Έρση
Μήνας έκλεισε από τότε που έφυγε η Έρση –λίγη απόσταση, μου είπε, θα έκανε και στους δυο μας καλό- και, αντί να κάθομαι στους τέσσερις τοίχους και να μου μπαίνουν σκέψεις, παίρνω τους δρόμους – βοηθάει ευτυχώς ακόμη κι ο καιρός, όψιμο γλυκό καλοκαιράκι στα μέσα του Οκτώβρη.
Είμαι, λοιπόν, με τα μπανιερά μου, πρωί Κυριακής, στο τέρμα της παραλίας του Αϊ Γιάννη, αφού περάσει δηλαδή κανείς την πινακίδα που λέει αδιέξοδο και δει, αν δεν τον εμποδίσει το φύλλωμα της παλιάς συκιάς, το ναΰδριο, κι απλώνω το ψαθάκι μου και κάθομαι. Ύστερα από ολιγόλεπτο ρεμβασμό, συνειδητοποιώ πως παραδίπλα μου, σε πάρα πολύ κοντινή απόσταση, λιάζεται και η Δελμούζου, η παραμόνιμη φιλόλογος των λυκειακών μου χρόνων, η οποία ταχταρίζει την εγγονούλα της, την Βιολέτα, που είναι ακόμα μωρό και δε μιλάει. Δείχνει δε να είναι τόσο απορροφημένη στη φροντίδα της μικρής που ούτε κι αυτή με έχει τόση ώρα δει· διαφορετικά, το χέρι μου βάζω στη φωτιά, θα έτρεχε να με καλοχαιρετήσει – περιέργως πως, όσο ήταν ακόμη καθηγήτρια μας προσφωνούσε όλους ανεξαιρέτως «ζώα» (δεν της άρεσε, όπως έλεγε, να κάνει διακρίσεις), ενώ σήμερα, εικοσιτόσα χρόνια μετά, θυμάται ολονών μας τα μικρά, όπως επίσης κι άλλες σκόρπιες πληροφορίες του βίου μας, πληροφορίες τις οποίες, μερικές φορές, κι εμείς οι ίδιοι θα θέλαμε να είχαμε ξεχασμένες. Όπως και να ‘χει, στο ιδιαίτερο πείσμα αυτής της γυναίκας, το οποίο άγγιζε ενίοτε τις παρυφές της εμμονής, οφείλουμε, φουρνιές ολόκληρες μαθητών, τις τόσο ασυναγώνιστες επιδόσεις μας στ’ Αρχαία.
Σκέφτομαι πως άμα σηκωθώ τώρα και κάνω να φύγω, ίσως τραβήξω την προσοχή της παλιάς μου καθηγήτριας και ίσως έτσι δε γλιτώσω και τον αμήχανο χαιρετισμό. Οπότε κάθομαι στ’ αυγά μου και, ελαττώνοντας τις αναπνοές μου στο έπακρο, προσποιούμαι τον ανύπαρκτο. Ταυτόχρονα, πιάνω να λέω από μέσα μου, για να δω τι μου ‘χει μείνει, τους αρχικούς χρόνους διαφόρων ανωμάλων ρημάτων.
Στην αρχή τα πηγαίνω περίφημα, φτάνω με άνεση ως τους υπερσυντέλικους μην παραλείποντας δεύτερους αόριστους και μέσους μέλλοντες. Εντός ολίγου, όμως, τα βρίσκω μπαστούνια: θυμάμαι πως το αποθετικό ρήμα «οίχομαι» σημαίνει «έχω φύγει», πως έχουμε να κάνουμε με ενεστώτα με σημασία όμως παρακειμένου και πως στον παρατατικό (με σημασία υπερσυντέλικου) το ρήμα γίνεται «ωχόμην», αλλά όσο και να σπάζω το κεφάλι μου, αδυνατώ να θυμηθώ τον μέσο μέλλοντα. Θα πρέπει μάλιστα όλη αυτή η διαδικασία να μου ‘χει πάρει κάμποσα λεπτά της ώρας, γιατί έχει βάλει στο μεταξύ λιγάκι ψύχρα, η θάλασσα μπροστά μου ρυτιδώνει ελαφρώς κι ο ήλιος χάνεται.
Ανασηκώνω το κεφάλι μου: από πάνω μου, χαρούμενη και χαμογελαστή, με το μωρό στον κόρφο της, στέκει η Δελμούζου. Απ’ την τρομάρα που παίρνω μου ‘ρχεται αυτομάτως ο μέλλοντας και τον αναφωνώ:
«Οιχήσομαι!»
«Μπράβο, ζώον!», ακούω τότε την Βιολέτα, τη νεογέννητη εγγονή, που είναι ακόμα μωρό και δε μιλάει, να λέει. Όμως η φωνή είναι της Έρσης.