Η κόκκινη μπλούζα
Ερχόταν από την απέναντι μεριά του πεζοδρομίου. Περπατούσε με βήμα άτσαλο, κουνώντας τα χέρια, όπως όταν έχουμε μια έντονη συζήτηση. Γύριζε το κεφάλι στο πλάι και κάτι έλεγε σε ένα αόρατο συνοδό. Μεγαλόσωμη γυναίκα, πενηντάρα, πενηνταπεντάρα, κάπου τόσο, παχιά, ξεχείλιζαν οι πλαδαρές σάρκες κι αταίριαστο, πάνω σε ένα λαιμό γεμάτο ιδρωμένες ζάρες, ένα μικρό κεφάλι με αχτένιστα μαλλιά, προχειροπιασμένα στο κορφοκέφαλο, από όπου ξέφευγαν τούφες ξανθές ξεβαμμένες από καιρό, που ανακατεύονταν μ’ άλλες σε ένα σβησμένο σταχτί. Φορούσε ένα πολύ στενό κόκκινο μπλουζάκι · πολύ στενό και πολύ νεανικό. Κόκκινο μακό, με κοντά μανίκια, βαθύ ντεκολτέ και μια μεγάλη κίτρινη πεταλούδα, τόσο μεγάλη που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της μπλουζίτσας. Μια κίτρινη πεταλούδα με δυο κόκκινες βούλες στα φτερά της και μαύρες κεραίες. Σε κάθε ανάσα της τα μεγάλα στήθη της πίεζαν το ύφασμα σα να ’θελαν να το σκίσουν και να πεταχτούν λεύτερα έξω κι έσπρωχναν την πεταλούδα μπροστά λες και την προκαλούσαν να ξεκολλήσει από το ύφασμα και να πετάξει μακριά. Ήταν της μόδας αυτές οι μπλούζες με τις μεγάλες πεταλούδες πριν από μερικά χρόνια, τις φορούσαν όλα τα κορίτσια του Γυμνασίου. Είχα πάρει κι εγώ μια για την αναδεξιμιά μου.
Και το παντελόνι της ήταν νεανικό και δεν ταίριαζε καθόλου στον σωματότυπό της. Μαύρο, στενό, κολάν, ελαστικό, μέσα από το οποίο ξεχείλιζαν οι ανοικονόμητοι μηροί. Η κοιλιά έκανε πρόστυχες δίπλες και προσπαθούσε να μείνει καλυμμένη από το ελαστικό κάπως γυαλιστερό μαύρο ύφασμα, αλλά μάταια. Κάθε λίγο και λιγάκι σήκωνε το παντελόνι αλλά πριν περάσει ένα λεπτό οι σάρκες τίναζαν βίαια το ύφασμα, έκαναν ένα ρολό τη ζώνη, το μπλουζάκι σηκωνότανε και αποκάλυπτε το σώμα της. Σήκωνε τότε ξανά το παντελόνι, ίσιωνε το μπλουζάκι και συνέχιζε να μιλά στον αόρατο σύντροφο του περιπάτου της με πλατιές κινήσεις των χεριών και έντονες γκριμάτσες που βάθαιναν τις ήδη βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο και γύρω από το στόμα.
Δεν μπορούσα να τραβήξω τα μάτια μου από πάνω της, με είχε συναρπάσει η εικόνα της, η θλιβερή εικόνα της, και έκανα την σκέψη πως ίσως επρόκειτο για ένα δύστυχο πλάσμα που είχε χάσει τα λογικά του και νόμιζε πως βρισκόταν ακόμη στην πρώτη νεότητα και την ομορφιά της. Σαν φτάσαμε όμως η μια πολύ κοντά στην άλλη διέκρινα τα δάκρυα στα μάτια της και είδα το σπαρακτικό τρέμουλο των χειλιών. Είδα τον απροκάλυπτο πόνο που χαράκωνε την όψη της, την άγρια απελπισία. Ξεροκατάπια και κατέβασα τρομαγμένη το βλέμμα. Καθώς έκπληκτη τάχυνα το βήμα, ένιωσα τα χέρια της να αρπάζουν το μπράτσο μου και να με ακινητοποιούν. Τότε τρόμαξα. Κοίταξα γύρω μου μήπως χρειαστώ βοήθεια από κάποιον περαστικό. Ο δρόμος ήταν άδειος, το ψυχρό σούρουπο φαίνεται δεν ενέπνεε για περιπάτους ή αργοπορημένα ψώνια. Την ώρα που προσπαθούσα να ανακτήσω την ψυχραιμία μου και να υπολογίσω τι πρέπει να κάνω, την άκουσα να μου λέει με αργή φωνή, σα να μου υπαγόρευε ένα κείμενο ««Σήμερα είναι 2 Απριλίου. Σαν σήμερα πέθανε το κοριτσάκι μου. Δεκατεσσάρω χρόνων ήταν. Διες. Τη φορώ κατάσαρκα την κόρη μου εγώ και την πηγαίνω βόλτα στις μυρωδιές των νερατζών». Μου άφησε απότομα το μπράτσο και προχώρησε. Με προσπέρασε όμως εγώ είχα μείνει ακίνητη, στο ίδιο σημείο· βήμα δεν μπορούσα να κάνω. Μόνο γύρισα το κεφάλι να τη δω άλλη μια φορά. Είδα πως έκανε κι εκείνη το ίδιο. Σήκωσε μάλιστα το χέρι της και μου ‘δειξε αόριστα ένα σημείο προς την πλευρά που προχωρούσε: «Μόλις περάσουμε τις γραμμές του τραμ … εκεί είναι το τάμα… έχει και φωτογραφία της…». Καθώς σήκωσε το χέρι της, οι δίπλες της κοιλιάς ελευθερώθηκαν ξανά, σκέπασαν την άκρη του μαύρου κολάν και το κόκκινο ύφασμα της μπλουζίτσας τυλίχτηκε σα ρολό και έκρυψε λίγο από την κίτρινη πεταλούδα, σα να κάποιος της ψαλίδισε την άκρη των φτερών της.
2-20 Απριλίου 2024