Scroll Top

Κώστας Πούλος | Τσάντα

Υπεύθυνη στήλης | Ηρώ Νικοπούλου

Η στήλη αυτή ασχολείται αποκλειστικά με το μικρό διήγημα, που τις τελευταίες τρεις τουλάχιστον δεκαετίες έχει αγαπηθεί για την αμεσότητα και την σπιρτάδα του, ανταποκρίνεται στους ρυθμούς της ψηφιακής εποχής και έχει αναδειχθεί ως νέο λογοτεχνικό είδος. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης και θεωρητικής προσέγγισης πολλών Διεθνών Συνεδρίων. Μικρό διήγημα, μικροδιήγημα, μικροαφήγημα, ιστορία μπονζάι, flash fiction, short story, minicuento, nanocuento κ.ά ορίζουν τον τρόπο και τον στόχο της μικρής σε αριθμό λέξεων μυθοπλαστικής φόρμας, που χαρακτηρίζεται από πλοκή και χαρακτήρες, από υπαινικτικότητα και αφαίρεση, συχνά έχει ανοιχτό τέλος και πάντοτε ζητά την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη, που καλείται να συμπληρώσει την πλοκή, όπως φαίνεται καθαρά στην πιο γνωστή σύντομη ιστορία του 20ου αιώνα, που αποδίδεται στον Χέμινγουέι: «Προς πώληση: βρεφικά παπούτσια εντελώς αφόρετα».

Η στήλη θα φιλοξενεί κάθε μήνα ένα συγγραφέα με τρία αδημοσίευτα διηγήματά του, το αφιέρωμα θα ολοκληρώνεται με μία συνέντευξή του την τέταρτη εβδομάδα.

Τσάντα

Στη δουλειά, όταν πηγαίνω, δεν παίρνω μαζί μου σακίδιο, ούτε τσάντα. Φίλους δεν έχω. Παλιά είχα τον Στράτο. Μέχρι να κόψουμε, με τον Στράτο ήμασταν πολύ φίλοι. Κολλητοί. Η αρχή αυτής της κομμένης φιλίας πρέπει να τοποθετηθεί στο ξεκίνημα της τετάρτης δημοτικού, όταν η οικογένειά μου αποφάσισε να εγκαταλείψει (από τους τελευταίους) το σχεδόν έρημο χωριό της για να εγκατασταθεί στην άκρη της κοντινής πόλης δίπλα ακριβώς στο σπίτι του Στράτου, από το οποίο μας χώριζε ένας σχετικά χαμηλός φράχτης καμωμένος από ένα χιλιομπαλωμένο συρματόπλεγμα. Ο πατέρας του Στράτου το επισκεύαζε κάθε χρόνο όταν η μεγάλη κερασιά που είχαν στον κήπο άρχιζε να κοκκινίζει τα κεράσια της (μερικά κλαδιά της έγερναν στον δικό μας κήπο με αποτέλεσμα η κυριότητα των καρπών τους να είναι αμφισβητούμενη). Από μόνη της η επισκευή του συρματοπλέγματος λίγο πριν τη συγκομιδή των ώριμων, πλέον, κερασιών θα μπορούσε να εκληφθεί ως έμμεση μομφή εναντίον της οικογένειάς μου και ειδικά εναντίον εμού προσωπικώς, αφού αυτόματα χαρακτηριζόμουν ύποπτος, ειδικά όταν τύχαινε τα κεράσια να δείχνουν λιγότερα πάνω στο δέντρο. Με τον Στράτο αυτό το διάστημα έπρεπε να κάνουμε κύκλο για να συναντιόμαστε και να παίζουμε μπαίνοντας από την κύρια είσοδο εναλλάξ στο δικό του ή στο δικό μου σπίτι. Μετά τη συγκομιδή των κερασιών ανοίγαμε ξανά τις τρύπες στο συρματόπλεγμα και οι δύο κήποι γίνονταν σχεδόν ένας για να παίζουμε πιο εύκολα κρυφτό. Μαζί πηγαίναμε μαζί γυρίζαμε στο σχολείο ως το μεγαλύτερο μέρος της δευτέρας γυμνασίου, μέχρι που συνέβη αυτό το γεγονός που έκανε τη φιλία μας να κοπεί. Ήταν Δευτέρα, τελευταία ώρα της τελευταίας μέρας πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων. Με το χτύπημα του κουδουνιού ξεχύθηκαν όλοι έξω, σαν τους φυλακισμένους που πήραν ομαδικά χάρη. Όλοι εκτός από μένα, που μάταια έψαχνα να βρω την τσάντα μου. Την είχε κρύψει ο Στράτος, «έτσι για πλάκα, μωρέ, να έχουμε κάτι να θυμόμαστε μετά», όπως είπε αργότερα. Την είχε κρύψει καλά, ο μπαγάσας. Σχεδόν μια ώρα μου πήρε για να τη βρω. Πλάκα ξεπλάκα, από τότε δεν του ξαναμίλησα. «Έλα μωρέ κι εσύ, υπερβολικέ», μου έλεγαν οι άλλοι, «μια πλάκα ήταν». Τίποτα εγώ. Το είχα πάρει μανιάτικο (είχα μουλαρώσει). Μου πήρε μερικά χρόνια να το χωνέψω, ότι ναι, μια πλάκα ήταν. Υπερβολικός, όπως πάντα. Ε, έμεινα λίγο παραπάνω μετά το σχόλασμα, δε χάθηκε κι ο κόσμος!

Αργότερα, λίγο οι σπουδές στην πρωτεύουσα, λίγο όλα τα υπόλοιπα, δεν μπόρεσα να επανορθώσω, κι όταν τελικά αποφάσισα να το κάνω, να ρίξω τον εγωισμό μου και να πάω να τον βρω, ήταν αργά. Το είχαν γράψει και οι εφημερίδες: ο Στράτος είχε φύγει από τον δρόμο μαζί με τη μηχανή (το ’πε και το ’κανε ότι θα πάρει μια μηχανή μόλις τέλειωνε το λύκειο)

Αργότερα έπιασα δουλειά στο υπουργείο. Στην αρχή πήγαινα με την τσάντα που μου έκαναν δώρο οι γονείς μου τη μέρα του διορισμού. Ήταν καλή, κράτησε πάνω από τριάντα χρόνια. Μετά χάλασε (πόσο, πια, να κρατήσει!). Δεν πήρα άλλη. Σε λίγο θα βγω και στη σύνταξη. Η σύνταξη, είπε ένας συνάδελφος που βγήκε πέρυσι, δεν αντέχεται. Είχε περάσει, είπε, απλώς για να πει ένα γεια. Εικοσιεφτά χρόνια συνάδελφοι στο ίδιο γραφείο δεν το έλεγε συχνά αυτό το γεια. Φαίνεται πως κι εγώ δεν έκανα πολλά για να το πάρω (παίρνεις από τον άλλον αυτό που σου αξίζει). Τον κέρασα καφέ. Δεν είπαμε πολλά. Τι να πεις. «Άντε γεια», είπε φεύγοντας, «τα ξαναλέμε». Εγώ έμεινα.

Δεν ξέρω γιατί, αλλά τελευταία δεν βιάζομαι να φύγω από τη δουλειά μετά το σχόλασμα. Μένω πάντα λίγο παραπάνω. Όταν έχουν φύγει όλοι, ρίχνω μια ματιά μήπως ξέχασα κάτι (τι κάτι;) και γυρίζω στο σπίτι. Κάθε δεύτερη μέρα μαγειρεύω ή τρώω ό,τι έμεινε από την προηγούμενη. Τις Κυριακές κάθομαι στο σουβλατζίδικο. Από τα τέσσερα καλαμάκια που παραγγέλνω τρώω συνήθως τα δύο. Τα άλλα λέω στο παιδί να τα βάλει σε μια τσάντα. Βάζω την τσάντα στο ψυγείο για τη Δευτέρα. Δευτέρες δεν μαγειρεύω ποτέ.

Βιογραφικό Κώστας Πούλος

Βιογραφικό Ηρώ Νικοπούλου