Ο μάρτυρας
ΟΛΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ, ο Χανς κυνηγούσε αρουραίους στους βόθρους. Μάζευε τα κουφάρια και τα παρέδιδε έναντι μικρής αμοιβής στην υπηρεσία του δήμου. Το πρωί δούλευε θυρωρός στην Τράπεζα Αίματος, «ο καλός Σαμαρείτης», μία φιλανθρωπική οργάνωση που μετάγγιζε αίμα από τις φλέβες των πλούσιων κατοίκων στο σώμα των φτωχών.
Ήταν σαράντα, μα έμοιαζε εξήντα. Τα μαλλιά του είχαν όλα πέσει, αφήνοντας τον γλόμπο του κεφαλιού του λείο. Καμπούριαζε. Παρόλα αυτά οι γυναίκες τον έβρισκαν ελκυστικό.
Αυτή είχε όλα αυτά που του έλειπαν. Ήταν πολύ νέα, πολύ πλούσια, πολύ τυχερή, πολύ όμορφη. Από μικρή σκότωνε γατάκια. Τα στραγγάλιζε, στρίβοντας τους τον λαιμό με τα ροζ, τρυφερά της δάχτυλα.
Οι γονείς της είχαν πεθάνει, αυτοκτονήσει ή δολοφονηθεί. Η επιλογή του ρήματος εξαρτάται από την οπτική γωνία που θα έβλεπε κάποιος το ατύχημα με το γκάζι.
Κάποια βράδια φορούσε στολή μπαλαρίνας. Ο αμαξάς, ένας πιστός γέρος που η κομμένη του γλώσσα τον έκανε ακόμα πιο πιστό, την οδηγούσε εκεί όπου ζούσαν τα φτωχά και άστεγα θύματά της.
Ο Χανς την παρακολούθησε ένα βράδυ να σκοτώνει έναν μεθυσμένο γέρο, που κειτόταν στα ρείθρα του δρόμου. Κρύφτηκε πίσω από ένα μεγάλο βαρέλι και την κοιτούσε με δέος να κάνει μία κομψή πιρουέτα, να πλησιάζει τον γέρο και με μία μόνο επιδέξια κίνηση να στρίβει τον λαιμό του. Ύστερα να διαλύεται λευκό νούφαρο στο σκοτάδι.
Δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να την εμποδίσει. Μέσα στην ομίχλη που άχνιζε μέσα στο γεμάτο περιττώματα, πεταμένα αποφάγια και εμετούς στενό, οι κινήσεις της μορφής αυτής που έμοιαζε με λευκό κύκνο είχαν τόση αρμονία, που ο Χανς φαντάστηκε έναν Άγγελο του Θανάτου να απλώνει τις φτερούγες του πάνω από τους καταφρονεμένους αυτού του κόσμου για να τους λυτρώσει από την άθλια ζωή τους.
Δεν μίλησε σε κανέναν γι αυτή την υπερκόσμια εμπειρία. Ήταν σαν να είχε κλειστεί μέσα σε κάποιο όνειρο και να είχε χάσει το κλειδί. Όταν όμως έναν μήνα μετά η δεσποινίδα Αδελαίδα Τζόνσον, ήρθε για να προσφέρει το γαλάζιο αίμα της στους φτωχούς συνανθρώπους της, αυτός ξαφνιάστηκε από τη σφοδρότητα με την οποία αναβίωσαν όλες οι λεπτομέρειες.
Ο τρόπος που η γυναίκα γλίστρησε στο κτίριο, σχεδόν χωρίς τα μικρά πόδια της να ακουμπήσουν στο πάτωμα και η μυρωδιά από νεκρά τριαντάφυλλα που απέπνεε το λεπτό της κορμί, επιβεβαίωσαν στον Χανς ότι αυτή ήταν η γυναίκα που είχε αφαιρέσει τη ζωή του γέρου εκείνο το βράδυ.
Από τότε η ζωή του δέθηκε κόμπο με τη ζωή της Αδελαίδας Τζόνσον. Την ίδια μέρα την παρακολούθησε. Παρατήρησε ότι ναι μεν η έπαυλη της ήταν εντυπωσιακή, ο κήπος όμως απεριποίητος. Ζήτησε να προσληφθεί ως κηπουρός. Εκτός από τον αμαξά και την Αδελαίδα, στην έπαυλη ζούσαν τρεις γριές υπηρέτριες που η μία δεν άκουγε καλά, η άλλη δεν έβλεπε καλά και η άλλη τραύλιζε. Του παραχωρήθηκε μία παράγκα στον κήπο. Τα βράδια επαγρυπνούσε.
Ανακάλυψε ότι δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο μοτίβο στους φόνους, ότι κάθε έγκλημα απείχε από το άλλο μία μέρα ή έναν χρόνο. Όλοι οι φόνοι διαπράττονταν στην καρδιά της πόλης. Έτσι κι αλλιώς κάθε πρωί τα πτώματα των αστέγων στοιβάζονταν σε κάρα. Ένα ή δύο άτομα με σπασμένο λαιμό θεωρούνταν ένα αποδεκτό ποσοστό, αφού οι περισσότεροι καυγάδες ήταν θανατηφόροι.
Στον δεύτερο φόνο ο Χανς κρύφτηκε πίσω από τη μαύρη άμαξα και παρακολούθησε την Αδελαίδα. Πως έβαλε τρικλοποδιά στη γυναίκα ώστε να πέσει μπρούμυτα. Πως το φουστάνι της άνοιξε σαν ώριμη ντομάτα στο πλακόστρωτο. Πως η δολοφόνος αφού εκτέλεσε τον μακάβριο χορό της, με μία μόνο κίνηση μετατόπισε το κεφάλι του θύματος, ώστε να κάνει μία πλήρη περιστροφή γύρω από τον λαιμό.
Ο Χανς υπήρξε μάρτυρας τριών παρόμοιων φόνων. Θαρρούσε πως έβλεπε ένα μικρό σύννεφο να εξαερώνεται κάθε φορά μέσα από το σώμα του θύματος και ένα ρίγος διέτρεχε τη ραχοκοκαλιά του. Την τελευταία φορά που παρακολούθησε τον φόνο, πήρε μία απόφαση. Θα γοήτευε την Αδελαίδα, θα κοιμόταν ένα βράδυ μαζί της και το πρωί μόνον ένας από τους δύο θα σηκωνόταν από το κρεβάτι ζωντανός.
Τελικά δυστυχώς αυτός δεν ήταν ο Χανς.
Ο αμαξάς με την κομμένη γλώσσα τον είχε εντοπίσει να παρακολουθεί τους φόνους και είχε ενημερώσει την Αδελαίδα.
Οι τρεις υπηρέτριες όπως πάντα δεν είδαν, δεν άκουσαν, δεν είπαν τίποτε.
Η θέση του κηπουρού είχε μείνει ξανά άδεια.