Ecce Eros
Όταν άκουσε το κουδούνι, δεν ανησύχησε αμέσως. Έκλεισε όμως τη βρύση και με τη σαπουνάδα στα μάτια αφουγκράστηκε. Ο ήχος του κλειδιού στην κλειδαρότρυπα στερεοφωνικός. Η γροθιά πάνω στην εξώπορτα υπόκωφη. Από τη χαραμάδα της μισόκλειστης πόρτας, τον είδε χλωμό και πανικοβλημένο ν’ ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος φορώντας το γκρίζο μπουρνούζι που του είχε χαρίσει ενώ ταυτόχρονα έκλεινε προσεκτικά την πόρτα του μπάνιου χωρίς καν να της μιλήσει ή να την κοιτάξει. Είχε προλάβει να φορέσει το μπουρνούζι του, αλλά μάζεψε τα ρούχα τους από το πάτωμα; Τα μαύρα δαντελένια εσώρουχα και το λευκό κιμονό που της είχε χαρίσει; Έριξε το πάπλωμα πάνω στο κρεβάτι; Κι αν ναι, κρύβεται ο έρωτας;
Ήταν έρωτας. Και αμοιβαίος. Δεν είχε καμιά αμφιβολία. Με τις εξουθενωτικές αναμονές και την αφόρητη ερημιά της απουσίας. Δέχτηκε τη διπλή ζωή του, πειθάρχησε τη ζήλεια της, προσαρμόστηκε στους ρυθμούς του. Όσο γι` αυτόν, ζούσε με το άγχος της αποκάλυψης και του γκρεμίσματος της σκαλωσιάς που είχε στήσει γύρω από το ετοιμόρροπο οικοδόμημα της ζωής του. Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να κρατήσει ισορροπία.
Ήταν ρομαντική ιστορία παρόλο τον ορθολογισμό της και τον διχασμό του. Πρόκληση τολμηρή στην αποκλειστικότητα που απαιτεί ο έρωτας. Αυτή βέβαια φρόντιζε να είναι διακριτική με τα, εξ` ανάγκης, φλερτ της. Η δική της σκαλωσιά. Αυτός ήταν αδιάλλακτος Οθέλλος. Κάποιος από τους δύο έπρεπε να υποχωρήσει. Η συνάντησή τους πριν εφτά χρόνια σ` ένα καράβι που έπλεε προς τη Νάξο ήταν μοναδική. Είχαν ξεχωρίσει ο ένας τον άλλον, αλληλοαναγνωρίστηκαν. Και οι δύο συνοδευμένοι, αλλά κατάφερναν να βρίσκονται το χάραμα στην έρημη πλαζ. Οι πρώτες αυγές τους. Όταν έφυγε πρώτος, κι έπρεπε να περιμένει το τέλος των διακοπών για να τον ξαναδεί, θυμήθηκε την Αριάδνη.
Μόνο αν θα σε δει με τα μάτια της δεν θα σε συγχωρήσει, του έλεγε, για να τον καθησυχάσει και θεωρούσε ότι αυτό δεν θα συνέβαινε. Ποιος, εκτός από αυτήν βέβαια που ξεπερνούσε τα πάντα, θα μπορούσε να ξεπεράσει το σοκ του αυτόπτη μάρτυρα; Είχε έρθει, φαίνεται, το πλήρωμα του χρόνου.
Τελείωσε το ντουζ σαν να μην υπήρχαν κλάματα και οδυρμοί στο διπλανό δωμάτιο. Μετά σιγή. Περίμενε από λεπτό σε λεπτό ν` ανοίξει η πόρτα του μπάνιου και ν` αντικρύσει τη γυναίκα της Νάξου, αλλά καρφίτσα δεν έπεφτε στην γκαρσονιέρα. Δύο βήματα τη χώριζαν από το ντρέσιγκ που είχε τα ρούχα της. Τυλίχτηκε με την πετσέτα κι αποφάσισε την έξοδο. Ούτε Μεσολόγγι να ήτανε. Με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα, μπήκε στο ευρύχωρο ντρέσιγκ που είχε θεωρήσει χάσιμο χώρου την πρώτη φορά που βρέθηκαν σ` αυτό το διαμέρισμα. Ευπρεπώς vτυμένη, ένα βήμα την χώριζε από την εξώπορτα. Την άνοιξε λέγοντας στον εαυτό της ότι δεν θα κοιτάξει πίσω αν δεν την σταματήσουν. Σαν την γυναίκα του Λωτ, όμως κοίταξε. Εκείνη καθόταν στην άκρη του κρεβατιού κι αυτός ήταν γονατισμένος στο χαλί με το κεφάλι του στην αγκαλιά της και το κεφάλι της πάνω στο δικό του. Έκλεισε προσεκτικά πίσω της την πόρτα ακούγοντας στο μυαλό της εκείνο το κομμάτι του Σοπέν που μοιάζει με προσευχή.