Ο Μπάρκο
Κάναμε μαζί ένα εξάμηνο στη Λεπτή, επτά χιλιόμετρα δυτικά της Ορεστιάδας. 173 ΜΕΑ/ΑΠ, 323η ΕΣΣΟ. Ισχνός αλλά χειροδύναμος, κίτρινος απ’ τα πολλά τσιγάρα, μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική βορειοελλαδίτικη προφορά. Τζάκετ δεν τον είδα να φοράει ποτέ, ούτε καν τα βράδια στη σκοπιά. Όλον τον χειμώνα τον έβγαλε με το χιτώνιο, κι έξω τρία μέτρα χιόνι. Τον έλεγαν Μπαρκονίκο, όμως εμείς όλοι –οι φαντάροι και οι ΕΠΟΠ- τον φωνάζαμε «Μπάρκο», όπως δηλαδή ο ίδιος μάς συστήθηκε, όπως τον ήξερε, μας έλεγε, κι ο κόσμος του στη Μενεμένη. Πριν καταταγεί, πουλούσε προστασία σε μαγαζιά της Θεσσαλονίκης – κατά δική του ομολογία. Καθάριζε εβδομαδιαίως πολλά χιλιάρικα, τα οποία χάλαγε κατόπιν σε γούστα: ακριβά αυτοκίνητα, ποτά, γυναίκες. Με είχε πιάσει, θυμάμαι, μια φορά παράμερα στο ΚΨΜ, τάχα μου συνωμοτικά, και μου εξιστορούσε.
«Με πιστεύεις;», μου είπε στο τέλος.
«Σε πιστεύω».
«Έχω και φωτογραφίες να σου δείξω, αν δε με πιστεύεις».
«Σε πιστεύω», τον καθησύχασα.
Στις εξόδους μία καναδέζα μάς ξεφόρτωνε κατά τις τρεις το μεσημέρι στην Ορεστιάδα: οι περισσότεροι κινούσαν για τις καφετέριες, κάποιοι για το ίντερνετ καφέ, ελάχιστοι για τα μπουρδέλα. Ο Μπάρκο δεν έβγαινε ποτέ. Καθόταν μ’ όποιον έβρισκε στο ΚΨΜ κάνοντας ξεγυρισμένες τράκες, παίζοντας πινγκ πονγκ, ανεβοκατεβαίνοντας κανάλια στην τηλεόραση. «Να πάω στην Ορεστιάδα να κάνω τι;», έλεγε και ξανάλεγε του καψιμιτζή.
Ιδιαίτερη εντύπωση θα πρέπει να του είχαν κάνει οι αναγνωστικές μου έξεις. Τσαλαβουτούσα εκείνον τον καιρό σε διάφορα κλασικά μυθιστορήματα, επέλεγα μάλιστα τα πιο ογκώδη για να μην ξεμένω: ο ανεφοδιασμός, δεδομένων των συνθηκών, καθίστατο μάλλον δύσκολος. Μετά το μεσημεριανό, άμα δεν είχε νούμερο, ο Μπάρκο πήγαινε στο μέσον του ελικοδρομίου κι άναβε τσιγάρο κανονικό, βιομηχανικό. Άμα τον ευνοούσε ο αέρας, αν δηλαδή ο καπνός δε φυσούσε προς την πύλη του στρατοπέδου (τον αλφαμίτη τον έκανε πάντα υπαξιωματικός), έστριβε καπάκι και το μονόφυλλο – το ‘κανε μάλιστα στραβό, στουμπωμένο πολύ, σαν παραγεμισμένη χριστουγεννιάτικη κάλτσα. Ερχόταν ύστερα στο θάλαμο και την έπεφτε σε παραδιπλανή κουκέτα: τα μάτια του κατακόκκινα, το πρόσωπό του πελιδνό.
«Τι διαβάζεις πάλι εκεί, ρε; Δεν τα ‘μαθες ακόμα;», με ρωτούσε.
«Διαβάζω ένα μυθιστόρημα», του απαντούσα, λουφαγμένος σα γοργόνα μέσα στο χακί μου υπνόσακο.
«Για λέγε».
«Οι ευτυχισμένες οικογένειες…», αρχινούσα εγώ, όμως γρήγορα με διέκοπταν τα κακαριστά του γέλια.
Αργότερα με μετέθεσαν στο Διδυμότειχο κι έχασα τα ίχνη του. Κάποιος μου ‘πε πως έκανε οχτάμηνο· ήτανε, λέει, προστάτης οικογένειας.
Ανοίγω προχθές τον υπολογιστή· φωτογραφίες του Μπάρκο σ’ όλα τα μέσα ενημέρωσης: «Στυγερό Έγκλημα στην Μενεμένη Θεσσαλονίκης», διαβάζω. Νεαρός άστεγος μπήκε σε παράρτημα δημοφιλούς αλυσίδας σούπερ μάρκετ και αφού γέμισε το καλάθι του, έφυγε δρομαίως και χωρίς να περάσει, εννοείται, απ’ το ταμείο. Ο σεκιουριτάς τον πήρε στο κατόπι ζητώντας του σε έντονο ύφος εξηγήσεις. Ακολούθησε λεκτικός διαπληκτισμός. Ο θάνατος του άτυχου εργαζομένου –και πατέρα δύο ανήλικων τέκνων- επήλθε, είπε ο ιατροδικαστής, απ’ το δάγκωμα στην καρωτίδα κι όχι απ’ τα αλλεπάλληλα χτυπήματα του κρανίου του θύματος στο κράσπεδο. Σύμπασα η κοινωνία της συμπρωτεύουσας δηλώνει θορυβημένη, οι κάτοικοι της Μενεμένης, δε, τρίβουν τα μάτια τους: ο Μιχάλης Μπαρκονίκος ήταν ένα άκακο, ευγενικό κι ευαίσθητο παιδί. Προσφάτως, η μοίρα τον χτύπησε διπλά: έχασε τη μάνα του από σκλήρυνση κατά πλάκας και το πατρικό του λόγω αδυναμίας εξόφλησης του στεγαστικού δανείου. «Το πιο λυπηρό στην όλη υπόθεση», σχολίαζε μία κυρία, φιλόλογος μάλιστα σε σχολείο στο οποίο είχε φοιτήσει κι ο νεαρός, «μ’ όλο το σεβασμό στη μνήμη του αδικοχαμένου φύλακα και στο δράμα των οικείων του, είναι ότι ο θύτης, ο Μιχαλάκης, ήταν κι ο ίδιος θύμα, μιας και διατελούσε επί έτη και έτη υπό καθεστώς ακραίας ένδειας και μαρασμού».