Scroll Top

Δημήτρης Μαγριπλής | Ρεμπέτικο

Υπεύθυνη στήλης | Ηρώ Νικοπούλου

Η στήλη αυτή ασχολείται αποκλειστικά με το μικρό διήγημα, που τις τελευταίες τρεις τουλάχιστον δεκαετίες έχει αγαπηθεί για την αμεσότητα και την σπιρτάδα του, ανταποκρίνεται στους ρυθμούς της ψηφιακής εποχής και έχει αναδειχθεί ως νέο λογοτεχνικό είδος. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης και θεωρητικής προσέγγισης πολλών Διεθνών Συνεδρίων. Μικρό διήγημα, μικροδιήγημα, μικροαφήγημα, ιστορία μπονζάι, flash fiction, short story, minicuento, nanocuento κ.ά ορίζουν τον τρόπο και τον στόχο της μικρής σε αριθμό λέξεων μυθοπλαστικής φόρμας, που χαρακτηρίζεται από πλοκή και χαρακτήρες, από υπαινικτικότητα και αφαίρεση, συχνά έχει ανοιχτό τέλος και πάντοτε ζητά την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη, που καλείται να συμπληρώσει την πλοκή, όπως φαίνεται καθαρά στην πιο γνωστή σύντομη ιστορία του 20ου αιώνα, που αποδίδεται στον Χέμινγουέι: «Προς πώληση: βρεφικά παπούτσια εντελώς αφόρετα».

Η στήλη θα φιλοξενεί κάθε μήνα ένα συγγραφέα με τρία αδημοσίευτα διηγήματά του, το αφιέρωμα θα ολοκληρώνεται με μία συνέντευξή του την τέταρτη εβδομάδα.

Ρεμπέτικο

Να δίνεις λάδια με καύσωνα στο κέντρο της πόλης, είναι τραγωδία. Κίνηση, το αμάξι ζορίζεται, ανοίγεις τα τζάμια και σε λούζει ένας αέρας καυτός. Οι πελάτες διαμαρτύρονται και κάθε τόσο μια κλήση να σου θυμίζει το επόμενο ραντεβού. Βάζεις την διεύθυνση στο GPS, στρίβεις στην επόμενη γωνία αριστερά και έφτασες στον προορισμό σου.
–Σε ποιόν όροφο είναι;
-Στον πρώτο, αυτό με τα απλωμένα ρούχα, μου λέει ο Γιάννης.
–Κουδούνι;
-Μαρίκα.
–Έτσι απλά;
-Ναι.
–Ρε επίθετο λέμε.
–Δεν έχει, Μαρίκα σκέτο.
Βάζω γυαλί . Πράγματι. Πατάω.
–Στον πρώτο, ακούω απάντηση και ανεβαίνω.
Στο τέρμα του διαδρόμου μια ανοιχτή πόρτα και ανάγλυφα πάνω της : «Στούντιο». Με υποδέχεται μια νεαρά με μπικίνι.
–Την κυρία Μαρίκα λέω , ένα λαδάκι της φέραμε.
–Ναι αφήστε το εδώ. Η κυρία έχει δουλειά.
Πληρώνομαι καλημερίζω και συνεχίζουμε τις διαδρομές. Το μεσημεράκι χτυπά το τηλέφωνο. Ο Γιάννης μιλά, με οικειότητα. Όλο Μαρίκα μου και Μαρίκα μου και ευχαριστίες πολλές.
-Της άρεσε το λαδάκι, μου δηλώνει. Θέλει άλλο ένα ντενεκέ. Κανόνισα για το βράδυ.
Σταματάμε για καφέ. Ο τρίτος στην μέρα που φεύγει. Ξεχάσαμε να φάμε .
–Να κάτσουμε κάπου;
-Βρώμικο στον χούλιγκαν, μου δίνει το στίγμα ο συνέταιρος.
Τρώμε στα όρθια, συζητάμε για το ποδόσφαιρο και την εξυγίανσή του. Δύο τύποι κράζουν τον ιδιοκτήτη της καντίνας. Αυτός ατάραχος τυλίγει τα σάντουιτς.
–Αλοιφή να βάλω; Ρωτάει.
Αρνούμαστε. Προηγούνται οι παραδόσεις, να μην μυρίζουμε σκόρδο. Πορτοκαλαδίτσα, έτοιμοι και πάλι. Στο τιμόνι. Πέσαμε πάνω σε μποτιλιάρισμα. Ένας τσαμπουκάς δίπλα στα τρένα και μείς καναπέ με ραδιόφωνο και χιπ χοπ. Στο δεύτερο κομμάτι κάτι κυλάει. Κοκαλώνουμε το αμάξι, παράδοση και έπειτα πάλι διαδρομή. Η ώρα περνά. Αρχίζουν τα τηλέφωνα της αναβολής. Και αύριο μέρα είναι. Η κυρία του στούντιο όμως το τόνισε. Ή σήμερα, ή αύριο βράδυ αργά. Τώρα;
-Θα το πάει ο Μάκης, μου λέει ο Γιάννης. Θα μου κάνει τη χάρη , τι κολλητοί είμαστε; Στην ίδια γειτονιά μένει και μάλιστα την ξέρει την ντίβα από τα νιάτα του. Ωραία. Του αφήνουμε την επομένη το απόγευμα τον ντενεκέ, του εξηγούμε ότι πρέπει να φύγουμε για κάτω και το παλικάρι, αν και γονέας με δυο παιδιά, το σηκώνει στον ώμο του.
–Να πάτε στο καλό, θα το δώσω απόψε μας λέει και πιάνουμε την Αθηνών Κορίνθου με διάθεση.
Την επομένη, πρωί πρωί με την αυγούλα ο Γιάννης, με φραπέ γηπέδου στην έδρα μας.
-Τι έγινε ρε;
-Άστα, ο Μάκης, μπλέξαμε.
-Τι μπλέξαμε; Δεν το πήγε το λάδι;
-Το πήγε αλλά στο σπίτι του δεν γύρισε. Με πήρε η γυναίκα του. Δεν ξέρει το κορίτσι τι να κάνει. Έχει τα παιδιά… το ένα ακόμη στο βυζί και το άλλο στην γκρίνια.
Ε, πάλι ανηφόρα, περνάμε το αυλάκι και στο σπίτι του Μάκη καφέ και αναμονή. Μεσημέρι και ακόμη άφαντος.
-Πάμε τους λέω και στο δεκάλεπτο, κάτω από το σπίτι της Μαρίκας. Χτυπάω το κουδούνι. Τίποτα.
–Πάρε τηλέφωνο, λέω του Γιάννη.
Πράγματι. Μετά τις αβρότητες ρωτάει, πονηρά, για την παράδοση. Όλα καλά τον διαβεβαιώνει. Είμαστε από κάτω της λέει. Στο λεπτό ανοίγει η μπαλκονόπορτα, βγαίνει με νεγκλιζέ και κοιτάει κάτω με ύφος. Η σύζυγος ξεσπάει σε κλάματα, το μικρό ουρλιάζει, το άλλο να λέει πεινάω. Χαμός.
–Είναι ο Μάκης μέσα; φωνάζω.
Η κυρία απαξιεί. Μπαίνει μέσα και βγαίνει με ένα σεντόνι μαύρο. Το τινάζει με ένταση και το απλώνει ατάραχα. Η σύζυγος αρχίζει το στόλισμα.
–Βρωμιάρα, αντροχωρίστρα, πουτάνα, εμένα βρήκες;
Και να σου οι κουβέντες και να σου το παιδί το μεγάλο να επιμένει πεινάω. Ξάφνου σκάει και ο Μάκης στο κάγκελο.
–Τράβα στο σπίτι μωρή, φωνάζει.
Θα υπήρχε και λιποθυμία αν δεν ενεργούσε, ψύχραιμα, ο Γιάννης. Πάνω που γέρνει η σύζυγος, την αγγίζει παρηγορητικά.
«Έπρεπε να παραδοθεί το λάδι», της λέει με σοβαρότητα και αποχωρούμε όλοι από την πλατεία. Ο μικρός ησύχασε μετά το δεύτερο πιτόγυρο.

Βιογραφικό Δημήτρης Μαγριπλής

Βιογραφικό Ηρώ Νικοπούλου