Οι τρεις φίλες
ΚΑΠΟΤΕ ΗΜΑΣΤΑΝ τρεις. Μέχρι που μια μέρα μείναμε δύο. Ήταν βέβαια ατύχημα. Μία ανεπαίσθητη ταλάντωση, μία στιγμή ανισορροπίας, μια ριπή ανέμου, μία προσωρινή αστάθεια και η Μπου, η μεταξωτή Μπου που γέμιζε μικρά δέντρα στην τσέπη της για να μην την παίρνει ο αέρας, έγειρε μπροστά.
Τώρα έχουμε απομείνει δύο. Σε μισή ώρα η Λου θα κάθεται απέναντί μου. Θα είναι επτά η ώρα, Σάββατο, η μέρα και η ώρα που συναντιόμασταν οι τρεις μας. Πίναμε κόκκινο κρασί και τρώγαμε μανιταρόσουπα με κριτσίνια. Μιλούσαμε για τον κύριο Σον και το σκάνδαλο με τη κατά τριάντα χρόνια μεγαλύτερη του γραμματέα, για τον μικρόσωμο κύριο Κερτς που εξαφανιζόταν μέσα στην βαθιά πολυθρόνα του και για την αντιπαθητική κυρία Φοντς που έβγαζε συνέχεια μικρά άσπρα μπαλάκια τένις από το στόμα της και γελούσε υστερικά. Και ύστερα ξαπλώναμε στα μαλακά μαξιλάρια στο χαλί μπροστά στο τζάκι και χαλαρώναμε και τότε ήταν που λέγαμε ότι μας ερχόταν στο κεφάλι και νιώθαμε οι τρεις τόσο κοντά που οι αναπνοές μας μπλέκονταν σε μία. Και ήταν μία από αυτές τις φορές, το θυμάμαι σαν χθες, μέσα στη γλυκιά θαλπωρή που έπιασα τα χέρια και των δύο και ψιθύρισα: σας αγαπώ. Και αυτές κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ύστερα μου χαμογέλασαν γλυκά. Και η Μπου, το θυμάμαι σαν χθες, πέρασε τα δάχτυλά της στα κοντοκουρεμένα μου μαλλιά.
Και τώρα σε μισή ώρα θα καθίσουμε πάλι στο ξύλινο τραπέζι, αλλά με δύο μόνο πιάτα, δύο ποτήρια.
Τις είδα να φιλιούνται στη τουαλέτα της Εταιρείας. Τα στόματά τους ήταν παράξενα κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο και τα χείλη τους έμοιαζαν σαν λιωμένα κεράσια. Επίσης τα χέρια της μιας ανεβοκατέβαιναν επικίνδυνα στο σώμα της άλλης με έναν ρυθμό που με υπνώτιζε. Έκλεισα μαλακά την πόρτα πίσω μου και γύρισα στη δουλειά.
Εκείνη την ημέρα μείναμε ως αργά κάνοντας υπερωρίες και όταν κατεβήκαμε στη στάση του μετρό τη βρήκαμε έρημη. Μία παγωμένη ριπή αέρα που ερχόταν από το τούνελ μάς έκανε να κουμπώσουμε τα παλτά μας και να τα σφίξουμε επάνω μας. Η Μπου και η Λου είχαν κέφια και γελούσαν ασταμάτητα. Στο μυαλό μου όμως προβαλλόταν συνέχεια η ίδια σκηνή, ξανά και ξανά, τα λιπαρά φιλιά, το διαστρεβλωμένο σύμπλεγμα, το λεπτό κορμί της Μπου να αφομοιώνεται μέσα στο πληθωρικό κορμί της Λου, η Λου να μοιάζει με τεράστια αμοιβάδα και να καταπίνει τη Μπου. Περιμέναμε και οι τρεις το μετρό και κρατούσαμε αγκαζέ η μία την άλλη ώσπου κοίταξα ξαφνικά τη Μπου και τη Λου όπως κοιτάζει κανείς δύο ξένες γυναίκες που τυχαία βρέθηκαν στο ίδιο κομμάτι της πόλης, της χώρας, του πλανήτη, του Γαλαξία, δύο ξένες γυναίκες που ωστόσο κοίταζαν βαθιά η μία την άλλη στα μάτια και τότε το χέρι μου που κρατούσε τη Μπου αγκαζέ έπεσε παράλυτο στα πλευρά μου και η Μπου εκτοξεύτηκε σαν μία πάνινη κούκλα πάνω στις γραμμές την ώρα που έφτανε ο συρμός, ενώ η Λου ξεφώνιζε υστερικά.
Χθες Παρασκευή πήγα και στάθηκα μπροστά από το γραφείο της Λου. Στην αρχή δεν σήκωσε καθόλου το κεφάλι. Όταν κατάλαβε ότι είχα σκοπό να μείνω εκεί μέχρι να με κοιτάξει, σήκωσε τελικά το βλέμμα της και είδα τις κόρες των ματιών της να διαστέλλονται. Ταυτόχρονα ένιωσα ένα τρέμουλο να διαπερνά το παχουλό της σώμα.
– Δεν έχεις αρθρώσει λέξη ολόκληρη εβδομάδα. Ήταν και δική μου φίλη, της είπα μαλακά. Αύριο είναι Σάββατο. Το Σάββατό μας. Έλα σπίτι μου. Τη γνωστή ώρα. Πρέπει να μιλήσουμε.
Τα χείλη της πήραν ένα ακανόνιστο σχήμα. Με πολύ κόπο σχημάτισε τις λέξεις.
-Εσύ, είπε μόνο. Εσύ.
-Εγώ ναι Λου. Η παλιά, καλή σου Φλο. Θα σε περιμένω. Μην αργήσεις.
Την είδα ξαφνικά να καμπουριάζει και να συρρικνώνεται. Μου φάνηκε σαν να έγινε ένας μικρός σβώλος με ρούχα. Κατάλαβα ότι θα έρθει.
Την περιμένω. Να μιλήσουμε. Ακόμα και αν είναι έτοιμη να μου φορτώσει ένα σωρό ανυπόστατες κατηγορίες, θα μιλήσουμε. Όμως τα μανιτάρια τα μάζεψα ειδικά γι’ αυτήν. Θα φάμε ήσυχα ήσυχα την μανιταρόσουπα μας. Απόψε θα σβήσω τον φόβο από το πλαδαρό της πρόσωπο.
Ναι ήμασταν τρεις. Απόψε δύο. Αύριο ποιος ξέρει.