Το ψάρι στο ποτάμι
Τρείς ήταν οι αιτίες πού με έκαναν να κρύβομαι στον σκοτεινό βυθό.
Η πρώτη ήταν η αρκούδα που καιροφυλακτούσε να με αρπάξει, φαί για τα παιδιά της.
Η δεύτερη ήταν η φουρτούνα .Πάντα πάθαινα ναυτία και έκανα συνέχεια εμετό, και η τρίτη ήταν η μικρή ινδιάνα, η πιο ικανή ψαράς της φυλής των Ουαρέγκ. Δύσκολα να γλυτώσεις από τα δίχτυα της. Ήταν τόσο όμορφη!! !Με σαγήνευε και ξεχνούσα ότι κινδύνευα.
Μόνο όταν δεν υπήρχαν αυτοί οι εχθροί ανέβαινα εκεί που ο ήλιος έκανε το νερό να λάμπει. Εκεί ήταν και οι φίλοι μου.
Μη φοβάσαι μου έλεγαν και ξεθάρρεψα.
Έτσι βρεθήκαμε όλοι μαζί στο καλάθι της ινδιάνας.
Μετά το καλάθι ήταν η χύτρα και μετά ήρθε η δικαίωσή μου.
Η όμορφη ινδιάνα κράτησε τα κόκαλά μου και έφτιαξε ένα κτενάκι για τα κατάμαυρά μαλλιά της.
Τώρα καμαρώνω που εγώ στολίζω το κεφάλι της.
Η όμορφη ινδιάνα έσκυψε να μαζέψει τα δίχτυα. Το κτενάκι γλίστρησε από τα μαλλιά της. Ένας απαλός θόρυβος, μπλούμ, και χάθηκε στον αγαπημένο σίγουρο βυθό.