ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΕΣ
Την Παρασκευή γελούσαν, αστειεύονταν, έπιναν αναψυκτικά στον κήπο απέναντί μου μ’ ένα ζευγάρι κι άλλα δυο παιδιά. Μελαχρινές, γλυκές παναγίες, η νέα μάνα και η έφηβη κόρη με τα λουλουδιαστά τσιτάκια τους. Δυο μήνες είχαν στη γειτονιά μας, σπάνια τις έβλεπα, ένα κούνημα του κεφαλιού ανταλλάσσαμε, συνεσταλμένες στη λαϊκή, στο σούπερ της γωνίας. Δεν ήθελαν πολλά λόγια, γρήγορα επέστρεφαν, έκλειναν πόρτες και παράθυρα. Ο άντρας έφευγε ξημερώματα, ψηλός, γεροδεμένος, εξηντάρης βλοσυρός. Γύριζε αργά το απόγευμα και τότε άρχιζε η τηλεόραση, δυνατά· σίγουρα έβλεπαν αστυνομικά, όλο πνιχτές φωνές ακούγαμε και θορύβους.
Το Σαββατοκύριακο λείψαμε, μια κοντινή εκδρομή, γυρίσαμε αργά. Το πρωί, με τον καφέ στο χέρι στάθηκα στο παράθυρο. Ζέστη αφόρητη, κουφόβραση και οι γειτόνισσες βγήκαν με μακρυμάνικα και φόρμες. Η μάνα μαντιλοδεμένη και η κόρη κούτσαινε.
Το βράδυ ξυπνήσαμε με τη σειρήνα του νοσοκομειακού. Στα σκαλοπάτια καθόταν η μικρή, η αγωνία κρυμμένη στα χέρια της. Ύστερα κατέβασαν τη μάνα με το φορείο αναίσθητη, αγνώριστο το πρόσωπο, ματωμένα τα ρούχα. Από πίσω βγήκε κι εκείνος, στάθηκε και κοίταζε. Ο διπλανός μας τον πλησίασε διστακτικά, «Ένα ατύχημα, δεν είναι σοβαρό», του είπε· ύστερα τράβηξε από το μπράτσο μέσα το κορίτσι κι έσβησε τα φώτα.