Σε ποια ηλικία αισθανθήκατε ότι σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα το γράψιμο και πώς πρωτοεμφανίστηκε στη ζωή σας;
Ήμουν πάντα ένα παιδί που ονειροπολούσε. Ξέφευγα συχνά από την πραγματικότητα και έβρισκα καταφύγιο σε κόσμους φανταστικούς, που για μένα είχαν περισσότερο ενδιαφέρον. Αυτοί ήταν η κύρια πηγή της έμπνευσής μου. Άρχισα να γράφω ημερολόγιο, όχι συστηματικά, μόνο όταν είχα κάτι ενδιαφέρον να αφηγηθώ. Συνήθως έσβηνα, παρά έγραφα. Δεν μου άρεσε ποτέ η φλυαρία, ιδίως στον γραπτό λόγο, βαριόμουν πάντα τα περιττά λόγια. Παράλληλα διάβαζα πολύ, ιδιαίτερα ποίηση. Μια εξαιρετική ποιητική ανθολογία του Ηρακλή Αποστολίδη από τις εκδόσεις της “Εστίας”, δώρο της μητέρας μου όταν έκλεισα τα δεκατέσσερα, έπαιξε, πιστεύω, καταλυτικό ρόλο στην ανάγκη μου να εκφραστώ γράφοντας πότε στίχους πότε μικρά και πολύ μικρά διηγήματα και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις μετέπειτα επιλογές μου στον τρόπο που γράφω.
Ένα άλλο στοιχείο που με ώθησε στο γράψιμο ήταν το ενδιαφέρον μου για τις κουβέντες των άλλων. Άκουγα πάντα τις συζητήσεις γνωστών και αγνώστων στο σπίτι, στο δρόμο ή στο λεωφορείο. Ακόμη και τώρα αυτό κάνω. Οι συζητήσεις τυχαίων περαστικών, ο αποσπασματικός λόγος ανθρώπων που μιλούν βιαστικά στο κινητό τους τηλέφωνο, κάποια καθημερινά περιστατικά που αφηγούνται, φαινομενικά χωρίς ιδιαίτερη σημασία, γίνονται στο μυαλό μου ιστορίες που έχουν συνήθως μια χαλαρή σχέση με την πραγματικότητα και με καλούν επίμονα να αποτυπωθούν στο χαρτί.
Κατά πόσο και με ποιον τρόπο τα αντικείμενα των σπουδών σας επηρεάζουν τα κείμενά σας.
Οι σπουδές μου στην ελληνική φιλολογία με βοήθησαν σε μεγάλο βαθμό να προχωρήσω περισσότερο στην κατάκτηση της γλώσσας, αν και θεωρώ ότι είναι ένας στόχος μεγαλεπήβολος, ακόμη κι αν ζήσουμε δέκα ζωές. Μου έδωσε, ωστόσο, τη δυνατότητα να επιλέγω τις λέξεις μου με μεγαλύτερη ευκολία σε κάθε γλωσσική περίσταση και να εκφράζω, με μεγαλύτερη διαύγεια και πιστότητα, συναισθήματα και καταστάσεις. Παράλληλα υιοθετώ με μεγαλύτερη ευκολία τις γλωσσικές ταυτότητες των ηρώων μου ή προσαρμόζω το γλωσσικό ύφος στις ιδιαιτερότητες του κειμένου.
Αλλά ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος με τις λέξεις, γιατί, όπως γράφω και σε ένα τελευταίο μου διήγημα,
“Οι λέξεις μου είναι ζωντανά πλάσματα. Έχουν τη δική τους ζωή, είναι ανεξάρτητες. Πετούν ατίθασες από στόμα σε στόμα, φωλιάζουν όπου τους αρέσει και, όταν πεινούν, βγαίνουν από τις κρυψώνες τους και τρέφονται με ό,τι πιο πολύτιμο με τυραννά. “
Υπάρχουν ιστορίες σας που καθώς ξετυλίγονται φανερώνουν μια κινηματογραφική ματιά. Είναι κάτι που συμβαίνει ή που το επιδιώκετε και γιατί;
Ο κινηματογράφος έπαιξε, και παίζει και σήμερα, πρωταρχικό ρόλο στη ζωή μου. Με τον αδερφό μου, που ζωγράφιζε στο σπίτι από παιδί, κάναμε σενάρια για μικρού μήκους ταινίες, ώσπου να μας πάρει ο ύπνος. Κάποια στιγμή φτάσαμε να γυρίσουμε, με τη βοήθεια μιας θρυλικής παρέας του ‘70, μια ολοκληρωμένη, απόλυτα χειροποίητη, μικρού μήκους ταινία 8 mm, που βραβεύτηκε, μάλιστα, και σε ένα φεστιβάλ ερασιτεχνικού κινηματογράφου.
Η κινηματογραφική διαδοχή των εικόνων καθώς και η λιτή και άμεση γλώσσα της εικόνας είναι ένας κώδικας επικοινωνίας που εκτιμώ ιδιαίτερα και τον υιοθετώ αυθόρμητα και στα κείμενά μου.
Μας είπατε ότι εκτός από το διήγημα έχετε ασχοληθεί και με την ποίηση. Με ποιο λογοτεχνικό είδος αισθάνεστε ότι εκφράζεστε καλύτερα;
Νομίζω με κάτι ανάμεσά τους. Παίρνω από το διήγημα ένα ελάχιστο είδος πλοκής, ένα ιδιαίτερο συμβάν και δανείζομαι από την ποίηση την περιεκτική και λιτή έκφραση. Βασικό στοιχείο η φαντασία και η λοξή ματιά στην πραγματικότητα. Αυτή η αθέατη πλευρά της πραγματικότητας είναι που με συγκινεί περισσότερο και προσπαθώ πάντα να την ανακαλύψω με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορώ δανειζόμενη στοιχεία από την ποίηση ή την πρόζα χωρίς περιορισμούς, χωρίς την παραμικρή έγνοια για το είδος του λογοτεχνικού λόγου που προκύπτει από αυτή τη διαδικασία.
Σε μερικά από τα διηγήματά σας όπως στο Νεοζίλ διακρίνω μια δόση σαρκασμού ως προς το θέμα της φθοράς και της ηλικίας. Τι ρόλο παίζει το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός στη ζωή αλλά και στη λογοτεχνία σας;
Η αισιοδοξία, το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός είναι βασικά στοιχεία της προσωπικότητάς μου και θεωρώ ότι αναβλύζουν πηγαία σε ό,τι γράφω και ό,τι πω. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή χωρίς χιούμορ, ακόμη και σε βάρος μου, ιδίως σε ζητήματα που αντιμετωπίζονται ως μικρές, προσωπικές τραγωδίες, όπως τα γηρατειά και η φθορά. Είναι, αλήθεια, απειλητική όλη αυτή η διαδικασία της γήρανσης, «Μακάρι να ‘μασταν παιδιά, δεν ξέρω πώς να μεγαλώσω», γράφει η Έμιλυ Ντίκινσον, σε ένα γράμμα της. Είναι, όμως, και αναπόφευκτη. Το θέμα είναι πώς την αντιμετωπίζει κανείς. Εγώ με χιούμορ.
Με αυτές τις σκέψεις αποφάσισα να συμμετέχω στις ΚαμπΉλες, μια μικρή ομάδα γυναικών που γιορτάζουμε μαζί τις ΚΑΜΠΥΛΕΣ που αποκτούμε σε μια ΚΑΜΠΗ της ζωής μας. Στο πλαίσιο της ομάδας προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε συλλογικά, με τα καλλιτεχνικά και επιστημονικά εργαλεία που διαθέτουμε, το ιδιαίτερο κράμα σεξισμού και ηλικιακού ρατσισμού που αντιμετωπίζουμε καθώς μεγαλώνουμε. Για όσα άτομα ενδιαφέρονται να συνδεθούν μαζί μας, παραθέτω εδώ το σάιτ https://eugenvac.wixsite.com/kampiles και τη σελίδα μας στο fb https://www.facebook.com/share/1618Jr1HQa/.
Η φωτογραφία με το παιδικό μου ποδήλατο στο κεφάλι είναι από την ομαδική περφόρμανς με τίτλο “Φερμουάρ”,που παρουσιάσαμε στο or.artspace , https://orartspace.com/, το καλλιτεχνικό εργαστήριο της εικαστικού και ανθρωπολόγου Ελπίδας Ρίκου τον Ιανουάριο 2025. Μιλήσαμε, με διαφορετικούς τρόπους η καθεμία,για προσωπικές και, εν τέλει, συλλογικές εμπειρίες θηλυκότητας, για βιώματα παιδικά και ενήλικα τραύματα.
Στο πλαίσιο των δράσεων αυτής της ομάδας εμπνεύστηκα το Νεοζίλ και άλλα μικρά διηγήματα με παρόμοια θεματολογία.
Τι σας οδήγησε να γράψετε μικροδιήγημα;
Το μικροδιήγημα είναι για μένα ο ιδανικός τρόπος έκφρασης. Συνδυάζει την προφορική αφήγηση με την ποίηση και την εικόνα. Σε αυτό το είδος λόγου εξασκούμαι διαρκώς, γιατί μου ταιριάζει, γιατί οι περιττές περιγραφές αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη και γιατί τα πολλά λόγια που δεν έχουν εμφανή σχέση με την εξέλιξη της ιστορίας, κουράζουν πρώτα εμένα και φροντίζω συνειδητά να τα αποφεύγω.
Μεγάλοι συγγραφείς, που έγραψαν σε αυτό το είδος, είναι για μένα πολύτιμη πηγή έμπνευσης, Τσέχωφ , Μάρκες, Πεσόα , Κάρεν Τζόουνς , Ρέιμοντ Κάρβερ, Λουσία Μπερλίν (με την υπέροχη συλλογή της “Οδηγίες για οικιακές βοηθούς”) , Γιόζεφ Ρότ, Μπρούνο Σουλτς και άλλοι πολλοί σύγχρονοι, ξένοι και Έλληνες. Τους διαβάζω όλους ξανά και ξανά και απολαμβάνω πραγματικά τη δουλειά τους.
Το μικροδιήγημα μου αρέσει και για έναν ακόμη λόγο. Αφήνει στον αναγνώστη τον χώρο που χρειάζεται να συμπληρώσει με τον δικό του τρόπο τα κενά της αφήγησης, να μπει στην ιστορία και να την ερμηνεύσει όπως θέλει. Για παράδειγμα, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα που έχω διαβάσει, είναι το θρυλικό πλέον διήγημα του Χέμινγουεϊ με τις έξι λέξεις “ For sale: baby shoes, never worn “ (Πωλούνται παιδικά παπούτσια εντελώς αφόρετα ). Πόσες, αλήθεια, ιστορίες ή ερμηνείες μπορούν να γεννηθούν από αυτές και μόνο τις λέξεις; Δεν είναι τρομερά ενδιαφέρον και απελευθερωτικό για αναγνώστη και συγγραφέα;
Στα γραπτά σας υπάρχει πολύ έντονο το φανταστικό και το ποιητικό στοιχείο, τί θέλετε να αναδείξετε μέσα από αυτήν την επιλογή;
Έχω την ανάγκη να κοιτάξω τον κόσμο αλλιώς. Να δώσω φωνή στο αγνοημένο υποσυνείδητο, να φέρω στο φως παράδοξες καταστάσεις, σχέσεις, πρόσωπα και προσωπεία που διακρίνω παντού γύρω μου κάτω από την επιφανειακή, όσο και προβλέψιμη, κανονικότητα της πραγματικότητας. Θέλω να φτάσω σε μια αλήθεια που ζει στο βυθό της καθημερινότητας, εκεί που ανθίζουν οι πιο μύχιες σκέψεις μας, τα πιο αλλόκοτα όνειρά μας. Εκεί που έχει τις πηγές της ο αυθεντικός εαυτός μας, όλη αυτή η ποίηση, δηλαδή, που κρύβει ο καθένας μέσα του. Ό,τι δεν εξωτερικεύεται, ό,τι δεν αποκαλύπτεται, ό,τι κρύβουμε από τους άλλους συνειδητά ή υποσυνείδητα. Είμαι, λοιπόν, ο τύπος που του αρέσει να κρυφακούει και να κρυφοκοιτάζει τις αληθινές ζωές των ανθρώπων, ο τύπος που ελπίζει να δώσει φωνή στο ανείπωτο, σε όσα συναισθήματα και σκέψεις έχουμε παραμελήσει, ξεχάσει, αγνοήσει.
Καθώς ζούμε στην εποχή της πλήρους απομυθοποίησης, αποσταθεροποίησης και αποϊεροποίησης του δυτικού κόσμου, ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος της τέχνης στις μέρες μας;
Η ερώτηση αυτή μου φέρνει στο νου εμβληματικά έργα, τα οποία την εποχή που γράφτηκαν, έμοιαζαν δυστοπικές αφηγήσεις ενός ζοφερού μέλλοντος. Για παράδειγμα ο “Θαυμαστός καινούργιος κόσμος” του Άλντους Χάξλεϋ , το “1984” του Τζωρτζ Όργουελ , το “Fahrenheit 451” του Ρέι Μπράντμπερι. Δυστυχώς, πολλά από όσα περιγράφονται στα έργα αυτά ως δυστοπία, έγιναν πραγματικότητα στην εποχή μας.
Έχουν γραφτεί πολλά, και έχουν υπάρξει ριζικές διαφωνίες και αντιπαραθέσεις για το ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος της τέχνης σε κάθε εποχή. Προσωπικά πιστεύω ότι η λογοτεχνία, και γενικότερα η τέχνη, αντικατοπτρίζει την εποχή της, όχι μόνο με τη θεματολογία της αλλά ακόμη και με την τεχνοτροπία της. Ο καλλιτέχνης, που ζει και εργάζεται μέσα στην κοινωνία του σήμερα, επηρεάζεται από όσα συμβαίνουν γύρω του. Δεν ζει κάπου απομονωμένος, δεν γράφει εν κενώ. Η απομάγευση του σύγχρονου κόσμου, λοιπόν, είναι επόμενο να αποτελέσει, συνειδητά ή υποσυνείδητα, την πηγή της σύγχρονης τέχνης.
Πιστεύω ότι η τέχνη αποτυπώνει την εποχή της. Αυτός είναι ο κανόνας που, αναπόφευκτα, γίνεται και ο ρόλος της, ακόμη και όταν δεν το επιδιώκει. Είναι ο καθρέφτης της εποχής της και μεταφέρει τον σφυγμό της, την ιδιαίτερη “θερμοκρασία” των ανθρώπινων σχέσεων, ή μη- σχέσεων, χωρίς να διδάσκει, ή να δικάζει. Η τέχνη “μιλάει“ με τα θέματα που επιλέγει να αναδείξει, με τα εκφραστικά μέσα που διαθέτει. Λέγοντας αυτά έχω στο νου μου την εμβληματική “Γκουέρνικα” του Πικάσο, ένα έργο που αποτυπώνει θεματικά και εκφραστικά τη σύγχρονη εποχή. Ωστόσο, δεν ξέρω αν η τέχνη σήμερα έχει τη δύναμη να επηρεάζει τους ανθρώπους, τουλάχιστον στον βαθμό που αυτό συνέβαινε στο παρελθόν.
Το έργο του καλλιτέχνη συγκλίνει κατά την γνώμη σας ή αποκλίνει από την ζωή και τον χαρακτήρα του;
Πιστεύω ότι κατά βάση το έργο του καλλιτέχνη αρδεύεται από τη ζωή του και φέρνει τη σφραγίδα του χαρακτήρα του. Ωστόσο αυτή η άποψη δοκιμάστηκε σκληρά στον εικοστό αιώνα και οδήγησε σε θεωρητικές ακρότητες. Από τις ερμηνείες των λογοτεχνικών κειμένων με βάση αποκλειστικά τη ζωή του δημιουργού τους με μια εμμονή στα βιογραφικά στοιχεία και τον χαρακτήρα του , η λογοτεχνική κριτική πέρασε στο άλλο άκρο. Ο Roland Barthes γράφει το 1967 το δοκίμιο “O θάνατος του Συγγραφέα”, με στόχο να απομυθοποιηθεί ο ρόλος του συγγραφέα, η ζωή και ο χαρακτήρας του, ως ερμηνευτική βάση του έργου του. Προτάθηκε μάλιστα από διάφορους κριτικούς μια νέα ερμηνευτική τακτική, η εκ του σύνεγγυς ανάγνωση. Το κείμενο θα έπρεπε να διαβάζεται και να ερμηνεύεται αυτό καθαυτό με απόκρυψη του ονόματος του δημιουργού του. Πιστευόταν ότι με αυτό τον τρόπο ο αναγνώστης θα μπορούσε να δώσει τη δική του ερμηνεία στο κείμενο και να το αξιολογήσει ανεπηρέαστος από το όνομα ή τα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα. Όπως κάθε θεωρητική ακρότητα, η εκ του σύνεγγυς ανάγνωση (Close reading), δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Και το θεωρώ λογικό. Δεν θα μπορούσε να γράψει κανείς το “ Τρόμος και αθλιότητα του Γ΄ Ράιχ “ (1935), αν δεν ήταν ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Δεν θα μπορούσε ο Οδυσσέας Ελύτης να γράψει αντιπολεμική ποίηση, αν δεν είχε πάρει μέρος στονελληνοϊταλικό πόλεμο το χειμώνα του 1940-41. Ο ίδιος αναφέρει στην “Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό” ότι χωρίς την εμπειρία αυτή, δεν θα του είχε ανοιχτεί ο δρόμος για το “Άξιον Εστί”. Πιστεύω, λοιπόν, ότι η ζωή ενός καλλιτέχνη θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην ερμηνεία ενός έργου τέχνης. Από την άλλη δεν θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, ο χαρακτήρας του, κάποιοι καλλιτέχνες μπορεί να είναι κακοί χαρακτήρες, να παίζει ρόλο στην αξιολόγηση του έργου του.
Καθώς υπήρξατε εκπαιδευτικός και σχολική σύμβουλος ποιος πιστεύετε ότι θα έπρεπε να είναι ο ρόλος της –μάλλον ανύπαρκτης–σχολικής βιβλιοθήκης και ποια θα ήταν τα πέντε βιβλία που θα προτείνατε γι’ αυτήν του Γυμνασίου;
Οι σχολικές βιβλιοθήκες θα έπρεπε να είναι το κέντρο της μαθησιακής διαδικασίας κατά την άποψή μου. Δυστυχώς, όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν συμβαίνει αυτό. Έχω δει βιβλιοθήκες πλήρως εξοπλισμένες να παραμένουν κλειστές και είναι πραγματικά θλιβερό να υπάρχουν βιβλία που δεν τα διαβάζει κανείς πίσω από κλειδωμένες πόρτες. Ως σχολική σύμβουλος είχα ενθαρρύνει τη διδασκαλία μαθημάτων στο χώρο της βιβλιοθήκης και είχα κάνει κι εγώ η ίδια μαθήματα σε αυτό το γόνιμο μαθησιακά περιβάλλον. Εκεί οι μαθητές, απαλλαγμένοι από τη μετωπική διδασκαλία γίνονται συνερευνητές, ανακαλύπτουν τη γνώση συνδυάζοντας πληροφορίες, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες διαχείρισης του υλικού που διατίθεται εκεί, με την κατάλληλη καθοδήγηση, βέβαια. Αν και απαιτείται καλή προετοιμασία του μαθήματος από τον καθηγητή, γιατί έχει πολλές πηγές στη διάθεσή του, που πρέπει να οργανώσει αποτελεσματικά, είναι πολύ δημιουργική η δουλειά που γίνεται εκεί και αξίζει να γίνονται τέτοια μαθήματα κάπου κάπου, όταν μάλιστα η διδακτική ενότητα το επιτρέπει. Με τον τρόπο αυτό προωθείται η αγάπη για το βιβλίο και δίνεται η ευκαιρία σε όλα τα παιδιά να απολαύσουν την ανάγνωση. Επιπλέον καλλιεργείται η φαντασία, απαραίτητο στοιχείο για την πνευματική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού, που, δυστυχώς, σήμερα ζει ως ενήλικας ξοδεύοντας το χρόνο του κλεισμένο σε τέσσερις τοίχους μπροστά από μια οθόνη ή σε φροντιστήρια και σκληρή προετοιμασία για αλλεπάλληλες εξετάσεις.
Υπάρχουν πολλά ελληνικά και ξένα βιβλία, κλασικά και σύγχρονα, που βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, βιβλία περιπέτειας και γνώσης, γραμμένα με χιούμορ, φαντασία, κοινωνική και περιβαλλοντική ευαισθησία. Αναφέρω, δειγματοληπτικά, κάποια τέτοια βιβλία. “Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει” του Λουίς Σεπούλβεδα, “Ο κόσμος της Σοφίας” του Γιοστέιν Γκάαρντερ , ένα βιβλίο για την ιστορία της φιλοσοφίας δοσμένη με τρόπο απολαυστικό ή τα βιβλία “Ο Τζιμ Κνοπφ και ο μηχανοδηγός Λουκάς” και “Μόμο” του Μίχαελ Έντε. Και, βέβαια, θα ήθελα να υπάρχει σε κάθε βιβλιοθήκη μια ανθολογία ποίησης και μια συλλογή αρχαίων ελληνικών μύθων και παραμυθιών από όλο τον κόσμο. Ας δώσουμε την ευκαιρία στους μαθητές να ξεκινήσουν από τον φανταστικό κόσμο των παιδιών για να μπορέσουν να χτίσουν έναν υπέροχο κόσμο ως ενήλικες.