήσουν» -χωρίς να αγγίξουν το παραμικρό και χωρίς φυσικά να εισέλθουν- την αξία των θησαυρών που μπορεί να έκρυβε αυτή στα σπλάχνα της. Στη συνέχεια, ο διοργανωτής έδινε μια τιμή έναρξης και το παιχνίδι του πλειστηριασμού ξεκινούσε.
Τη λάτρευε ο Σβεν αυτή τη διαδικασία. Την έβλεπε μάλιστα συχνά πυκνά και στον ύπνο του και χαμογελούσε πλατιά. Και η αλήθεια είναι ότι ήταν ιδιαίτερα καλός σε αυτή. Ανήκε στους δυνατούς παίκτες κι ας μην είχε τα απαραίτητα χρήματα στην τσέπη για να υποστηρίξει αυτόν τον τίτλο. Ήταν οξυδερκής όμως. Και πονηρός. Ήξερε να διαβάζει τους αντιπάλους του, να μυρίζει τον φόβο τους, να διαισθάνεται τον παραμικρό δισταγμό, να ξέρει πότε έπρεπε να πιέσει και πόσο, να κερδίζει τις περισσότερες παρτίδες, να μετατρέπεται σε εξαιρετικό παίκτη του πόκερ, εδώ, στις παγωμένες αυτές αποθήκες, περισσότερο απ’ ό,τι είχε υπάρξει ποτέ πάνω στην τσόχα. Δεν είχε πιάσει βέβαια την καλή ακόμα. Όχι, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να μετρήσει ως εξαιρετικό επίτευγμα ένα επιχρυσωμένο κηροπήγιο, ένα σκαλιστό τραπέζι κι ένα φιλντισένιο αγαλματάκι που είχε καταφέρει ως τώρα να μοσχοπουλήσει. Όπως κι αν είχε όμως, ήταν η πρώτη φορά από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, που δεν είχε χασούρα, που κατάφερνε να κρατήσει το ισοζύγιο έστω και οριακά υπέρ του.
Η σημερινή μέρα είχε ξεκινήσει ιδιαίτερα καλά και ο Σβεν ανέκαθεν πίστευε στους καλούς -ή στους κακούς αντίστοιχα- οιωνούς. Το φορτηγάκι του είχε πάρει αμέσως μπροστά, παρά τον απόλυτο παγετό που είχε τυλίξει εδώ και λίγες μέρες την πόλη και την προηγούμενη νύχτα είχε καταφέρει να κοιμηθεί καλά, γεγονός που ουδέποτε υπήρξε δεδομένο. Είχε δει μάλιστα το ίδιο όνειρο, αυτό που τον επισκεπτόταν όλο και πιο συχνά στον ύπνο -αλλά και στον ξύπνο του-, αυτό που βασιζόταν σε αληθινά γεγονότα, τα γεγονότα που προσδοκούσε ο Σβεν και για τον ίδιο. Ένας πλειοδότης στο τηλεοπτικό «Storage Wars» είχε χτυπήσει το απόλυτο τζακ ποτ, είχε τινάξει την μπάνκα στον αέρα. Είχε αγοράσει μια αποθήκη για τετρακόσια δολάρια και μέσα σε μια βαλίτσα είχε βρει έξι εκατομμύρια δολάρια. Δεν είχε κρατήσει εντέλει όλα τα λεφτά βέβαια. Ένας δικηγόρος είχε κάνει την εμφάνισή του λίγο αργότερα, προτείνοντας του εκ μέρους του «ανώνυμου» ιδιοκτήτη να αγοράσει πίσω το περιεχόμενο της αποθήκης για επτακόσιες χιλιάδες δολάρια, ο πλειοδότης όμως είχε αρνηθεί για να συμβιβαστεί εντέλει αργότερα στο ενάμιση εκατομμύριο. Δεν την καταλάβαινε ο Σβεν την κίνηση αυτή. Γιατί να αρκεστείς στο ένα τέταρτο αυτού που δικαιωματικά πια σου ανήκε; Ίσως βέβαια να είχαν πέσει κι άλλα θέματα στο τραπέζι, θέματα που δεν είχαν βγει παραέξω. Ίσως τα χρήματα να ανήκαν στη μαφία ή στο οργανωμένο έγκλημα, ίσως λοιπόν οι επιλογές του εν λόγω «παίκτη» να ήταν περιορισμένες, αν δεν ήθελε να βρεθεί θαμμένος κάπου στην έρημο του Λας Βέγκας. Εδώ όμως δεν ήταν Αμερική. Εδώ ήταν Δανία. Και αν τύχαινε κάτι ανάλογο στον Σβεν, δεν υπήρχε περίπτωση να θυσιάσει ούτε μία κορώνα. Για κανέναν λόγο.
Απόρησε, όταν πάρκαρε το φορτηγάκι του σχεδόν μπροστά στην είσοδο του κτιρίου. Άλλα δύο παρόμοια -σε καλύτερη κατάσταση- οχήματα βρίσκονταν εκεί, πέρα από αυτά όμως τίποτα. Ήταν δυνατόν οι μεγαλοκαρχαρίες του «αθλήματος», αυτοί που ο Σβεν απεχθανόταν με όλο του το είναι καθώς βασίζονταν στο χρήμα και όχι στο μυαλό, να μην είχαν πάρει είδηση την εν λόγω δημοπρασία σε μία από τις πιο παλιές και πιο γνωστές εγκαταστάσεις της Δανίας; Έτριψε τα χέρια του με δύναμη για να τα ζεστάνει -είχαν ξυλιάσει παρά τα χοντρά γάντια που φορούσε- και κοίταξε για λίγο σκεπτικός το συννεφάκι που δημιουργούταν μπροστά του με κάθε του ανάσα. Είχε κρύο. Πολύ κρύο. Η θερμοκρασία είχε αγγίξει τους -8 βαθμούς Κελσίου, στην πραγματικότητα όμως ένιωθες σαν να είχε ξεπεράσει τους -15. Η υγρασία σε συνδυασμό με το έντονο σκοτάδι -ήταν οχτώμιση το πρωί και ο ήλιος ακόμα δεν είχε τολμήσει να εμφανιστεί- έκαναν δύσκολο για τους περισσότερους να εγκαταλείψουν τη ζεστασιά του παπλώματός τους. Σε συνδυασμό μάλιστα με τα Χριστούγεννα που κατέφταναν σε τέσσερις μέρες και το γεγονός πως οι περισσότεροι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν τα χριστουγεννιάτικα δώρα τους, πράγμα δύσκολο, αφού η είσοδος στα μαγαζιά και τα πολυκαταστήματα επιτρεπόταν με το σταγονόμετρο, ίσως να ήταν κατανοητό που οι συνήθεις ύποπτοι δεν ήταν σήμερα εδώ. Τα σχεδόν δύο χρόνια που είχαν περάσει υπό τη δαμόκλειο σπάθη του κορονοϊού και οι δύο αυστηρές καραντίνες που είχε ως επακόλουθό του είχαν φτάσει τον κόσμο στα όριά του.
«Αδερφούλες…», ψιθύρισε υποτιμητικά ο Σβεν και ξαναέβαλε το πακέτο με τα τσιγάρα στην τσέπη του. Μπορεί να πέθαινε αυτή τη στιγμή για λίγη νικοτίνη, δεν ήθελε όμως να παραμείνει ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω στη σκοτεινή παγωνιά. Μπήκε με σταθερά βήματα μέσα στον ψυχρό από τον νέον φωτισμό χώρο και κατευθύνθηκε προς την αποθήκη με τον αριθμό 29, τη μία από τις δύο που θα άνοιγε σήμερα ενώπιων τους. Έριξε ένα λοξό χαμόγελο στην Κατρίνα που βρισκόταν ήδη εκεί και σκέφτηκε ότι ίσως και να προτιμούσε να κρατούσαν εντέλει τους τύπους και να φορούσαν άπαντες την ιατρική τους μάσκα, ο σχετικός όμως νόμος έμενε «εκτός» των συγκεκριμένων εγκαταστάσεων και κανείς δεν έμοιαζε να ενδιαφέρεται γι’ αυτό. Τα χαλασμένα από τη μεθαμφεταμίνη δόντια της Κατρίνα βρίσκονταν λοιπόν για άλλη μια φορά σε πρώτο πλάνο κι ενώ ο Σβεν είχε σκεφτεί πολλές φορές στο παρελθόν να της την πέσει -δεν ήταν άσχημη γκόμενα- το αποτρόπαιο αυτό χαμόγελό της τον έκανε κάθε φορά να το μετανιώνει την τελευταία στιγμή. Να που τώρα όμως εκείνη του ανταπέδιδε τον χαιρετισμό με κάτι που θύμιζε γρύλλισμα. Δεν χαλάλισε ούτε βλέμμα στους άλλους δύο, τα χοντρά δίδυμα αδέρφια που είχε κατατάξει στο μυαλό του σε κατηγορία κατώτερη και από τα πρωτόζωα.