ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΚΟΚΚΑΛΟ
Στη Χίο φτάνουμε ξημερώματα. Όλο το βράδυ ταξιδεύαμε – δώδεκα ώρες από Πειραιά. Τα Steyr μάς περιμένουν στο λιμάνι. Φωνές και αναμμένοι προβολείς – αλμύρα στον αέρα. Οι μηχανές βογκάνε μες στα σίδερα. Στοιχιζόμαστε. Τα λουκάνικα στα πόδια. Πάμε ο ένας πίσω από τον άλλο. Ανεβαίνουμε βουνά. Στροφές. Κάποτε φτάνουμε στη μονάδα. Το τάγμα είναι κρυμμένο στα κατσάβραχα. Σε λίγο, περισσότερο φως – ο ήλιος έρχεται γλυκός από την Σμύρνη. Εδώ που είμαστε δεν βλέπουμε θάλασσα.
Καμιά φορά θυμάμαι διάφορα. Ο Σπύρος είναι διαβιβαστής. Μοιραζόμαστε την ίδια κουκέτα. Μοιραζόμαστε ό,τι μάς επιτρέπουν να μοιραστούμε. Δεν έχει έρθει ποτέ στη Λάρισα. Όλο για το χωριό του μιλάει ο Σπύρος. Αμμουδιά, μού λέει, από εκεί κατάγεται η μάνα μου, λέει, είναι στο δέλτα τού Αχέροντα. Ερχόμαστε κοντά. Κωλοκατάσταση, λέει, παντού τα ίδια, ας είναι, λέει, θα συνηθίσεις. Περνάνε βδομάδες. Οι σειρές μου από τη Θήβα, με ξεχνούν. Δεν θέλει και πολλά εδώ, σκέφτομαι. Πότε-πότε καταλαβαίνω πως με κοιτάζει περίεργα. Είναι ασπρουλιάρης, μικροκαμωμένος. Τι κοιτάς ρε, τού λέω. Άντε, μού λέει, πατάμε κάνα τσιγάρο; Είναι και ο μάγειρας απ’ την Αθήνα. Καλόπαιδο. Είναι ο ψηλός που λέμε, έρχεται κι αυτός παρέα.
Περνάνε ακόμα δυο μήνες και κάνει κρύο. Καθόμαστε με τα τζάκετ έξω από το θάλαμο και τρώμε σοκολάτες. Την άλλη μέρα το πρωί, με φωνάζει ο αξιωματικός Κυριαζής – ήρθε ένα δέμα από τη μάνα μου: χοντρές μπλούζες, ένα τζιν παντελόνι και τα cd που τής ζήτησα. Είμαστε πίσω από τις τουαλέτες και καπνίζουμε. Εγώ παρατάω το πακέτο με τα Winston και αρχίζω το στριφτό. Δίνω το ένα ακουστικό στον Σπύρο, το άλλο το χώνω στο αυτί μου. Ακούμε Βασίλη Παπακωνσταντίνου, σε μια ζωντανή ηχογράφηση στην Πετρούπολη. Γουστάρει το παιδί, γενικά γουστάρει. Δεκαεννιά χρονών αμούστακα αγόρια. Πόσα να ξέρουμε; Στήνουμε σκηνές και καθαρίζουμε όπλα και άρβυλα. Βαράμε προσοχές, ψηλά η σημαία να κυματίζει. «Κόκκαλο!!!» ουρλιάζει ο λοχαγός. «Κόκκαλο!!!», και πάλι «Άκυρο» – όλο ουρλιάζει…
Σε εμένα, έτσι τα έφερε ο δρόμος, και βρίσκομαι μετά από χρόνια στον Αχέροντα. Παγωμένο νερό, δεν έχει αστεία. Να ψάχνεις τα αρχίδια σου και να μην τα βρίσκεις. Από την πλαγιά, κυλάει μια πέτρα και σκάει στο ποτάμι. Ύστερα ακόμα μια πέτρα, κι άλλη μία. Τουρίστες ακολουθούν. Τα παρατάω και γυρίζω στην όχθη. Μαζεύω τα ρούχα και στεγνώνω πλάι σε έναν κέδρο. Ο ουρανός κλείνει απότομα.
Το βράδυ φτάνω στην Πρέβεζα. Στο Σαϊτάν Παζάρ πίνω βότκες, κάτω απ’ το σπίτι που έζησε ο Καρυωτάκης. Ένα μυγάκι ταλαντεύεται στο χείλος τού ποτηριού μου. Έχω τις πέτρες στο μυαλό μου, το τσούξιμο από το κρύο νερό. Τι όμορφα που έπεφταν οι πέτρες! Στο διπλανό κατάστημα με τα ψιλικά είδη, κατεβάζουν τα ρολά. Βγαίνουν δυο καλοντυμένοι άντρες, (δεν με πιάνει το μάτι τους, μιλάνε χαμηλόφωνα) ο ένας, ο μικρότερος, λέει στον άλλο, για το θέμα που έχει με τον πούτσο του· φίμωση, λέει, τού είπε ο γιατρός. Δεν είναι τίποτα, απαντάει ο άλλος, και δαγκώνει τα χείλη του σαν να θέλει να επισημάνει και κάτι ακόμα. Τούς παρακολουθώ μέχρι τη γωνία τού δρόμου. Συναντάνε δυο κοπέλες, δεν μοιάζουν με Ελληνίδες. Ωραία κατάσταση, σκέφτομαι. Συγνώμη, λέω στον σερβιτόρο, μπορώ να έχω ακόμα ένα ποτό;
Όταν μού ήρθε το χαρτί για την μετάθεση, τα μάτια του Σπύρου έγιναν ένα κουβάρι τσαλακωμένα σεντόνια. Σιγά ρε, τού λέω, εσύ σε ένα μήνα απολύεσαι. Θα ακολουθήσει τη δουλειά τού πατέρα του στη Λαμία. Κάτι με έπιπλα. Έτσι μού είπε μια μέρα καθώς βγαίναμε για ασκήσεις στο βουνό. Τι να του πω τώρα, κι εγώ συγκινήθηκα. Χαρούμενος που δεν θα τον έβλεπα ξανά. Τον άφησα να κάνει αυτό που ήθελε τόσο καιρό. Πλησίασε και άγγιξε τα χείλη του στα δικά μου. Κάντο ρε πούστη, έλεγα από μέσα μου, εμπρός, δως του, τέλειωνε, βάλε πάθος. Αυτό ήταν όλο. Τώρα, ζει δεν ζει ο Σπύρος, δεν έχω ιδέα. Ούτε και με νοιάζει δηλαδή. Αλλά μυαλό είναι αυτό, σκέφτεται διάφορα.