Ξεκαθάρισμα
Χρόνια τώρα την έπνιγαν όλα. Ανάσα δε μπορούσε να πάρει. Κι εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι… Κι η σκοτεινιά στο μάτι… Και μια παραλυσία στην ψυχή…
Μια μέρα, ξύπνησε αποφασισμένη να δώσει ένα τέλος στην ασφυξία. Σε λίγο καιρό ξεφορτώθηκε ρούχα, έπιπλα, πλουμίδια… Κράτησε μόνο τα τελείως απαραίτητα. Μέχρις εδώ, όλα καλά.
Δυσκολεύτηκε μόνο με τα ανθρώπινα ξεκαθαρίσματα. Έπρεπε να δίνει κάθε φορά εξηγήσεις, πώς και γιατί. Τελικά, της απέμειναν δύο Άλλοι με τους οποίους μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Μια γλώσσα που δεν συρρίκνωνε την ύπαρξη. Δεν την κατήγγειλε. Το αντίθετο, την πολλαπλασίαζε, την έκανε ευρύστερνη, ευάερη και ευήλια.
Σιγά σιγά, η αναπνοή της γέμιζε τον χώρο και τον χρόνο της. Είχε κάτι από ελευθερία, από ευκαρπία. Η ίριδα της ματιάς της άρχισε να παίρνει τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Το σώμα της στεκόταν πλέον με ψηλά το κεφάλι. Πάνω και πέρα από τα λόγια γύρω της που έπεφταν σαν φύλλα μαραμένα στα πόδια της.
Τελικά, χρειαζόταν μια ολόκληρη ζωή αναστεναγμών για να ορθοποδήσει επιτέλους, έστω κι αντιστρόφως ανάλογα με την ηλικία της, σκέφτηκε, καθώς την δάγκωναν κάτι επίμονα δαιμόνια, που δήλωναν «κληρονομιά» της.