Scroll Top

Φωτεινή Βασιλοπούλου | Η ζαργάνα

Υπεύθυνη στήλης | Ηρώ Νικοπούλου

Η στήλη αυτή ασχολείται αποκλειστικά με το μικρό διήγημα, που τις τελευταίες τρεις τουλάχιστον δεκαετίες έχει αγαπηθεί για την αμεσότητα και την σπιρτάδα του, ανταποκρίνεται στους ρυθμούς της ψηφιακής εποχής και έχει αναδειχθεί ως νέο λογοτεχνικό είδος. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης και θεωρητικής προσέγγισης πολλών Διεθνών Συνεδρίων. Μικρό διήγημα, μικροδιήγημα, μικροαφήγημα, ιστορία μπονζάι, flash fiction, short story, minicuento, nanocuento κ.ά ορίζουν τον τρόπο και τον στόχο της μικρής σε αριθμό λέξεων μυθοπλαστικής φόρμας, που χαρακτηρίζεται από πλοκή και χαρακτήρες, από υπαινικτικότητα και αφαίρεση, συχνά έχει ανοιχτό τέλος και πάντοτε ζητά την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη, που καλείται να συμπληρώσει την πλοκή, όπως φαίνεται καθαρά στην πιο γνωστή σύντομη ιστορία του 20ου αιώνα, που αποδίδεται στον Χέμινγουέι: «Προς πώληση: βρεφικά παπούτσια εντελώς αφόρετα».

Η στήλη θα φιλοξενεί κάθε μήνα ένα συγγραφέα με τρία αδημοσίευτα διηγήματά του, το αφιέρωμα θα ολοκληρώνεται με μία συνέντευξή του την τέταρτη εβδομάδα.

Η ζαργάνα

Το θεριεμένο αναρριχητικό χάιδευε, με τα λεπτά σαν τρίχες πινέλου φύλλα του, τον τραχύ ασοβάτιστο τοίχο, πλαισιώνοντας με τα κίτρινα άνθη του την πινακίδα με τα καλλιγραφικά γράμματα Συνεργείο αυτοκινήτων-Αλλαγή ελαστικών, χωρίς να καλύπτει τη βαριά μυρωδιά του καουτσούκ και του γράσου.

Κάτω απ’ την υποτυπώδη σκιά του, εκείνη την κατάξερη καλοκαιρινή μέρα, η Αθηνά Ψηλολίχνου, ανώτερη υπάλληλος στο Δημόσιο Ταμείο, όργωνε με τα νεύρα κάγκελο και τα τακουνάκια της το αραιά και πού βρωμισμένο από σκυλίσια περιττώματα πεζοδρόμιο, μαδώντας το φυτό και εναλλάξ βρίζοντας μια τον μάστορα που την έστησε, μια τους φίλους της που της τον είχαν προτείνει ενθουσιωδώς.

Αξιόπιστος, εξυπηρετικός, ήσυχος, ευγενικός. Αφοσιωμένος στη δουλειά του, να βάλει τα σωστά νούμερα, να βιδώσει τα μπουλόνια χωρίς να τα τιγκάρει, να μετρήσει τον αέρα, να δοκιμάσει πώς σπινάρουν οι τροχοί κι αν οι τσιμούχες μπήκαν σωστά. Τόσο ευσυνείδητος. Πραγματικός επαγγελματίας, της τόνισαν, ακριβής, συνεπέστατος, στην ώρα του.

Ποια συνέπεια, ποια ώρα του, που να πάρει; Τρία τέταρτα τον περίμενε. Κόντευε ήδη εννιά. Τι να ’κανε, να ’παιρνε αυτόν τηλέφωνο -είχε ένα κινητό σε περίπτωση ανάγκης στην πινακίδα- ή τους φίλους της; Αυτόν, κι αν δεν τον έβρισκε, θα τ’ άκουγαν εκείνοι. Θα τους στόλιζε κανονικά.

Τον καλεί ξανά και ξανά. Μα όσο κι αν τον καλεί, όσο κι αν μαδάει το αναρριχητικό, όσο κι αν χτυπάει το αναθεματισμένο κινητό στην παραλία, ο κάτοχός του δεν απαντά. Η τελευταία κλήση που σήκωσε ήταν χτες το πρωί, πριν βουτήξει για χταποδάκι, την αγαπημένη του ασχολία της Κυριακής, αφότου χώρισε. Δουλειά ως αργά, απαιτητικοί πελάτες. Κομμένα τα κέρδη μετά την κρίση, βουνό τα χρέη. Περιόρισε και τις εξόδους στην καφετέρια, μόνο για τον αγώνα της Τετάρτης. Πώς να φέρει βόλτα τη βδομάδα του κι αυτός χωρίς μια ένεση ευτυχίας;

Τις τρεις πρώτες ώρες, ο μάστορας ένιωθε υπέροχα, κολυμπώντας στα υγρά και ζεστά σαν τη μήτρα της μάνας του νερά, με την τύχη να του χαμογελάει διάπλατα. Πέντε χταπόδια είχε πιάσει με το ψαροτούφεκό του, τρία θράψαλα κι έναν ροφό. Βγήκε κάποια στιγμή, έβαλε τα χταπόδια στην παγοθήκη, μη χάσουν και τη φρεσκάδα τους χωρίς πάγο, θα τα γούλιζε αργότερα, ήπιε μισό λίτρο νερό, έριξε μια ματιά στο κινητό. Τίποτα. Ούτε ένα ικετευτικό ή έστω απειλητικό, μήνυμα από την πρώην. Από τότε που χώρισε, πήγαινε στο ψαροχώρι απ’ τ’ απόγευμα, κοιμόταν στο βανάκι του αργά, χωρίς κανείς να του τριβελίζει το μυαλό.

Με τέτοια ρέντα ετοιμάστηκε για έναν δεύτερο γύρο που διήρκεσε ώρες, του απέφερε πέντε νέα χταποδάκια, δυο μεγάλες σκορπίνες και έναν τρομερό πονοκέφαλο, που μάλλον οφειλόταν στην έλλειψη οξυγόνου. Πώς είχε γελαστεί έτσι και δεν το πήρε είδηση νωρίτερα; Μπορεί να ήταν εκείνη η ζαργάνα που τον δελέασε στο στενό πέρασμα προς τη σπηλιά, με τα σμαραγδένια και κίτρινα χρώματά της, με τη λεπτή κόκκινη ρίγα της. Τιναζόταν, γλιστρούσε από δω κι εκεί, παρασέρνοντάς τον στο κατόπι της, με αποτέλεσμα τώρα να ’χει ξεμείνει από αέρα. Ποιος; Αυτός που τόσο καλά ήξερε να γεμίζει τα λάστιχά του, να μετρά δυο φορές τον αέρα στο καθένα. Με διογκωμένους τους πνεύμονες από την υπερπροσπάθεια, ζούσε έναν διογκωμένο εφιάλτη κι άρχισε να έχει τις πρώτες παραισθήσεις.

Ένιωσε ότι πρώτα σκλήρυναν τα πλευρά του, οι αιχμηρές άκρες τους τρύπησαν τα πνευμόνια του που κλάταραν, συντρίβοντας ύστερα την τρόπιδα και τον θώρακα, καρφώνοντάς τον ανάμεσα στους δύο βράχους, που από το στενό τους πέρασμα είχε προσπαθήσει να καταδυθεί πρωτύτερα. Αισθάνθηκε να τρέχει αίμα από τις πληγές, που γρήγορα θόλωσε τον βυθό, όπως η σουπιά που αμολάει το μελάνι της. Αισθάνθηκε το σώμα του να ελαφραίνει χωρίς αίμα και οξυγόνο. Κανονικά θα έπρεπε να ανέβει στην επιφάνεια, όμως ήταν μαγκωμένος στους δύο βράχους. Στην επιφάνεια ήταν μόνο κάποιος άλλος. Κάποιος που του έμοιαζε, τον παρατηρούσε έντρομος, μα δυστυχώς δεν είχε την υλική υπόσταση να τον βοηθήσει ή τουλάχιστον να σηκώσει το αναθεματισμένο κινητό που χτυπούσε εις μάτην. Ακόμα ζωντανό μετά το χτεσινό λιοπύρι, τη βραδινή υγρασία, την αδύναμη μπαταρία στην χωρίς καλό σήμα παραλία, σ’ αυτόν τον μεσογειακό παράδεισο, που τη σιγαλιά του γρατζουνά με το ξεψυχισμένο τερέτισμά του πάνω στην άμμο.

Βιογραφικό Φωτεινή Βασιλοπούλου

Βιογραφικό Ηρώ Νικοπούλου