Scroll Top

Αθώος ή Ένοχος της Ιωάννας Πετρίδου | Πέτρος Μάρκαρης “Η Βία της Αποτυχίας”

Υπεύθυνη στήλης | Ιωάννα Πετρίδου

Αθώοι και ένοχοι, παραβάτες, εγκληματίες, ψυχοσικοί, αστυνομικοί και ιδιωτικοί ντετέκτιβ θα είναι οι ήρωες των αδημοσίευτων ιστοριών που θα διαβάζουμε εδώ  κάθε 15 μέρες.

Ιστορίες στο συρτάρι ή αποσπάσματα από μελλοντικά βιβλία ελλήνων συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας.

Απόσπασμα από το 6ο κεφάλαιο του νέου βιβλίου του Πέτρου Μάρκαρη «Η Βία της Αποτυχίας» από τις εκδόσεις Κείμενα που θα κυκλοφορήσει τον Ιούνιο.

6
Πηγαίνουμε στο καθιστικό. Η Κατερίνα ανάβει το κλιματιστικό στο ζεστό, Μόλις καθόμαστε, μπαίνει αμέσως στο θέμα.

«Η γυναίκα του Θεμιστοκλή Ροδάκη, η Δήμητρα Κορτίδου έχει μια επιχείρηση εισαγωγής και εγκατάστασης συστημάτων ασφαλείας σε τράπεζες, επιχειρήσεις, ξενοδοχεία και κατοικίες. Την ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια, όταν ήταν ακόμα παντρεμένη με τον Ροδάκη. Χώρισαν πριν από πέντε χρόνια. Έχουν δυο παιδιά. Ο γιός τους τελειώνει φέτος το λύκειο, ενώ η κόρη τους είναι στη δευτέρα γυμνασίου. Η Κορτίδου ίδρυσε την εταιρία με χρήματα του πατέρα της. Ένα χρόνο μετά το διαζύγιο ο Ροδάκης ισχυρίστηκε ότι η εταιρία είχε δημιουργηθεί από κοινού μαζί του και ζήτησε συμμετοχή στα κέρδη. Η Κορτίδου ήθελε να αποφύγει τις εντάσεις, κυρίως λόγω των παιδιών. Του προτείναμε να μετατρέψει την επιχείρηση από προσωπική σε ετερόρρυθμη και να γίνει ο Ροδάκης ετερόρρυθμος εταίρος με συμμετοχή πέντε στα εκατό στα κέρδη. Εκείνος απέρριψε αμέσως την πρόταση και προχώρησε σε αγωγή, που εκδικάστηκε και την έχασε. Πιστέψαμε ότι είχαμε τελειώσει, αλλά ακολούθησε δεύτερη αγωγή. Αυτή τη φορά ζητούσε να αναλάβει την εποπτεία των παιδιών, με την αιτιολογία ότι η μητέρα ήταν όλη μέρα στην επιχείρηση και δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με τα παιδιά. Η εκδίκαση της αγωγής εκκρεμεί ακόμα. Αυτός είναι και ο κυριότερος λόγος, που η Δήμητρα φοβάται μήπως βρεθεί μπλεγμένη στην δολοφονία.»

Η Αντιγόνη παίρνει αμέσως τον λόγο. «Τα στοιχεία που συγκεντρώσαμε ως τώρα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο φόνος του Ροδάκη διαπράχθηκε από κάποιους νέους γύρω στα είκοσι πέντε. Δεν ξέρω ποια είναι η γνώμη του κυρίου Χαρίτου, αλλά προσωπικά το θεωρώ τελείως απίθανο αυτοί οι νέοι να ήταν επαγγελματίες δολοφόνοι, που τους προσέλαβε η Κορτίδου, για να σκοτώσουν τον τέως σύζυγος της», λέει στην Κατερίνα.

«Η Αντιγόνη έχει δίκιο», επιβεβαιώνω. «Έχω, όμως, και εγώ μια ερώτηση. Ξέρεις, αν ο Ροδάκης συμμετείχε στην οργάνωση της επιχείρησης όσον αφορά τα τεχνικά θέματα και το τεχνικό προσωπικό;»

«Το αποκλείω», μου απαντάει κατηγορηματικά η κόρη μου. «Η Δήμητρα είναι απόφοιτη του Πολυτεχνείου και κατέχει τα τεχνικά. Ο Ροδάκης ήξερε από μαθηματικά και οικονομία. Από τεχνικά είχε μεσάνυχτα.»

Η συζήτηση τελειώνει και έρχεται η πολυπόθητη στιγμή της μετάβασης στο δωμάτιο του εγγονού μου. Ο Λάμπρος έχει πια μεγαλώσει. Κουβεντιάζει μαζί μας και τα κοντομάνικα ελληνικά του ανεβάζουν τη διάθεση ολόκληρης της οικογένειας.

Μόλις με βλέπει να μπαίνω, φωνάζει: «Παππού, παππού» και πετάγεται από την αγκαλιά της γιαγιάς του. Την ίδια στιγμή βλέπει την Αντιγόνη. Αλλάζει αμέσως πορεία, τρέχει σ’ εκείνην και την αγκαλιάζει. Η Αντιγόνη τον σηκώνει και τον φιλάει στα δυο μάγουλα, ενώ εγώ μένω σύξυλος.

«Ξέρεις πώς το λέγαμε αυτό στα νιάτα μας. Σε άφησε μπουκάλα», μου λέει η Αδριανή.

Η Αντιγόνη κοιτάζει τα βιβλία του Λάμπρου, που είναι σκόρπια στο πάτωμα. «Τι βλέπω; Έχει γεμίσει βιβλία;» λέει έκπληκτη.

«Τότε, θα του φέρω κι εγώ ένα πάκο παιδικά βιβλία, που τα βρήκα από τη γιαγιά μου», λέει. Γυρίζει και πηγαίνει προς την πόρτα.

«Πού πας;» τη ρωτάει η Αδριανή.

«Στο σπίτι μου.»

«Δε θα πας πουθενά. Θα μείνεις να φας μαζί μας.»

«Δε γίνεται να μου κάνετε το τραπέζι κάθε φορά που έρχομαι, ακόμα και υπηρεσιακά», διαμαρτύρεται η Αντιγόνη.

«Έχεις να φας;» τη ρωτάω. «Γιατί όλη μέρα ήσουν στην τρεχάλα»

«Κάτι θα βρω στο ψυγείο.»

«Δε χρειάζεται να ψάχνεις το ψυγείο, όταν υπάρχει φαγητό στο σπίτι», της λέει η Κατερίνα. «Εξάλλου, όπου να’ ναι θα έρθει ο Φάνης και θα χαρεί να σε δει.»

Πάνω στην κουβέντα εμφανίζεται ο Φάνης, λες και ήταν μιλημένος. «Για την αφεντιά μου κουβεντιάζατε;» ρωτάει.

«Έλεγα στην Αντιγόνη ότι θα χαρείς να την δεις», του εξηγεί η Κατερίνα.

«Ασφαλώς και χαίρομαι», επιβεβαιώνει ο Φάνης και γυρίζει στην Αντιγόνη. «Τι γίνεται, Αντιγόνη;»

«Τι θες να γίνει, Φάνη;» του απαντάει εκείνη. «Από τη μια πλέω σε πελάγη ευτυχίας, που έχω προϊστάμενο τον πεθερό σου. Από την άλλη, τρέχω με μια υπόθεση που φοβάμαι ότι θα μας τρελάνει.»

«Δε χαίρεσαι; Εκπροσωπείς την Ελλάδα, που είναι ή του ύψους ή του βάθους. Εσύ είσαι τα δυο σε ένα: και του ύψους και του βάθους», της εξηγεί ο Φάνης και βάζουμε τα γέλια.

«Ώρα για φαγητό» δηλώνει η Αδριανή.

Περνάμε στο καθιστικό και καθόμαστε στο τραπέζι με τον εγγονό μου πάνω σε δυο μαξιλάρια. Η Κατερίνα κάθεται δίπλα του, αλλά ο Λάμπρος βάζει τις φωνές. «Αντιγόνη, Αντιγόνη». Προφανώς περιμένει το παραμύθι, όπως κάθε φορά

«Ας καθίσει η Αντιγόνη δίπλα στον Λάμπρο και εγώ θα πάρω τη θέση της», λέει η Αδριανή.

Η Κατερίνα βάζει κρασί στα ποτήρια και σηκώνει το δικό της. Την κοιτάζω έκπληκτος. «Έχουμε κάποιο γιορτή και το’ χα ξεχάσει;» τη ρωτάω.
«Όχι. Θα πιούμε στην υγειά του Φάνη. Πήρε προαγωγή. Έγινε διευθυντής της καρδιολογικής.»

Η Αντιγόνη και εγώ ξεσπάμε σε συγχαρητήρια ενθουσιασμού.

Μόλις καταπίνω την τελευταία γουλιά από τη σούπα, χτυπάει το κινητό της Αντιγόνης. Το βγάζει από την τσέπη της και κοιτάζει την κλήση. «Είναι ο Κόλλιας», μου λέει και μου κόβονται τα πόδια.

Η Αντιγόνη απαντάει στην κλήση και ακούει τον Κόλλια. Δεν τον διακόπτει παρά μόνο με μια ερώτηση: «Πότε το είδε η φρουρά;» Μετά σωπαίνει και συνεχίζει να ακούει. «Ειδοποίησε τη Σήμανση», λέει στον Κόλλια. Κλείνει το τηλέφωνο και με κοιτάζει.

«Η φρουρά του πανεπιστημίου ειδοποίησε τον Κόλλια ότι κάποιοι κόλλησαν στην πίσω είσοδο μια φωτογραφία και από κάτω ένα κείμενο.»

Πετάγεται από τη θέση της. «Πηγαίνω να δω τη φωτογραφία, πριν την ξεκολλήσουν από το σημείο που βρίσκεται και θα σας πάρω τηλέφωνο», μου λέει. Φιλάει τον Λάμπρο, λέει ένα «συγγνώμη που σας αναστάτωσα», στους υπόλοιπους και πηγαίνει στην έξοδο.

Ακολουθεί μια σιωπή, αμηχανίας για την οικογένεια, ταραχής και αδημονίας για μένα.

Τη σιωπή σπάει η Κατερίνα. Πρόκειται για τον Ροδάκη;» με ρωτάει.

«Αυτό υποθέτω, αλλά περιμένω να ακούσω τι θα μου πει η Αντιγόνη.»

«Ο Ροδάκης είναι ο καθηγητής που σκότωσαν χτες πάνω στις συγκρούσεις στο οικονομικό πανεπιστήμιο;» ρωτάει ο Φάνης.

«Ναι. Αυτή τη στιγμή δεν ξέρουμε γιατί τον σκότωσαν. Βρισκόμαστε στο απόλυτο σκοτάδι», του εξηγώ.

Όπως πάντα, η μόνη που δεν ενδιαφέρεται είναι η γυναίκα μου. Έχει αναπληρώσει την Αντιγόνη και ταΐζει τον εγγονό της. Βάζω δυο κολοκυθάκια στο πιάτο μου, αλλά η όρεξη μου έχει πάει περίπατο και τα καταπίνω με δυσκολία.

Το άγχος της αναμονής κρατάει μια ώρα, ώσπου να χτυπήσει το κινητό μου. «Είναι μια ανακοίνωση σε δυο μέρη», με ενημερώνει η Αντιγόνη. «Το πάνω μέρος δείχνει μια φωτογραφία της παλιάς βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Από κάτω έχουν κολλήσει ένα κείμενο από εκτυπωτή. Το διάβασα, αλλά δεν κατάλαβα πολλά πράγματα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το έγραψαν οι δολοφόνοι και εξηγούν γιατί σκότωσαν το Ροδάκη. Θα πάρω αύριο την αδελφή μου, γιατί αυτά που γράφουν εμπίπτουν μάλλον στην ειδικότητα της. Σας στέλνω την ανακοίνωση, μήπως θέλετε να τη διαβάσετε.»

«Θα τη διαβάσω. Αύριο το πρωί έχω μια σύσκεψη με τον αρχηγό και τον υπαρχηγό. Προβλέπω ότι θα ξεμπερδέψω γύρω στις έντεκα. Θα σου έλεγα να κανονίσεις μια συνάντηση με την αδελφή σου, όταν ευκαιρεί, μπας και μας ανοίξει τα μάτια. Φρόντισε μόνο να πάει η ανακοίνωση και στο αρχηγείο.»

Σε λίγο ακούω τον εκνευριστικό ήχο μηνύματος, αλλά δεν ανοίγω το κινητό. Δεν είναι ούτε η κατάλληλη στιγμή, ούτε το κατάλληλο περιβάλλον για να διαβάσω την ανακοίνωση των δολοφόνων. Επιστρέφω στα γεμιστά μου, που στο μεταξύ έχουν κρυώσει.
«Κρίμα που διαλύθηκε η χωροφυλακή. Θα είχες γίνει χωροφύλακας σαν τον πατέρα σου και δε θα έτρεχες από τα ξημερώματα ως τα μεσάνυχτα», σχολιάζει η Αδριανή.

«Αν γινόμουν χωροφύλακας, θα αλώνιζα μέρα-νύχτα βουνά και λαγκάδια. Η γαλήνη της υπαίθρου, όπως την ξέραμε, δεν υπάρχει πια», της εξηγώ.

Ο εγγονός μου κουτουλάει πάνω στο καρεκλάκι του. «Έλα, ήρθε η ώρα για ύπνο», του λέει η Κατερίνα και τον σηκώνει από το καρεκλάκι.

Περιμένω την Αδριανή να μαζέψει το τραπέζι και σηκωνόμαστε. Δεν έχει νόημα να σπαταλάμε τον ύπνο της κόρης μου και του γαμπρού μου. Χωρίζουμε με την ελπίδα ότι την επόμενη φορά θα γλυτώσουμε τα παρατράγουδα.

«Ελπίζω να μην ξενυχτίσεις απόψε», μου λέει η Αδριανή, όταν μπαίνουμε στο Σέατ.

«Όχι. Θα διαβάσω μόνο την ανακοίνωση, γιατί αύριο το πρωί έχω σύσκεψη στο αρχηγείο και θα με ταράξουν στις ερωτήσεις.»

Όταν φτάνουμε στο σπίτι, η Αδριανή πηγαίνει κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα και εγώ στο καθιστικό. Ανοίγω το κινητό και μεγεθύνω τη φωτογραφία, για να διαβάσω την ανακοίνωση.

«Κλείστε τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, ή κάντε την μουσείο. Τα βιβλία που διαθέτει είναι πια αντίκες. Δεν έχουν την παραμικρή πληροφορία για τεχνολογία, οικονομία και διοίκηση επιχειρήσεων. Ποιος ενδιαφέρεται σήμερα για τη φιλοσοφία, τα γράμματα και την ποίηση; Ακόμα και τα μαθηματικά του Αρχιμήδη είναι άχρηστα για την τεχνολογία και τα μαθηματικά που απαιτεί η οικονομία. Οι σημερινές βιβλιοθήκες είναι το κινητό και το Google. Πατάς ένα κουμπί, και δε βγαίνει μια χοντρή, όπως έλεγαν οι παππούδες μας, αλλά η Βικιπαίδεια. Πρέπει να σταματήσουμε αυτούς που καταργούν τη σοφία και βάζουν στη θέση της το Google. Θα φέρουν την καταστροφή. Εμείς κάναμε την αρχή.»

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανακοίνωση είναι των δολοφόνων του Ροδάκη. Κλείνω το κινητό και πηγαίνω για ύπνο. Φοβάμαι ότι θα βγάλω τη νύχτα άγρυπνος με τις σκέψεις να με βασανίζουν. Φαίνεται, όμως, πως η νοστιμιά του τραχανά με νανουρίζει και με παίρνει ο ύπνος.

Βιογραφικό Ιωάννα Πετρίδου

Βιογραφικό Πέτρος Μάρκαρης