Το φιγουρίνι
Περνούσε κάθε πρωί έξω από το μικρό κηπάκι της γειτονιάς. Κηπάκι τρόπος του λέγειν δηλαδή. Κάποιος δήμαρχος φύτεψε την προτομή ενός ξεχασμένου γάλλου ποιητή, τάχα φιλέλληνα το πάλαι ποτέ, σε ένα τρίστρατο, φύτεψε και δυο τρεις ευκάλυπτους, έβαλε και τέσσερα παγκάκια ξύλινα που με τα χρόνια έχουν σχεδόν διαλυθεί και μόνο η πιτσιρικαρία της γειτονιάς σκαρφαλώνει στην πλάτη τους και αράζει το βράδυ εκεί, σα σμήνος πουλιά στα σύρματα, με μπίρες και σουβλάκια μέχρι αργά, κι αυτό είναι όλο κι όλο. Το πρωί έρχεται μια γιαγιά και ταϊζει περιστέρια, γι’ αυτό τα παγκάκια είναι λουσμένα από τις βρωμερές κουτσουλιές τους και το κηπάκι μυρίζει άσχημα, ιδίως το καλοκαίρι. Αυτός λοιπόν περνούσε κάθε πρωί από εκεί, στητός, με το στήθος προτεταμένο σαν στρατηγός που επιδεικνύει τα παράσημά του, με βήμα αργό και αρχοντικό και κατευθυνόταν προς το κέντρο της πόλης –τον είχαν δει πολλές φορές στην πλατεία να συζητά με μια παρέα ομηλίκων του κι άλλοτε να προσπερνά την πλατεία και να χάνεται στους δρόμους της βόρειας πόλης. Επέστρεφε το απόγευμα, κρατώντας συχνά μια πάνινη σακούλα με ψώνια. Τα μαλλιά του -καστανά ανοιχτά που άσπριζαν όλο και πιο πολύ καθώς περνούσαν τα χρόνια, πάντα καλοχτενισμένα, με πιστολάκι γυρισμένες προς τα μέσα οι άκριες- σκέπαζαν τον σβέρκο κι ένα ζευγάρι σκούρα μεγάλα γυαλιά ηλίου, ακριβά αλλά παλιομοδίτικα, έκρυβαν το πρόσωπό του χειμώνα καλοκαίρι.
Λίγοι ήξεραν το όνομά του, Αριστείδης Φατούρος, το παρωνύμι του όμως ήταν πασίγνωστο: το «φιγουρίνι». Κι άλλοι το έλεγαν με θαυμασμό, οι περισσότεροι όμως, φόρτωναν τη λέξη με ειρωνεία, ενίοτε και με διάθεση κοροϊδίας και χλευασμού, ιδίως οι συνομήλικοί του που μάλλον ζήλευαν το λεπτό, ευκίνητο αρκετά νεανικό ακόμη σώμα του. Όντως το ντύσιμό του ήταν παράξενο, απομεινάρι της δεκαετίας του ’70, εποχή που πρέπει να διήνυσε τα πρώτα του νιάτα. Παντελόνια με μια ιδέα καμπάνας, ψηλοκάβαλα, ραμμένα σε άξιο ράφτη, από τη δεξιά τσέπη των οποίων έβγαινε μια διπλή χρυσή αλυσίδα που κούμπωνε στη στενή ζώνη και πουκάμισα με σχετικά φαρδιά, φουσκωτά μανίκια, σε έντονα χρώματα, και στον καρπό του δεξιού χεριού μια χοντρή χρυσή ταυτότητα με τα αρχικά του. Το καλοκαίρι που άφηνε ανοιχτά τα πρώτα κουμπιά διακρινόταν ένα φαρδύ μαύρο κορδόνι με ξύλινο σταυρό στο λαιμό του.
Μια μέρα τον είδαν σε μια τηλεοπτική εκπομπή για την υγεία να προπαγανδίζει την αποχή από το κρέας και να εκθειάζει την διατροφή με σαλάτες και φρούτα. Επέμεινε πως το μόνο ζωικό λεύκωμα που επέτρεπε στον εαυτό του ήταν το γιαούρτι και, πού και πού κανένα αυγό. Μιλούσε ως ειδήμων μολονότι είχε προσκληθεί λόγω της μακροχρόνιας εμπειρίας του σ’ αυτό το είδος της διατροφής και εξηγούσε πως σ’ αυτό οφείλει την ευεξία και την νεανικότητά του, παρά τα 73 του χρόνια. Πάντως πράγματι η πάνινη τσάντα για τα ψώνια ήταν συνήθως ξέχειλη με φρούτα λαχανικά. Καμιά φορά στεκόταν να πάρει μια ανάσα στο κηπάκι κι αν τύχαινε να περνά κάποιο παιδί, του χαμογελούσε και του χάιδευε διακριτικά τα μαλλιά, προσφέροντάς του ένα φρούτο. Πολλές φορές τα παιδιά τραβιόντουσαν φοβισμένα, όσα όμως γνώριζαν το «φιγουρίνι», κοντοστέκονταν κι έπαιρναν το φρούτο -συνήθως μια μπανάνα ή ένα μανταρίνι χιώτικο, με κουκούτσι- τον χαιρετούσαν με γέλια χωρίς ιδιαίτερο σεβασμό στην ηλικία του και έφευγαν. Μόνο ένα παχύ, δυσκίνητο αγόρι, που εξαφανίστηκε πριν από καιρό και το έδειχναν μέρες στο Amber Alert, κοντοστεκόταν και του έλεγε δυο ευγενικές κουβέντες κι αυτός το φίλευε με ένα ακόμη φρούτο ή λίγους ξηρούς καρπούς.
Εκείνη την ημέρα η γειτονιά έκπληκτη είδε τα περιπολικά να κλείνουν τον σχετικά στενό δρόμο μας και την αστυνομία να τυλίγει μια πολυκατοικία με την ασπροκόκκινη κορδέλα που δηλώνει τον τόπο κάποιου εγκλήματος. Οι αστυνομικοί κατέβασαν με χειροπέδες το «φιγουρίνι», για πρώτη φορά αχτένιστο και ατημέλητο. Το ψυγείο του ήταν γεμάτο με ανθρώπινο κρέας και στα σκουπίδια του βρέθηκαν υπολείμματα από μαγειρεμένο σώμα παιδιού.
5.6.2024