Scroll Top

Ευθύμιος Λέντζας | Αυτή η ιστορία με το αγόρι στη θάλασσα  

Υπεύθυνη στήλης | Ηρώ Νικοπούλου

Η στήλη αυτή ασχολείται αποκλειστικά με το μικρό διήγημα, που τις τελευταίες τρεις τουλάχιστον δεκαετίες έχει αγαπηθεί για την αμεσότητα και την σπιρτάδα του, ανταποκρίνεται στους ρυθμούς της ψηφιακής εποχής και έχει αναδειχθεί ως νέο λογοτεχνικό είδος. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης και θεωρητικής προσέγγισης πολλών Διεθνών Συνεδρίων. Μικρό διήγημα, μικροδιήγημα, μικροαφήγημα, ιστορία μπονζάι, flash fiction, short story, minicuento, nanocuento κ.ά ορίζουν τον τρόπο και τον στόχο της μικρής σε αριθμό λέξεων μυθοπλαστικής φόρμας, που χαρακτηρίζεται από πλοκή και χαρακτήρες, από υπαινικτικότητα και αφαίρεση, συχνά έχει ανοιχτό τέλος και πάντοτε ζητά την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη, που καλείται να συμπληρώσει την πλοκή, όπως φαίνεται καθαρά στην πιο γνωστή σύντομη ιστορία του 20ου αιώνα, που αποδίδεται στον Χέμινγουέι: «Προς πώληση: βρεφικά παπούτσια εντελώς αφόρετα».

Η στήλη θα φιλοξενεί κάθε μήνα ένα συγγραφέα με τρία αδημοσίευτα διηγήματά του, το αφιέρωμα θα ολοκληρώνεται με μία συνέντευξή του την τέταρτη εβδομάδα.

Αυτή η ιστορία με το αγόρι στη θάλασσα  

Είμαι χαλαρός. Κάνω τη δουλειά μου πίσω από τη μπάρα στην Jam. Ο Στάθης, κάθεται στην άκρη τού μπαρ. Παραγγέλνει μια Finlandia με μια φέτα πράσινο μήλο. Λίγο ακόμα, μού λέει, να τελειώσει κι ο Σεπτέμβρης. Ανοίγω το ξύλινο πορτάκι από τον πίνακα και χαμηλώνω τα φώτα. Ο Στάθης, ζητάει και δεύτερο ποτό. Τον Νοέμβριο, λέει, θα πάω στη Νέα Υόρκη· όνειρο ζωής, μού λέει. Και αυτή ήταν η τελευταία βραδιά που είδα τον Στάθη ζωντανό. Τα ξημερώματα, τον βρήκαν καρφωμένο σε ένα δέντρο – δίπλα του η μηχανή σμπαραλιασμένη.

Ο Στάθης, αφήνει ένα εικοσάρικο και φεύγει. Αύριο πάλι, λέμε και οι δύο. Μαζεύω τα άδεια ποτήρια. Στη θέση του, που ήταν ακόμα ζεστή, κάθεται ένα ζευγάρι Ελληνογερμανών. Ξεκινάει ο τύπος με σφηνάκια. Βάλε και βότκα, λέει, βάλε και γιαγκερμάιστερ. Και ξανά μια γύρα. Πιες, μού λέει. Εγώ πίνω. Ο τύπος έχει κόκκινα μάγουλα. Η γυναίκα είναι ξανθιά, νταρντάνα. Ο άντρας έχει καταγωγή από Τρίκαλα μεριά, αλλά είναι χρόνια φευγάτος. Πίνουν και χαϊδεύονται μπροστά μου. Θέλουν περισσότερα. Στο μαγαζί μπαινοβγαίνει κόσμος. Έχει ωραία νύχτα. Ο τύπος, λέει να βρεθούμε τριάδα, να «πάρουμε» παρέα τη γυναίκα του και τέτοια. Αυτή, όλο πιάνει τα βυζιά της. Έχει τεράστια βυζιά. Είναι μια ατμόσφαιρα που ξεχειλίζει από χαμηλό φωτισμό και μουσική· ένα soundtrack ας πούμε, από ταινία τού Γουόνγκ Καρ Γουάι. Μια κοκκινομάλλα, η Ρίτα, που έχω βάλει στο μάτι, με κοιτάει καθώς βγαίνει από την τουαλέτα.

Την επόμενη μέρα σηκώνομαι νωρίς απ’ το κρεβάτι. Στις δέκα το πρωί, βρίσκομαι (με hangover) στην παραλία. Η ομπρέλα είναι από φθηνό πανί. Σωριάζομαι φαρδύς πλατύς στην ξαπλώστρα. Ζητάω ένα καφέ σκέτο με μπόλικο πάγο. Κάνω μια κίνηση με το σώμα και ο ήλιος σκάει στο κεφάλι μου. Φτύνω διακριτικά στην άμμο. Χαζεύω τη θάλασσα: τη διάρκεια, τη δύναμη που έχει όλο να έρχεται. Παίρνω το κινητό στα χέρια. Το αφήνω πάλι. Σκέφτομαι, πως η μαμά θα είναι στη δουλειά τέτοια ώρα.

Μπαίνω στο νερό, με την αθωότητα ενός αγοριού, που ερωτεύεται για πρώτη φορά. Το κορίτσι που τον χαϊδεύει στα ζυγωματικά, είναι όλα τα κορίτσια τού κόσμου, και είναι όλα όμορφα. Από το χέρι πιασμένοι, ένα ζευγάρι ηλικιωμένοι, μπαίνουν σιγά σιγά στη θάλασσα. Παίρνω ανάσες, βουτάω.

Επιστρέφω στην ξαπλώστρα. Η σερβιτόρα, έχει χρώμα σοκολατί, τα μάτια της έχουν το πράσινο που συναντάς σε μια συστάδα από δέντρα καθώς διασχίζεις την Ευρυτανία. Φοράει ένα λευκό αμάνικο μπλουζάκι, ένα μίνι σορτς στην απόχρωση των κοραλλιών, τα μαλλιά της τα έχει πιασμένα κοτσίδα. Είναι ένα πολύχρωμο πουλί στην καρδιά μου. Αφήνω τις σταγόνες από το αλμυρό νερό να εξατμιστούν στο σώμα μου. Σαν να συνέρχομαι.

Οι γέροι, βγαίνουν απ’ τη θάλασσα, με τον ίδιο τρόπο ακριβώς που μπήκαν. Από μπροστά μου περνάει ο λουκουματζής – ηλιοκαμένος, διαλαλεί την πραμάτεια του. Στρέφω το βλέμμα μου κατά τον Όλυμπο: σύννεφα στο Λιτόχωρο – βροχή κι αγιοσύνη. Στο δρόμο, πάνω απ’ το κεφάλι μου, σταματάει ένα ταξί. Από τη θέση τού συνοδηγού κατεβαίνει ένας άντρας. Είναι γεροδεμένος. Ο ταξιτζής, κατεβάζει τις αποσκευές από το port baggage. Τελευταίο, κατεβάζει το αναπηρικό καροτσάκι. Από την πίσω πόρτα τού συνοδηγού, ο γεροδεμένος άντρας, ανοίγει την πόρτα και παίρνει στην αγκαλιά του ένα νεαρό αγόρι. Στρίβω τσιγάρο. Το ανάβω. Το βλέμμα τού αγοριού είναι χαμένο. Μού έρχεται μια ζαλάδα. Ο άντρας, με την βοήθεια τού ταξιτζή, καθίζουν τον νεαρό στο καρότσι. Είναι και οι δυο ιδρωμένοι. Ο άντρας φιλάει το αγόρι στο μέτωπο. Ο ταξιτζής βάζει πρώτη ταχύτητα και φεύγει. Σαν να φυσάει λίγο. Μπορεί να είναι και η ιδέα μου, μα από κάπου δροσίζει. Ο άντρας παίρνει στην αγκαλιά του τον νεαρό, τον κρατάει σφιχτά. Αφήνει το αναπηρικό καρότσι στο πεζοδρόμιο.

Περπατάει ο γεροδεμένος άντρας στην καυτή άμμο. Το αγόρι, κρεμάει το κεφάλι του προς τα πίσω. Τα ποδαράκια του είναι άσπρα, λεπτοκαμωμένα. Χτυπάει το τηλέφωνό μου. Είναι η μαμά. Πως είσαι αγόρι μου; με ρωτάει.

Βιογραφικό Ευθύμιος Λέντζας

Βιογραφικό Ηρώ Νικοπούλου