Πού πας κοπέλα μου;
Για τη κυρία Γεωργία
Η κυρία Ασπασία ήταν η πιο αγαπημένη φίλη της μητέρας της. Η μαμά της είχε πολλές φίλες και ήταν εξαιρετικά δημοφιλής και έτοιμη για κάθε θυσία γι’ αυτές, αλλά ταυτόχρονα πολύ απαιτητική και όχι πάντα πιστή.
Της άρεσε η κυρία Ασπασία περισσότερο από όλες τις άλλες, όχι μόνο για το ότι στάθηκε δίπλα στη μαμά της μέχρι το τέλος, αλλά και για τις εγγενείς της αρετές. Ήταν άτυχη στη ζωή της –φτωχή οικογένεια, προβληματικός άντρας, πρόωρη ανεργία– αλλά η εξυπνάδα, η εργατικότητα και η ανθρωπιά της την βοήθησαν να επιζήσει. Ήταν αυτή που η μαμά της στο κρεβάτι του νοσοκομείου, στις τελευταίες μέρες της ζωής της, φώναζε μια ολόκληρη νύχτα, όταν μόνο μια νοσοκόμα ήταν δίπλα της. Το επόμενο πρωί, η νοσοκόμα τους ρώτησε ποια ήταν αυτή η Ασπασία.
Ήταν αυτή που μπροστά στο ανοιχτό φέρετρο της μαμάς της με βαθυστόχαστο βλέμμα και φωνή χρωματισμένη από μια αποστασιοποιημένη μελαγχολία ρώτησε τη φίλη της, «Πού πας κοπέλα μου;» σαν να έκανε μια ύστατη προσπάθεια να την προστατεύσει από την αμυαλιά της, σαν να οραματίστηκε το nunc stans που διέσχιζε η μαμά της.
Ταραγμένη από την αναπάντεχη ερώτηση της κυρία Ασπασίας, θυμήθηκε ξαφνικά το αίτημα της πριν από μερικά χρόνια, όταν έμαθε ότι εξέδωσε ένα μυθιστόρημα. Προς μεγάλη της έκπληξη, γιατί ούτε η μαμά της ούτε η κυρία Ασπασία διάβαζαν βιβλία, το διάβασαν. Η κυρία Ασπασία της ζήτησε να γράψει την ιστορία της, ιστορία αγάπης και προδοσίας, αλλά κυρίως αναζήτησης του μωρού της, κοριτσάκι ήταν, που έδωσε για υιοθεσία αμέσως μετά τη γέννηση του. Ο γιατρός που την είχε πείσει να το κάνει είχε πεθάνει, το ίδιο και η μαμή, και δεν υπήρχε κανένα ίχνος της υιοθεσίας.
Ήταν δεκαεπτά όταν ταυτόχρονα ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος και ότι ο άντρας που της ζήτησε να παντρευτούν ήταν ήδη παντρεμένος με παιδιά και μόλις το έμαθε εξαφανίστηκε.
Κατάλαβε ότι η κυρία Ασπασία ακόμα δεν είχε ακόμα επεξεργαστεί τα γεγονότα πάνω στα οποία δεν είχε κανένα έλεγχο, ότι σε κάποιο μέρος του μυαλού της διαδραματίζονταν σαν να ήταν χθες. Τη συγκίνησε το δράμα που παιζόταν σιωπηλά κάτω από την επιφάνεια της καθημερινότητας και η εμπιστοσύνη της κυρίας Ασπασίας, αλλά πώς θα μπορούσε να χειριστεί την ιστορία της; Ήξερε να γράφει μόνο ιστορίες που είχε βιώσει. Έτσι ξέχασε το αίτημα, όσο σοβαρό και επείγον κι αν ήταν. Ξέχασε ότι κανείς άλλος δεν ήξερε αυτή την ιστορία εκτός από τη μαμά της. Ποιες ιστορίες η μαμά της είπε στην κυρία Ασπασία και έπαιρνε τώρα μαζί της; Δεν θα τολμούσε να ρωτήσει. Τώρα που η μαμά της έφευγε, είδε ξαφνικά τον εαυτό της σαν τον μοναδικό θεματοφύλακα της ιστορίας της κυρίας Ασπασίας. Έπρεπε να μάθει να γράφει και ιστορίες που δεν είχε βιώσει.
Φαντάστηκε τη νεαρή μαμά στο κρεβάτι του μαιευτηρίου να δίνει, ερήμην της, την συγκατάθεσή της στο γιατρό, σαστισμένη, ντροπιασμένη, φοβισμένη, συντριμμένη, κρεμασμένη στο κενό. Φαντάστηκε τις δυο γυναίκες γύρω από το τραπέζι της κουζίνας, όπου παιζόταν η ζωή τους, καθώς ξεφλούδιζαν καρότα ή έψηναν κέικ – η μαμά της, χορός στην τραγωδία της κυρίας Ασπασίας, και ταυτόχρονα τραγική ηρωίδα στο δικό της δράμα, περιμένοντας τη σειρά της να βγει επί σκηνής.