Η βαλίτσα
Στη μνήμη του Σωτήρη
ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΜΕΡΑ του Φλεβάρη, αφού πήρε το πρωινό του -τσάι και μαύρο φρυγανισμένο ψωμί με μέλι – ετοίμασε τη μεγάλη βαλίτσα. Αν θυμόταν καλά, ήταν του πατέρα του. Την είχε κρατήσει ως ενθύμιο καρδιακό στην αποθήκη.
Την ακούμπησε ευλαβικά πάνω στο διπλό κρεβάτι, την ξεσκόνισε από τον χρόνο και την άνοιξε με προσοχή μη τυχόν και ματώσουν οι πληγές της. Το πρώτο που έβαλε μέσα της ήταν μια χούφτα χώμα γενέθλιας γης. Χωρίς αυτό δεν ταξίδευε ποτέ. Πήρε και μερικές αλλαξιές ασπρόρουχα για να συναλλάσσει, το κοστούμι του γάμου του, τα μαύρα λουστρίνια -ποιος ξέρει, μπορεί να τον καλούσαν σε Δείπνο. Εξάλλου, ήταν πάντα καλοντυμένος. Δεν θα τα χάλαγε τώρα. Στη συνέχεια, άρχισε να μαζεύει τα αερικά του, τα ολόδικά του αερικά – αγάπες, σκέψεις, μνήμες, οσμές, γεύσεις – και τα στέγασε σε ένα γυάλινο δοχείο για να τα βλέπει διάφανα εκεί που θα πήγαινε.
Έκλεισε τη βαλίτσα, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν ξέχασε την ταυτότητά του. Χωρίς αυτήν, πώς; Την εξώπορτα δεν την κλείδωσε. Το σπίτι του ήταν πάντα φιλόξενο στη ζωή.
Πήρε τον δρόμο του ταξιδιού με ψηλά το κεφάλι ως ευπατρίδης.
Το απόγευμα, τον έθαψαν με το χαμόγελο ολόγιομο και τη βαλίτσα αγκαλιά.