Χρονικό προαναγγελθέντος εγκλήματος
Κάθε βράδυ εδώ και βδομάδες κάθομαι στο κεφαλόσκαλο, μπροστά στα δωμάτια των μικρών και λαγοκοιμάμαι πάνω στα γόνατά μου. Δευτέρα Λυκείου, όλα πιο δύσκολα φέτος, με το ζόρι κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά στο μάθημα. Χθες πέρασα από τη βιβλιοθήκη, κάθισα στους υπολογιστές και με την ταυτότητα του κολλητού μου έψαξα για διαβητικούς και διαβητικό κώμα. Δυο μήνες καταστρώνω το σχέδιο για να τον ξεφορτωθούμε μια και καλή, το κάθαρμα που κληρονομήσαμε όταν έφυγε πέρσι η μαμά, τον εφιάλτη στη ζωή μας. Δεν θα το πω σε κανένα γιατί διαβάζω πως σε παρόμοιες περιπτώσεις τους βάζουν φυλακή και ύστερα βγαίνουν και ξαναρχίζουν τα δικά τους. Ποντάρω στις αδυναμίες του, είναι φαγάς και γλυκατζής.
Μια φορά την βδομάδα αδειάζει έναν ολόκληρο κουβά παγωτό φράουλα, 0% ζάχαρη γράφει απέξω. Κάθε μέρα τρυπιέται πρωί και βράδυ, ινσουλίνη. Πρώτα θ’ αγοράσω από ένα απόμακρο σουπερμάρκετ ένα κανονικό παγωτό φράουλα με ζάχαρη και θ’ αλλάξω προσεκτικά το περιεχόμενο. Συνήθως στρώνεται στην τηλεόραση για να δει το αστυνομικό σήριαλ και με φωνάζει να του πάω το παγωτό του από την κατάψυξη. Δεν το μοιράζεται με κανέναν άλλο, είναι μόνο δικό του. Όταν θα πάρει τον κουβά με το 0%, θα φάει κανονικό παγωτό, που δεν θα έτρωγε, που θα τον σκοτώσει. Στο μπάνιο φυλάει το κουτί με τις ινσουλίνες, αλλά δεν θα προλάβει, το κουτί θα είναι άδειο, θα κρατάει μια άδεια σύριγγα. Θα περιμένω να πέσει σε κώμα και τότε, στις μύτες των ποδιών μου, θα πάρω το κουτί που γράφει 0% ζάχαρη και θα κάνω πάλι την αλλαγή. Όταν τον βρουν θα πουν πως έτρωγε αυτό που δεν έπρεπε. Η παραδουλεύτρα έχει κάτι κίτρινα γάντια για τις δουλειές, δεν θ’ αφήσω πουθενά τα δακτυλικά μου αποτυπώματα. Με το 0% σε μια σακούλα σκουπιδιών θα φορέσω γαλότσες, θα βγω από την πίσω πόρτα, θα περπατήσω στα σκοτεινά δρομάκια, θα το πετάξω σε μια ανακύκλωση και θα επιστρέψω από τον ίδιο καρατσεκαρισμένο δρόμο· ούτε κάμερες ούτε ξύπνιοι γείτονες. Κανείς δεν θα μάθει για την αλλαγή. Όταν γυρίσω δεν θα έχει πια σφυγμό. Τότε θα βάλω πίσω στο κουτί τις ινσουλίνες και θα τηλεφωνήσω στο 166.
Ο νοσοκόμος θα διαπιστώσει τον θάνατο, θα καλέσει το 100. Εγώ θα ανέβω να κάτσω με τα αδελφάκια μου που θα έχουν ξυπνήσει από τη φασαρία, έντεκα η Αριάδνη και οκτώ ο Δημήτρης. Δεν ξέρω τι θα τους πω, αλλά κανείς μας δεν θα κλάψει, μόνο θ’ αγκαλιαστούμε σφιχτά και με το βλέμμα θα με ρωτούν.
«Είχα ανέβει για διάβασμα στο δωμάτιό μου γύρω στις 9 κι εκείνος στην πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση κάτι έτρωγε και ίσως να κοιμόταν. Λίγο πριν πέσω για ύπνο κατέβηκα να πάρω ένα μπουκάλι νερό και τότε τον είδα ξαπλωμένο φαρδιά πλατιά καταγής. Αμέσως τηλεφώνησα στο 166 και περίμενα.»
Αυτά θα πω στον αστυνομικό. Ύστερα θα με βάλουν να τηλεφωνήσω στη θεία Νίκη, αυτή θα έρθει, θα με σφίξει στην αγκαλιά της, θα δώσει τα στοιχεία της, θα μαζέψει σάκες και ρούχα, θα πάρει τα δυο μικρά από το χέρι και θα φύγει. Τότε θα μαζέψουν κι εκείνον απ’ το πάτωμα, ότι υπάρχει στο νεροχύτη, πάνω στους πάγκους και στο τραπέζι, όλα μέσα σε σακούλες. Θα φύγω με το αστυνομικό αυτοκίνητο, αλλά πίσω μάλλον θα μείνουν άλλοι με άσπρες μπλούζες για να μαζέψουν στοιχεία, έτσι γίνεται συνήθως.
Εμένα θα με ρωτήσουν στο τμήμα διάφοροι τύποι για τη ζωή μας, λεπτομέρειες, ποιος ψωνίζει, ποιος μαγειρεύει, ποιος μας φροντίζει στο σπίτι, «ορφάνεψαν πάλι τα καημένα» κάποιος θα μουρμουρίσει. Μπορεί να με κρατήσουν μέχρι το πρωί, αλλά κάποια στιγμή θα με στείλουν στο σπίτι. Πριν φύγω θα ρωτήσω λίγο διστακτικά:
«Από τί πέθανε;»
«Διαβητικό κώμα, είπε ο ιατροδικαστής, αν ήταν κάποιος δίπλα του θα μπορούσε να σωθεί», θα απαντήσει ο αστυνόμος κοιτάζοντάς με κατάματα. «Το ξέρατε στο σπίτι ότι ήταν διαβητικός;» θα με ρωτήσει.
«Ναι, βέβαια, αλλά έκανε ενέσεις μόνος του κάθε μέρα κι έτρωγε τα πάντα», θα του πω.
Μπορεί όμως να με στείλουν με τα αδέλφια μου στης θείας κατευθείαν. Δεν ξέρω αν θα μείνουμε στο δικό της ή στο δικό μας σπίτι. Ένα είναι σίγουρο, δεν θα υπάρχουν πια κλειδωμένα δωμάτια, νυχτερινές επισκέψεις και ανεξήγητοι φόβοι. Δεν θ’ απλώσει κανείς το χέρι του ξανά στον Δημήτρη μες στο σκοτάδι, δεν θα ξυπνάει φωνάζοντας η Αριάδνη στον ύπνο της.