Scroll Top

Ελληνική πεζογραφία και φαγητό | της Φανής Κεχαγιά

Υπεύθυνη στήλης | Φανή Κεχαγιά

Πρόσφατα άρθρα
Advertising
single-post-1-banner.jpg

Ελληνική πεζογραφία και φαγητό

Της Φανής Κεχαγιά

Οι διατροφικές συνήθειες είναι στοιχείο του πολιτισμού ενός λαού. Η διατροφή, εν γένει, είναι πολιτισμός και οι συνταγές λένε ιστορίες, κρύβουν σοφία πολλών γενεών. Ειδικά όταν αναφερόμαστε στα τοπικά έθιμα και συνήθειες της Ελλάδας, πάντα περιλαμβάνουμε και μια συνταγή που συνηθιζόταν ή ακόμα συνηθίζεται στον τόπο στον οποίο αναφερόμαστε: Στην Ήπειρο είναι οι πίτες, στα Επτάνησα η παστιτσάδα, στη Κρήτη τα σκαλτσούνια, οι κοχλιοί, το γαμοπίλαφο και το αρνάκι με σταμναγκάθι, στις Κυκλάδες τα ψάρια, η καπαροσαλάτα και οι ντοματοκεφτέδες, στη Στερεά Ελλάδα τα σουβλιστά και ψητά κρέατα, στη Θράκη τα τουρσιά, ο καβουρμάς, και πάει λέγοντας. Στην Ελλάδα, ανέκαθεν, όταν οι μανάδες και οι γιαγιάδες μπαίνουν στη κουζίνα να παρασκευάσουν ένα γεύμα, στόχος δεν είναι απλώς να χορτάσουν την πείνα, αλλά να δείξουν ότι νοιάζονται. Η προετοιμασία του φαγητού είναι διαχρονικά ένα μέσο για να δείξουμε την αγάπη μας, συνεπώς, πέρα από δείκτης πολιτισμού, το φαγητό λειτουργεί και ως συναισθηματικό θερμόμετρο.

Εκτός –ή εξαιτίας– των όσων αναφέρθηκαν, το φαγητό αναδεικνύεται και ως σημαντικό λογοτεχνικό εργαλείο, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την έντονη παρουσία του σε ένα ευρύ λογοτεχνικό φάσμα. Ειδικότερα στη νεοελληνική πεζογραφία, φαίνεται να παίζει ιδιαίτερο ρόλο, συχνά καίριο για την ατμόσφαιρα του βιβλίου, άλλοτε μάλιστα μέχρι και κομβικό για την πλοκή (κάτι ανάλογο εντοπίζεται και σε άλλες «εθνικές» λογοτεχνίες, βέβαια). Η ελληνική πεζογραφία συχνά αναφέρεται στο φαγητό που αποτελεί καίριο συστατικό της κουλτούρας μας, ανασύρει μνήμες γεύσης και καταγράφει στιγμιότυπα από γεύματα και γιορτινά τραπεζώματα, περιγράφει πλούσιους αστικούς μπουφέδες και ταπεινά ταβερνάκια σε φτωχογειτονιές, συνδέει τον έρωτα, τον πόλεμο, την ξενιτιά, τη χαρά και τη λύπη με το φαγητό – είτε αυτό είναι η μαγειρίτσα στο αναστάσιμο οικογενειακό τραπέζι είτε το ψωμοτύρι του εργένη.

Κατά την Anne LeCroy, το φαγητό που πλέκεται έντεχνα στη μυθοπλασία συμβάλλει στην ανάδειξη των χαρακτήρων, στην προώθηση της πλοκής και στη δημιουργία του κατάλληλου σκηνικού. Είναι, με άλλα λόγια, ένα λογοτεχνικό εργαλείο που μπορεί να δημιουργήσει σκηνικό, να χτίσει έναν κόσμο, να προσδιορίσει μια προσωπικότητα ή μία κοινωνική τάξη. Και, παρότι θα άξιζε να γίνει μια μονογραφία για τον ρόλο του φαγητού στο όλον της ελληνικής πεζογραφίας (ατμόσφαιρα, ανάπτυγμα πλοκής, ιδιοσυγκρασία χαρακτήρων), αξίζει επίσης να επιχειρηθούν κάποιες –έστω, αποσπασματικές και δειγματοληπτικές– αναφορές.

«Την άλλη μέρα ξύπνησε πρωί, πλύθηκε, ντύθηκε άρπαξε μια φέτα βουτυρωμένο ψωμί και χύθηκε στους δρόμους» διαβάζουμε στο διήγημα «Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας» του Μένη Κουμανταρέα (Τα μηχανάκια, 1980). «Η γιαγιά μάς μάζευε με πατάτες γιαχνί. Μοσκοβόλαγε ο τόπος», γράφει ο Σωτήρης Δημητρίου στο διήγημά του «Πάσχα τ’ Απρίλη» (Η φλέβα του λαιμού, 1999). «Μα σαν μπήκανε στο χωριό του δάσους, οι γυναίκες […] τούς φέρανε ζεστό σπιτίσιο τραχανά και φάγανε», διαβάζουμε στη Γαλήνη του Ηλία Βενέζη (1939). Λέει ο Καραγκιόζης στον φίλο του το Χατζηαβάτη, στο έργο του καραγκιοζοπαίχτη Αντώνη Μόλλα «Το χάνι του Μπαρμπαγιώργου»: «Μόλις πήγα, με είδε η θεια-Γεωργούλα και με λυπήθηκε, που είχα αλληθωρίσει από την πείνα, και μου γιόμισε μια τσανάκα στιφάδο, που μοσχοβόλαγε, Χατζατζάρη μου. Μόλις λοιπόν κάθισα κι έκοψα κάτι κομμάτες ψωμί μέσα, γιατί μου ’χε φέρει ένα καρβέλι σπιτίσιο μπροστά μου». Ως «Μια φετάρα ψωμί βουτηγμένη στο λάδι, με ρίγανη και αλάτι χοντρό μπόλικο από πάνω», περιγράφει το ιδανικό έδεσμα ο Διαμαντής Αξιώτης στο Ξόβεργα με μέλι (1994). Στη Σύμη της Αστραδενής της Ευγενίας Φακίνου (1999), οι γυναίκες συναντιόντουσαν τ’ απογεύματα, για «Να καθαρίσουν τ’ αμύγδαλα, να ξεσποριάσουν τη φακή ή τα φασόλια, να ετοιμάσουν τα κουλουράκια ή ν’ ανοίξουν χυλοπίτες». Στα μυθιστορήματα που αναφέρονται στη Σμύρνη, το φαγητό παίζει επίσης σημαντικό ρόλο. «Η κυρία Ευανθία σέρβιρε ένα μυρωδάτο μουσακά και σουλήνες παραγεμιστές», διαβάζουμε στο Οι νεκροί περιμένουν της Διδώς Σωτηρίου (1959).

Και, φυσικά, δεν μπορούμε να παραλείψουμε τη Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου (1962), βιβλίο διαποτισμένο σε τέτοιον βαθμό με συνταγές και μαγειρική και τραπεζώματα, ώστε το φαγητό να αναδεικνύεται ως ένας από τους πρωταγωνιστές του. Μερικά αποσπάσματα: «ο Ταρνανάς ακούμπησε μπροστά στη Λωξάντρα τη μεγάλη πιατέλα με τις μελιτζάνες. Λαδερές μελιτζάνες, παραγεμιστές και μέσα μπόλικα κουκουνάρια και σταφίδες» και «“Κοίταξε μη χορτάσεις μ’ αυτό”, του λέει η Λωξάντρα εμπιστευτικά στ’ αυτί και του σφαλνά το μάτι. “Έχω και ορτύκια”». Ακόμη, «η Αγαθώ στα Ταταύλα είχε σπανάκι με το ρύζι» ή «Χάρηκε η Λωξάντρα όταν στο γυρισμό βρήκε κότα βραστή και από πάνω μαλεμπί» ή «Παραμονή της Παναγίας, η Λωξάντρα πήρε παπάκια να ψήσει με τις μπάμιες και, παρ’ όλη της την κούραση, κατέβηκε μόνη της στην κουζίνα να τα καψαλίσει» και «Βάλε μπόλικο κρεμμύδι στον γιαλαντζί ντολμά για να κάνεις τον ντολμά νόστιμο, όμως ρίξε μέσα και δυόσμο για να τον κάνεις χωνευτικό». Πανέξυπνη, στοργική, αλλά και χαρισματική μαγείρισσα η Λωξάνδρα, αστείρευτη σε μαγειρικά μυστικά και συμβουλές: «Τη σαρδέλα καλά να τη λαδώσεις πρέπει και μετά πάνω σε κληματόφυλλα να την ψήσεις – όλα εγώ θα σε τα λέω;» Στο μυθιστόρημα, ζωντανεύει η πολίτικη κουζίνα, αλλά παράλληλα αναδεικνύεται και ο ρόλος του φαγητού σε κάθε κοινωνική εκδήλωση ή περίσταση – συνδέεται ακόμη και με τον θάνατο, αφού η Λωξάντρα τρώει τα ντολμαδάκια της πλάι στους τάφους των αγαπημένων της.

Ο Η. Παπαδημητρακόπουλος, στο κεφάλαιο «Γκιουβέτσια και άλλα στον Παπαδιαμάντη» («Επί Πτίλων Αύρας Νυκτερινής» – Πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη, 1992), αναφέρεται στα γεύματα διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, επισημαίνοντας τις –με τρυφερότητα– επίμονες αναφορές σε φαγητά: «άγρια λάχανα, τυρόπιττες, περσικό πιλάφι, σούβλες, νεφραμιές, γουρουνοπούλες, χοιρίδιον παραγεμιστόν, σπληνάντερα, κοκορέτσι, χέλι ψητόν μετά φύλλων δάφνης στη σούβλα, τρυφερά ερίφια, κρίταμα, αρμυρήθραι, τουλουμοτύρια, εχίνοι και οστρείδια, αστακοί μαγειρευτοί με μάραθα, πετροκάβουρα, παγούρια εύχυμα, κογχύλια, γωβιοί, λάχανα θαλασσινά, μοσχάτος οίνος, μαστίχαι, ρούμι, ρακή, μπακλαβάδες, τρίγωνα, χαμαλιά, τηγανίτες, φουσκάκια, πετμέζι, ξηρά σύκα, και τόσα άλλα χάδια της κοιλιάς, πάνε και έρχονται στις σελίδες των μυθιστοριών του».

Ενδεικτικά «παπαδιαμαντικά» αποσπάσματα με γαστρονομικές αναφορές: «Με μισή αστακοουρά, με κανέν καπνιστό κεφαλόπουλο της λίμνης, με ολίγον αυγοτάραχον, μ’ ένα έγχελυν αλατισμένον, όλα προϊόντα της μικράς ωραίας νήσου, ο μπάρμπ’-Αλέξης έκαμνε τη δουλειά του» («Ο Πανταρώτας»)· «Ετύλιξεν εις χαρτιά δύο ή τρία ξηροχτάποδα, και, μικρόν κυτίον το εγέμισεν ισχάδας και μεγαλόρραγας σταφίδας… εφιλοτιμήθησαν να σφάξωσι και ψήσωσι δύο τρυφερά ερίφια, ενώ οι δύο υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα» («Στο Χριστό στο Κάστρο»)· «παρηκολούθουν με βλέμμα θωπευτόν το ολονέν ροδίζον αρνί εις την σούβλαν, περιμένοντες όσον ούπω ν απολαύσωσιν ως “προφταστήρα” το ορεκτικόν κοκορέτσι» («Στην Αγ’ Αναστασά»)· «ήρχισε να το τσιγαρίζη δια να κάμη το σύνηθες εις τους γάμους περσικόν πιλάφι, ενώ επί της άλλης, ευθύς ως έγινεν ανθρακιά, έτεινε παραλλήλους δύο σούβλας με δύο άλλα σφαχτά. Κύπτων επί των δύο πυρών, με την μία χείρα εγύριζε την σούβλαν, με την άλλην εχειρίζετο την τεραστίαν κουτάλαν, δι’ης ανεκάτωνε κ’ ετσιγάριζε το κρέας με τα κρόμμυα» («Οι Ελαφροΐσκιωτοι»)· «έφθασε μέγα πήλινο γκιουβέτσι με χασάπικους μεζέδες, σπληνάντερο και κοιλίτσες και καρδιές, μετά παχείας βορβορόχρου σάλτσας» («Οι χαλασοχώρηδες»)· «δια του βλέμματος θωπεύοντα την μεγάλην χύτραν, με τα καλομαγειρευμένα με ικανόν ευώδες έλαιον φασόλια, και με άφθονον κόκκινην πιπεριάν» («Ολόγυρα στη λίμνη»).

Ξεχωριστή μνεία αξίζει να γίνει στην ιδιαίτερη αγάπη του Παπαδιαμάντη για το γκιουβέτσι, πιθανόν επειδή, κατά τον Η. Παπαδημητρακόπουλο, «είναι το φαγητό των μοναχικών και, κατ’ επέκτασιν, των ελεύθερων ατόμων, δεν αποτελεί έδεσμα της οικογενειακής εστίας, αλλά φαγητό της ταβέρνας, της ανδρικής παρέας, του πότη. Τα υλικά του είναι στοιχειώδη (ζυμαρικά και λίγο λαδάκι σε ένα πήλινο σκεύος), η παρασκευή του απλούστατη (μπορεί να ετοιμασθεί στο άψε-σβήσε από τον φούρναρη ή και –σπανίως– τον χασάπη, οπότε και το συνοδεύει βορβορόχρους σάλτσα), η γεύση του εξαίρετη». Μερικά αποσπάσματα: «είχον μεγάλην κλίσιν εις τα γκιουβέτσια, τα οποία παρήγγελλον εις τον γειτονικόν φούρνον με μακαρόνια πολύ χονδρά, ραβδωτά, τα οποία τινές ονομάζουσι, δεν ειξεύρω διατί, σέλινα» («Αντίκτυπος του νου»)»· «Ο ένας από αυτούς έβαλλε γκιουβέτσι κάθε βράδυ. Οι άλλοι έτρωγαν. Ήτον λοταρτζής κ’ εκέρδιζε δέκα ή δεκαπέντε δραχμάς την ημέραν. Τι να τας κάμη; Τους έβαλλε γκιουβέτσι και τους εφίλευε» («Ξεπεσμένος Δερβίσης»). Τέλος, στο διήγημα «Κακόμης» έχουμε την πλήρη ταυτότητα του φαγητού. Ο ήρωας, ο Αποστόλης ο Κακόμης, τρέφεται αποκλειστικά με γκιουβέτσι που το τρώει κάθε μεσημέρι ζεστό ζεστό, δίπλα στον φούρνο όπου του το ετοιμάζουν. Τις ημέρες της νηστείας το παρασκευάζει σαρακοστιανόν και γλιτώνει τα έξοδα για το λαδάκι. Έτσι, όπως επισημαίνει ο Η. Παπαδημητρακόπουλος, το γκιουβέτσι αποκτά τέτοια αφηγηματική σημασία, ώστε αποτελεί το δραματικό ισοδύναμο του ήρωα, αφού χωρίς την καθημερινή λειτουργία (σχεδόν τελετουργία) του γκιουβετσιού ο ήρωας είναι αδύνατον να υπάρξει.

Κατόπιν, στο μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου Γιάντες (1996), ντομάτες, μαϊντανός, ελιές, ρύζι, ζαφορά και συστατικά της μεσογειακής κουζίνας προσωποποιούνται και γίνονται αφηγητές οικογενειακών στιγμών των μελών της οικογένειας. Με χιούμορ τα κεφτεδάκια περιγράφουν γενέθλια, με ειρωνική διάθεση ο μαϊντανός λέει μια ιστορία, η ζαφορά αναφέρεται στο χάσμα των σχέσεων Ειρήνης – Περικλή, το κολοκύθι αναφέρεται στις παράξενες συμπεριφορές της Διονυσίας, απορεί η ντομάτα για τη ζωή του σεφ Στέφανου. Στο μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου Για να δει τη θάλασσα (2010), η ηρωίδα δεν θυμάται ποια είναι, θυμάται όμως να μαγειρεύει και, στην κουζίνα ενός ταβερνείου του Κολωνού, ανάμεσα σε μυρωδιές μπαχαρικών και συνταγές ξεχασμένων φαγητών, προσπαθεί να πυροδοτήσει τις αναμνήσεις της και να ξαναβρεί τη βιωματική της μνήμη.

Ως θρυαλλίδα βιωματικής μνήμης λειτουργεί το φαγητό και στα Πρωτοβρόχια του Σπύρου Κιοσσέ (2022), όπου ο αφηγητής-παιδί παραδέχεται: «Τρελαίνομαι για τσουρέκι […]. Το βουτάω στο γάλα κι έτσι μαλακό το αφήνω να κυλήσει αργά, σχεδόν αμάσητο στον λαιμό μου. Μια γλυκιά μείξη γαλατίλας και κακάου, μαζί με το μαχλέπι και τη μαστίχα, που τη βάζει η μαμά άφθονη στη ζύμη…» και: «Τον προτιμούσε κρασάτο [τον κόκορα] με κοφτό μακαρονάκι και μπόλικη σάλτσα, να βουτάει το ψωμί και να καταπίνει με λαιμαργία μακαρόνια». Διάσπαρτες σε όλο το βιβλίο οι αναφορές στο φαγητό. Σε συνάρτηση με την οικογενειακή, βαλσαμική καθημερινότητα, δομούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αγκαλιάζουν και εμποτίζουν τις σχέσεις, συχνά λειτουργώντας ως προκάλυμμα σκέψεων και συναισθημάτων: «Η γιαγιά […] μυρίζει κρεμμύδι και φασολάκια, αλλά πιο πολύ μυρίζει γιαγιά»· «Η μαμά είχε πάει στον φούρνο να μου αγοράσει κουλούρα με το σουσάμι που μου αρέσει»· «Η μαμά τηγάνιζε κι αυγά μάτια για τον μπαμπά […] είχε κέικ, το έφερε μόλις στο τραπέζι η μαμά, και λίγη τυρόπιτα». Άλλες σκόρπιες αναφορές: «Ο μπαμπάς τρώει φακές από χθες»· «Το βράδυ φάγαμε μουσακά»· «Οι γυναίκες έκαναν γλυκά, πίτες, λαλαγγίτες. Η Λένκω έφτιαξε τον περίφημο χαλβά της, τον έφτιαχνε πάνω στον ταβλά, ένα μακρόστενο ξύλο». Σε μια άλλη ιστορία, οι μαμάδες, όπως οι γυναίκες στη Σύμη της Αστραδενής, μαζεύονται όλες μαζί τη Μεγάλη Πέμπτη, ζυμώνουν και πλάθουν τσουρέκια σε πλεξούδες, «Βάζουν κι αμύγδαλα από πάνω και τα αλείφουν με λιωμένη φυτίνη».

Η εμπλοκή της γεύσης στη λογοτεχνία –ίσως και την τέχνη γενικότερα– έχει να κάνει με το γεγονός ότι το φαγητό αποτελεί διεργασία που λαμβάνει χώρα από το ξεκίνημα της ανθρώπινης ζωής, με αποτέλεσμα να συνδέεται με τις μνήμες, ακόμα από τα παιδικά μας χρόνια. Τα γεύματα συγκεντρώνουν τους ανθρώπους γύρω από το τραπέζι, αποτελούν κοινωνικές δραστηριότητες, κατ’ επέκταση συνοδεύονται από ανταλλαγή απόψεων και συναισθημάτων προσφέροντας δημιουργικά λογοτεχνικά ερεθίσματα στους συγγραφείς. Κοινωνική δραστηριότητα είναι όμως τα γεύματα και για τους χαρακτήρες των πεζογραφικών έργων, οι οποίοι έρχονται κοντά μεταξύ τους, κουβεντιάζουν και αλληλεπιδρούν, οπότε γαστρονομιικές περιστάσεις αξιοποιούνται συχνά από τους Έλληνες πεζογράφους για να παρουσιαστούν διάφορα χαρακτηριστικά, αφού η τροφή και η κατανάλωσή της λειτουργούν ως πολύπλευροι συμβολισμοί. Δηλαδή, το φαγητό στην πεζογραφία δεν είναι κάτι που απλώς καταναλώνεται λόγω βιολογικής ανάγκης, αλλά συχνά αποτελεί μέσο για να αναδειχθεί κάτι άλλο, αντανακλώντας πλούτο ή φτώχεια (συχνά ως μέσο κοινωνικής κριτικής, για να αναδείξει τη φτώχεια των κατώτερων στρωμάτων ή τις συνήθειες, τα ταμπού και τις παραξενιές των ανώτερων τάξεων), πολιτισμικές διαφορές, το αίσθημα του ανήκειν, το στάτους, την ταυτότητα, το φύλο κ.ά. Όταν οι συγγραφείς αναφέρονται στο φαγητό, τις περισσότερες φορές αυτό σχετίζεται άρρηκτα με την αφήγηση, την πλοκή ή το ανάγλυφο του ήρωα.

Επιλογικά, αξίζει να αναφερθεί ότι οι αναφορές για τον ρόλο του φαγητού στην ελληνική λογοτεχνία εκκινούν από τα ομηρικά έπη και, εφεξής, τόσο οι τοπικές συνταγές όσο και τα κοινωνικά τραπεζώματα ενθυλακώνονται στην ελληνική πεζογραφία ως αναπόσπαστο και ενίοτε κομβικό στοιχείο του λογοτεχνικού σύμπαντος και αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ατμόσφαιρα ελληνικότητας». Άλλωστε, το φαγητό καθαυτό διεκδικεί ολοένα και μεγαλύτερη παρουσία στον χώρο του βιβλίου, πράγμα που έχει οδηγήσει στην ανάδυση της «γαστρονομικής λογοτεχνίας», ενός αυτόνομου λογοτεχνικού είδους που κερδίζει σταθερά έδαφος από το 1990 κι έπειτα.

Πηγές

Δημητρίου, Σ. Η φλέβα του λαιμού. Πατάκης, Αθήνα 1999.

Κιοσσές, Σ. Τα πρωτοβρόχια. Μεταίχμιο, Αθήνα 2022.

Κουμανταρέας, Μ. Τα μηχανάκια, Κέδρος, Αθήνα 1980.

Μιχαλοπούλου, Α. Γιάντες. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1996.

Παπαδημητρακόπουλος, Η. «Επί Πτίλων Αύρας Νυκτερινής» – Πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη. Νεφέλη, Αθήνα 1992.

Φακίνου, Ε. Αστραδενή, Κέδρος, Αθήνα 1999.

LeCroy, Anne. “Cookery Literature – Or Literary Cookery” στο Cooking by the book: food in Literature and Culture. Επιμέλεια Mary Anne Schofield, 7-24. Bowling Green, Ohio: Popular Press 1, 1989. Στο Τσιώρη Δήμητρα (2019 Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) Το φαγητό στην ελληνική παιδική λογοτεχνία: (1988 – 2015) (ekt.gr), 19. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2024.

 https://diatrofi-5lyknsm.blogspot.com/p/blog-page_85.html?m=1. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2024.

https://www.tempo.gr/texnes-theamata/logotexnia/21419-logotexnia-kai-gastronomia. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2024.

Ιστολόγιο e-twinning Γυμνασίου Κριεζών » Αρχεία Ιστολογίου » ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (19ος – 20ος αι.) – LA NOURRITURE DANS LA LITTERATURE GRECQUE (19-20 siecle) (sch.gr). Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2024.

Βιογραφικό Φανή Κεχαγιά