Έχετε διδάξει για χρόνια Θεατρολογία στο Α.Π.Θ. Ιστορία και Θεωρία του Θεάτρου, επίσης, εκτός των επιστημονικών σας συγγραμμάτων γράφετε διήγημα, θέατρο και ποίηση. Πόσο η επιστημονική σας ενασχόληση έχει επηρεάσει τον τρόπο της γραφής σας.
Θα έλεγα ότι υπάρχει στο βάθος του νου και της ψυχής μου ένας ίδιος κώδικας γραφής τόσο για τα επιστημονικά συγγράμματα όσο και για τη λογοτεχνία. Πρόκειται για μια σύνθεση στοχασμών, ένα συμμάζεμα της μακράς και διακειμενικής διαδρομής, που κάνει η έρευνα (στην περίπτωση της επιστημονικής γραφής ) και για την μετα-ποίηση του πυρήνα της ανθρώπινης περιπέτειας (στη λογοτεχνική γραφή).
Διαβάζοντας το έργο σας διαπιστώνω ότι σας απασχολεί ιδιαίτερα ο ψυχισμός της γυναίκας και ο ρόλος της στην σημερινή κοινωνία. Θέλετε να μας μιλήσετε γι’ αυτό;
Πράγματι. Είναι το κέντρο του συγγραφικού μου σύμπαντος, έχει τον κύριο λόγο στη γραφή μου, έτσι όπως την αντιλαμβάνομαι και την ζω εντόσθια. Με απασχολεί αδιάλειπτα. Πρόκειται για μια εσωτερική «μάχη» που είναι συνεχώς παρούσα. Πιστεύω μάλιστα, ακόμη και στις μέρες μας, ότι αυτή «μάχη», η γυναικεία δημιουργία, με άλλα λόγια, παραμένει ακόμη μια εξαίρεση, μια «μάχη» τελείως μοναδική. Μια «μάχη» με τη μητρική εξουσία, αυτή που δίδαξε τις πρώτες κατακτήσεις της γλώσσας. Είναι σαν να βρίσκομαι συνεχώς σε βίαιη αμφισβήτηση με τη μητρική γλώσσα, προσπαθώντας να περάσω όρθια και αδέσμευτη στην αντιπέρα όχθη, χωρίς να ολιγοπιστήσω.
Όταν αρχίζετε να γράψετε ένα διήγημα γνωρίζετε εξ’ αρχής αν θα είναι μικρό ή μεγάλο;
Α! χτυπάτε στην καρδιά της διαδικασίας της γραφής μου. Ξεκινάω με μια σκέψη, ένα συναίσθημα, μια εικόνα, μιαν ιστορία, προσδοκώντας να οικοδομήσω ένα διήγημα χορταστικό. Στη διαδρομή του Λόγου, αρχίζουν οι αποκοπές, τα ψαλιδίσματα, τα ξεκαθαρίσματα. Ειλικρινά, πρόκειται για βάσανο της δικής μου γραφής που δεν σηκώνει πολλά πολλά. Έτσι, στο τέλος, υποκύπτει πάντα στο ολίγο και το μη περιττό.
Το έργο του καλλιτέχνη συγκλίνει ή αποκλίνει από την ζωή και τον χαρακτήρα του;
Πιστεύω ότι δεν μπορεί να υπάρξει σχίσμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τον καλλιτέχνη. Προσωπικά, μου είναι αδιανόητο. Δημιουργούμε με αυτό που είμαστε. Με τις αποσκευές που κουβαλάμε δια βίου. Όσο για τη μετα-φορά που καλύπτει ως πέπλος τα γραφόμενα, αρκεί να το ανασηκώσει ο καλός αναγνώστης για να διεισδύσει στην κυριολεξία του κεκρυμμένου.
Πιστεύετε ότι ο συγγραφέας είναι απαραιτήτως και διανοούμενος, και αν ναι, ποιος είναι ο ρόλος των διανοούμενων σήμερα στην κοινωνία;
Δεν πιστεύω ότι ο συγγραφέας είναι απαραιτήτως και διανοούμενος. Ξέρετε, η έννοια του διανοούμενου είναι πολύ παρεξηγημένη σήμερα… Για μένα, ο διανοούμενος είναι ένας ελεύθερος και ετοιμοπόλεμος στοχαστής που δεν φοβάται να αρθρώσει τον λόγο του κόντρα σε θεούς και δαίμονες. Και μιλάω για έναν λόγο επιδραστικό και συλλογικό που μπορεί να ταράξει το σύμπαν όλο, να το προβιβάσει σε άλλους τόπους, τόσο στη Λογοτεχνία, την Τέχνη, την επιστήμη όσο και την κοινωνία. Ειδικά σήμερα που πολλαπλασιάζονται οι εσταυρωμένοι με τρομακτικό ρυθμό, οι διανοούμενοι είναι χρειαζούμενοι όσο ποτέ για τον ανθρώπινο Πάθος και το αφόρητό του.
Υπάρχουν διηγήματά σας με έντονο το στοιχείο της διακειμενικότητας, από που αλλού αντλείτε ερεθίσματα για τα κείμενά σας;
Νομίζω ότι είναι αναπόφευκτο στοιχείο η διακειμενικότητα στη γραφή. Όσον με αφορά, από τη στιγμή που ξεκινάει το έργο της πάνω στη λευκή σελίδα, επιστρατεύεται ασυνείδητα ο θησαυρός της διακειμενικότητας ως έμπνευση, ως σημαίνων κινητήριος μοχλός του Λόγου. Και ειλικρινά, εκπλήσσομαι και εγώ με την ανάδυσή της. Κάτι μυστήριο γίνεται εκεί μέσα στα βάθη του νου και της ψυχής που καθοδηγούν την πένα μας. Όσον αφορά την προέλευση των ερεθισμάτων αυτών, θα έλεγα ότι η Χώρα της Λογοτεχνίας που με ανάθρεψε είναι η εύκαρπη επικράτεια, η οποία μου κάνει ακόμη τη χάρη να παρεισφρέει στην περιπέτεια της γραφής μου.
Σας έχει συμβεί να ξεκινήσετε με την πρόθεση να γράψετε διήγημα και να προκύψει ποίημα ή το αντίστροφο; Κι αν έχει συμβεί πού το αποδίδετε;
Α! Ναι! Πολλές φορές! Η γραφή γνωρίζει πριν από μας για εμάς. Τι θέλω να πω. Νιώθω ότι ένα ένστικτο ή κάτι άλλο, δεν ξέρω ακριβώς, μου δείχνει, καθ’ οδόν, τη μορφή που ταιριάζει καλύτερα στον συγκεκριμένο λόγο. Και αίφνης αλλάζει η αρχική πρόθεση. Περιττό να σας πω ότι εμπιστεύομαι αυτήν την παράδοξη «νουθεσία».
Με ποιο λογοτεχνικό είδος νιώθετε ότι εκφράζεστε βαθύτερα, όχι καλύτερα αλλά βαθύτερα;
Αναμφισβήτητα με την ποίηση. Είναι ο δικός μου τρόπος να βγάζω τη σκόνη πάνω από την καθημερινότητα και να εξορύσσω το αόρατο που κρύβεται από κάτω. Να ανανεώνω το τοπίο της όρασης με μια πρωτογενή συγκίνηση. Η ποίηση, για μένα, διαθέτει το προνόμιο ενός συμπυκνωμένου στοχασμού, τον οποίο βιώνω πρώτα στο πετσί μου, πριν τον μοιραστώ φωναχτά με τον Άλλον, χωρίς αποσιωπητικά και παρενθέσεις. Μόνο το απόσταγμα, το μύχιο του οποίου είμαι μάρτυρας και με τις δύο έννοιες της λέξης: της μαρτυρίας και του μαρτυρίου.
Ποια στοιχεία πιστεύετε ότι λείπουν από την ελληνική λογοτεχνία;
Δύσκολη ερώτηση… Ειλικρινά, δεν ξέρω αν είμαι σε θέση να απαντήσω συγκεκριμένα. Θα έλεγα, ίσως, ότι απουσιάζει η μεγάλη πνοή, αυτή που θα γυρίσει ανάποδα τον κόσμο της λογοτεχνίας. Θα γίνει αφετηρία νέων οριζόντων…
Μιλήστε μας για την Κυρία Χ, η οποία απ’ όσο γνωρίζω παραστάθηκε τον Σεπτέμβριο του 2019, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Θεατρικού Αναλογίου, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, στο Θέατρο Τέχνης.
Πράγματι. Επρόκειτο για μια ιδιαίτερη στιγμή της Κυρίας Χ., της οποίας η πρώτη γραφή καθώς και η έκδοσή της ήταν υπό μορφή διηγημάτων. Στη σκηνή παραστάθηκε ως μονόλογος. Μετέφερα, δηλαδή, την τριτοπρόσωπη αφήγηση σε πρωτοπρόσωπη για τις ανάγκες της σκηνικής σύλληψης. Η σκηνοθεσία ήταν της Αναστασίας Ρεβή, ηθοποιού και σκηνοθέτιδας, ιδρύτριας του Theatre Lab Company, το οποίο δραστηριοποιείται καλλιτεχνικά και με μεγάλη επιτυχία, εδώ και τριάντα χρόνια ανελλιπώς στο θεατρικό γίγνεσθαι του Λονδίνου.
Στη συνέχεια, η συγκεκριμένη παράσταση της Κυρίας Χ, έγινε αντικείμενο σεμιναρίου και συζήτησης στο Τμήμα Σύγχρονης Ελληνικής Λογοτεχνίας της Οξφόρδης, υπό την καθοδήγηση του Καθηγητή Σύγχρονης Ελληνικής Λογοτεχνίας Δημήτρη Παπανικολάου, σε συνεργασία με το αντίστοιχο τμήμα του πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, καθώς επίσης και με τη θεατρική ομάδα του Theatre Lab Company.
Όσον αφορά τη γραφή της… Όταν η Κυρία Χ ξεκίνησε να έχει λόγο ύπαρξης, γνώριζα καλά ότι θα ήταν μακρύς ο δρόμος της. Κυρία Χ ήταν αυτή, ένα συμπαντικό πλάσμα, ανάμεσα σε γη και ουρανό. Σεβάστηκα τον χρόνο που ήθελε να πάρει. Κάθε φορά που ερχόταν η ευλογημένη στιγμή να γίνει εμπράγματη, περνούσαν από μέσα μου, σαν αερικά, όλες οι Γυναίκες που γνώριζα, κάθε μία με τον δικό της τρόπο. Όλες όμως πολύτροπες αμαζόνες της ζωής.
Με όλες αυτές τις θηλυκές υπάρξεις συναντήθηκε και αντάλλαξε λόγια η Κυρία Χ όλα τα χρόνια που προηγήθηκαν της γραφής. Τα είπαν, τα ήπιαν, τα φώναξαν, τα δάκρυσαν, τα έθαψαν. Μαζί και χώρια. Καταμεσής σε μια ιερότητα βέβηλη, ανίερη, που δήλωνε εξ αρχής την αδυναμία της να παρηγορήσει.
Κάπως έτσι βγήκαν τσάρκα τα μέσα έξω. Και γεννήθηκαν κάτι μικροσκοπικά διηγήματα ίσαμε με μιαν ανάσα. Γιατί της Κυρίας Χ της φτάνει το κουκούτσι. Δεν χρειάζεται τα περιττά. Εκτίθεται ολοκληρωτικά. Δεν ψεύδεται, δεν εξωραΐζει, δεν παρακάμπτει. Απλώς, θέτει όλα τα ζητήματα με ωμότητα και ευθύτητα, χωρίς συγκάλυψη. Ως δημόσια ομολογία. Από τους ελάχιστους σε όλους, μιλώντας ως Άνθρωπος, που αναλαμβάνει άπασα τη θνητότητά του.
Τα υπόλοιπα τα άφησε στον κάθε αναγνώστη και θεατή της. Για να στοχάζεται και να αναστοχάζεται τη δική του συνέχεια, όταν θα σβήνει το φως, πριν πάει για ύπνο.