ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΗΣ ΦΤΕΡΩΤΗΣ ΝΙΚΗΣ. ΓΙΑ ΦΑΪ
Γυρίσαμε πανί με πανί κι ησυχάσαμε. Κι από φαΐ; Χορτάσαμε ουρές. Στο Λούβρο περιμέναμε μισή ώρα. Η Λέλα είχε πάρει αγκαλιά τέσσερα γαλλικά βιβλία –για να τη βλέπουν– είχε ανοίξει το ένα, και με το φλούο περνούσε, αμέριμνη, τις αράδες του. Το είχε κατακιτρινίσει. Ο μικρός κάθε τόσο γκρίνιαζε. «Κουράστηκα» έλεγε και μου τραβούσε το χέρι. Ύστερα, στην αίθουσα με τη «Μόνα Λίζα», όπου εκτίθενται κάποιοι τουρίστες, κράτησα τον Κάρολο στην άκρη για να μπορέσει η Λέλα να βγάλει selfie με το πορτραίτο. Ευτυχώς, εγώ και το παιδί τη γλυτώσαμε την ουρά στην Παναγία. Η Λέλα ήθελε να μπει οπωσδήποτε. Κάθισα με τον μικρό στην πλατεία.
Όσο μείναμε, ξεποδαριαστήκαμε. Κάθε τόσο σταματούσαμε για να καθίσει ο μικρός σε κάποιο σκαλί. Στον Κήπο του Λουξεμβούργου βρήκαμε αναπαυτικά καθίσματα και τον πήρε ο ύπνος. Ούτε που τόλμησα να τον ξυπνήσω. Στην αρχή χαλάρωσα, όμως η απραξία άρχισε να με εκνευρίζει. Ένιωσα το ίδιο σαν να περίμενα σε ουρά. Αλλά και πάλι, ήταν καλύτερα που ο Κάρολος κοιμήθηκε. Απέφυγα την ερώτηση που επαναλάμβανε συνεχώς: «Πότε θα πάμε στην Ντίσνεϊλαντ;» Ρωτούσε από το αεροδρόμιο κιόλας. Όμως δεν άντεχε το πορτοφόλι μας μια τέτοια εκδρομή. Την πρώτη μέρα, του είπαμε πως δεν προλαβαίνουμε. Μέχρι να ταχτοποιηθούμε θα μας έβρισκε το απόγευμα. Την επομένη, του είπαμε ότι το πάρκο ήταν κλειστό. Την τρίτη, του δείξαμε τα εισιτήρια για το Μουσείο του Λούβρου που ήδη είχαμε αγοράσει από την Αθήνα. Την τέταρτη μέρα, ήξερε από πριν ότι η Λέλα είχε κανονίσει με ένα φιλικό μας ζευγάρι, εγκαταστημένο στο Παρίσι, να επισκεφθούμε το Μουσείο Ορσέ. Ο Κάρολος υπέθεσε αυθαίρετα πως θα πηγαίναμε μετά, κι εγώ ξαλάφρωσα που δεν πήγα στο μουσείο, γιατί, τελικά, η Λέλα πήγε μόνη να συναντήσει τους φίλους μας.
Η Λέλα γύρισε από το Ορσέ ενθουσιασμένη, κουρασμένη και με χαιρετίσματα. Ο Κάρολος άνοιξε τα μάτια του δύσπιστος, αλλά προτού προλάβει να μας κάνει τη γνωστή ερώτηση, εγώ κι η Λέλα είπαμε, τάχα μεταξύ μας, ότι έρχεται βροχή. Ο Κάρολος φοβήθηκε και δεν μας ρώτησε, μονάχα κοίταξε τα σύννεφα που μαζεύονταν απάνω μας κατάμαυρα.
Την τελευταία μέρα τα πράγματα χειροτέρεψαν. Είχαμε εγερτήριο στις έξι. Έπρεπε να προλάβουμε τόσα ακόμη και, ασφαλώς, να προλάβουμε την πτήση. Ετοιμάσαμε γρήγορα τις βαλίτσες και κατεβήκαμε για πρωινό. Καθώς τρώγαμε ο Κάρολος ρώτησε: «Μετά θα πάμε στην Ντίσνεϊλαντ;» κι η Λέλα του απάντησε ότι σήμερα δεν προλαβαίνουμε, αλλά όταν ξανάρθουμε στο Παρίσι θα είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνουμε. «Ωραία τα καταφέρατε» είπε ο Κάρολος μουτρωμένος και με το ζόρι ήπιε το γάλα του. Είχαμε αφήσει για την τελευταία μέρα τον Πύργο του Άιφελ και την πλατεία του Τροκαντερό. Σέρνοντας τις βαλίτσες (εγώ έσερνα και του μικρού) φτάσαμε μετ’ εμποδίων στον πρώτο προορισμό μας. Πήχτρα. Κάποιοι τουρίστες έκαναν λες και πήγαν για προσκύνημα σε άγιο λείψανο. «Τι ουρά είναι αυτή;» ρώτησε ο Κάρολος. Εγώ έκανα πως δεν ήξερα. «Περιμένουν να ανέβουν» είπε η Λέλα. «Εμείς γιατί δεν περιμένουμε;» «Γιατί δεν θα ανέβουμε» είπα κοφτά. «Θέλω να ανέβω» είπε ο Κάρολος με πείσμα. «Δεν προλαβαίνουμε, μωράκι μου» του είπε η Λέλα. Ο Κάρολος επέμεινε: «Θέλω να ανέβω». Η διάθεσή του είχε χαλάσει από το πρωί, όταν του κλείσαμε άξαφνα την τηλεόραση με τα κινούμενα σχέδια. Σκούπισα με την παλάμη τον ιδρώτα στο πρόσωπό μου, είπα βλοσυρός «φεύγουμε» και προχώρησα λίγα μέτρα σπρώχνοντας τις βαλίτσες. Η Λέλα μου φώναξε: «Δεν έρχεται». «Τράβα τον» είπα θυμωμένος και λίγη ώρα μετά, αφού κάναμε τον γύρο του πύργου, φτάσαμε στο Τροκαντερό.
Τελείωσα το πιάτο μου και ο Κάρολος δεν το είχε αρχίσει ακόμη. Η Λέλα έτρωγε μια μπουκιά κι έλεγε: «Φάε, Κάρολε, πρέπει να φύγουμε». Τίποτε. Ο μικρός εξακολουθούσε να κάνει πείσματα. Πάντοτε η άρνηση του Κάρολου να φάει με διαόλιζε. Σκεφτόμουν πόσο τυχερά είναι τα παιδιά που κάνουν καμώματα με το φαγητό τους. Όταν χτύπησε το ξυπνητήρι στο κινητό μου, ζήτησα να πληρώσω. Η Λέλα τρομοκρατήθηκε. Πώς θα φεύγαμε με το παιδί άσιτο; Μου ήταν αδιάφορο. Ας έτρωγε τα μπισκότα στο αεροπλάνο. Προτού πληρώσω ανέπαφα, η Λίζα ζήτησε από το γκαρσόν να βάλει τη μερίδα του Κάρολου σε πακέτο. Όταν ο άνθρωπος επέστρεψε, φύγαμε τρέχοντας για να πάρουμε το τρένο για το «Σαρλ ντε Γκολ».
Βιογραφικό Ευάγγελος Ι. Τζάνος