Οι άνθρωποι δεν είναι ποτέ ίδιοι
Οι άνθρωποι δεν είναι ποτέ ίδιοι. Αλλάζουν συνέχεια, ανάλογα με τις περιστάσεις. Τις Κυριακές είναι ψηλοί, με το ζόρι χωράνε στα αυτοκίνητά τους για να πάνε βόλτα. Τα παιδιά στο πίσω κάθισμα βλέπουν τη διαφορά, αλλά το ξέρουν, οι γονείς τους ψηλώνουν πάντα τις Κυριακές. Τη Δευτέρα, πηγαίνοντας στη δουλειά, χάνουν όλο το ύψος. Όταν οδηγούν, σχεδόν δεν φτάνουν το φρένο ή το τιμόνι.
Μονάχα ο πατέρας μου ήταν σε όλες τις περιστάσεις ψηλός, με κανονικό βάρος. Με μικρές ίσως αυξομειώσεις πότε πότε. Το ίδιο κι εγώ, έμενα πάντα ίδια. Μια μέρα, όμως, αλλάξαμε κι εμείς.
Αφήστε τη! Είναι βαριά! του φωνάζουν οι νοσοκόμοι τρέχοντας με το φορείο προς το μέρος του.
Το παιδί σου δεν είναι ποτέ βαρύ, λέει ο πατέρας μου, καθώς με κρατάει στην αγκαλιά του. Ακούω τα λόγια σβησμένα και θολά μέσα από ένα παχύ στρώμα βαμβάκι και ματωμένες γάζες. Ακόμη ζαλισμένη, ανοίγω τα μάτια και τον βλέπω. Το κεφάλι του φτάνει στο ταβάνι. Κάτω δύο μικροσκοπικοί νοσοκόμοι τρέχουν στο διάδρομο, προσπαθούν να του ανοίξουν δρόμο, μπερδεύονται στα πόδια του, πέφτουν κάτω, ξανασηκώνονται. Οι πόρτες είναι μικρές σαν από κουκλόσπιτο. Δε χωράει να περάσει. Παραμερίζει απαλά τους τοίχους με τον ώμο, καθώς προχωρά. Εγώ στην αγκαλιά του, ένα μικρό τραυματισμένο πουλί.
Όταν με ακουμπάει τελικά στο κρεβάτι, γίνομαι πάλι βαριά και όσο οι πόνοι δυναμώνουν, βαραίνω περισσότερο. Εκείνος κάθεται δίπλα μου και μου κρατάει το χέρι με τον ορό. Λυπημένος. Σιγά σιγά χάνει όλο του το μπόι, γίνεται τώρα ένα μικρό ζωάκι, ένα γατί. Κάθεται κουλουριασμένος στην καρέκλα των επισκεπτών.