Scroll Top

Πία Μπάρος | Συνέντευξη στην Ηρώ Νικοπούλου

Υπεύθυνη στήλης | Ηρώ Νικοπούλου

Η στήλη αυτή ασχολείται αποκλειστικά με το μικρό διήγημα, που τις τελευταίες τρεις τουλάχιστον δεκαετίες έχει αγαπηθεί για την αμεσότητα και την σπιρτάδα του, ανταποκρίνεται στους ρυθμούς της ψηφιακής εποχής και έχει αναδειχθεί ως νέο λογοτεχνικό είδος. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης και θεωρητικής προσέγγισης πολλών Διεθνών Συνεδρίων. Μικρό διήγημα, μικροδιήγημα, μικροαφήγημα, ιστορία μπονζάι, flash fiction, short story, minicuento, nanocuento κ.ά ορίζουν τον τρόπο και τον στόχο της μικρής σε αριθμό λέξεων μυθοπλαστικής φόρμας, που χαρακτηρίζεται από πλοκή και χαρακτήρες, από υπαινικτικότητα και αφαίρεση, συχνά έχει ανοιχτό τέλος και πάντοτε ζητά την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη, που καλείται να συμπληρώσει την πλοκή, όπως φαίνεται καθαρά στην πιο γνωστή σύντομη ιστορία του 20ου αιώνα, που αποδίδεται στον Χέμινγουέι: «Προς πώληση: βρεφικά παπούτσια εντελώς αφόρετα».

Η στήλη θα φιλοξενεί κάθε μήνα ένα συγγραφέα με τρία αδημοσίευτα διηγήματά του, το αφιέρωμα θα ολοκληρώνεται με μία συνέντευξή του την τέταρτη εβδομάδα.

Στο βιογραφικό σας αναφέρετε ότι οι γονείς σας ήταν δεξιών πεποιθήσεων ιδιοκτήτες γης. Πώς διαμορφώσατε τελικά εσείς τις δικές σας; Μιλήστε μας για τα παιδικά σας χρόνια.

Οι δικοί μου ήταν γαιοκτήμονες, μεγάλωσα στην ύπαιθρο.  Υπήρξα  μανιώδης αναγνώστρια από πολύ μικρή. Προφανώς, το διάβασμα και η επαφή με ό,τι σημαίνει ύπαιθρος, μας κάνει να θυμόμαστε ο καθένας την παιδική ηλικία με διαφορετικό τρόπο. Εμένα με ώθησε να δω τον κόσμο στις πιο απάνθρωπες μορφές του.  Σταθμός στη ζωή μου ήταν η φράση ενός βιβλίου που διάβασα μικρή και έλεγε: «Ο σεβασμός βασιζόταν στον φόβο».  Μία από τις βασικές μου αρχές είναι ότι σε πλαίσιο ηθικής και πολιτικής δεν πρέπει ποτέ να συγχέεται ο σεβασμός με τον φόβο.  

Ποια από τα πρώτα σας διαβάσματα θεωρείτε ότι χαράχτηκαν μέσα σας τόσο έντονα ώστε να αλλάξουν τον τρόπο που αντιλαμβάνεστε τον κόσμο και της αξίες της ζωής;

Τα έργα του Χούλιο Κορτάσαρ, βιβλία με πειρατές, ρομαντικά μυθιστορήματα, μυθιστορήματα που άπτονται διαπροσωπικών σχέσεων, κοινωνικών και φιλοσοφικών θεμάτων, υπαρξιακών αναζητήσεων, Νίτσε, Καντ, που ποτέ δεν κατάλαβα παρά μόνο τώρα που είμαι πια μεγάλη. Τα βιβλία και ό,τι συνέβη στην εφηβική μου ηλικία έθεσαν τις βάσεις των αξιών μου και της στάσης μου απέναντι στη ζωή. Αυτό το κουβάρι από ιστορίες, αυτό το κουβάρι από γράμματα έκαναν αυτή που είμαι σήμερα.

Πώς επέδρασε στον ψυχισμό σας εκείνη η επίθεση που περιγράφετε στην ιστορία σας με τίτλο «Acechos».  Πόσο έχει καθορίσει τη λογοτεχνία σας η δικτατορία του Πινοσέτ. Τότε ήταν η πρώτη φορά που γράψατε λογοτεχνία;

Πάντα έγραφα, άρχισα από πολύ νωρίς. Έγραφα από τα πέντε ή έξη χρόνια μου. Αργότερα, στην εφηβεία μου, ήρθε το Πραξικόπημα. Θα ήθελα όμως να πω κάτι που αφορά εμάς τις γυναίκες, με νοιάζει πολύ η περίπτωση των γυναικών. Πολλές γυναίκες συγγραφείς επισημαίνουν ότι τα έργα τους εξετάζονται συχνά μέσα από τον φακό της προσωπικής τους εμπειρίας, ενώ οι άνδρες θεωρούνται συχνά δημιουργοί μυθοπλασίας, χωρίς να απαιτείται η δική τους αυτοβιογραφική σύνδεση. Θαρρείς και οι γυναίκες είμαστε μόνο για αναπαραγωγή και ανίκανες για μυθοπλασία.

Η δικτατορία είναι μόνο ένα κομβικό πολιτικό σημείο, αλλά μια καμπή ζωής που επηρέασε όλη τη χώρα. Επιπλέον, διάρκεσε δεκαεπτά χρόνια στη Χιλή. Αυτή η δικτατορία μας επέβαλε δώδεκα χρόνια απαγόρευση κυκλοφορίας. Για δώδεκα χρόνια μας έλεγαν τι ώρα να κοιμηθούμε, τι επιτρεπόταν να διαβάσουμε και τι όχι, τι γνώσεις θα είχαμε. Αυτό καθόρισε την ιδιοσυγκρασία μας, τη δράση μας. Η ζωή μας περιορίστηκε τόσο που η χώρα σημαδεύτηκε για πάντα. Ο κανόνας ήταν μια παθητική και συντηρητική αντιμετώπιση της πραγματικότητας.

Ποια χαρακτηριστικά έχει η λογοτεχνική γενιά του ’80 στην οποία ανήκετε, στην Χιλή; Για παράδειγμα η αντίστοιχη γενιά στην Ελλάδα έχει ονομαστεί γενιά του ιδιωτικού οράματος λόγω του ότι χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη εσωστρέφεια και από την έκλειψη του πεδίου αναφοράς στα δημόσια ζητήματα. Πιστεύετε ότι έχει κάποια αξία η ταξινόμηση σε γενιές;

Η γενιά του ’80, που λέγεται και ΝΝ[1], αναφέρεται σε μια γενιά της οποίας τα μέλη δεν διεκδικούν κανέναν ατομικό ρόλο, μια γενιά συλλογικών οραμάτων τα οποία δεν κατόρθωσε να κάνει ποτέ να υλοποιήσει. Αυτή η συλλογικότητα μας ενώνει και μας καθορίζει σαν άτομα. Από την πλευρά μου νιώθω ότι ανήκω με όλη μου την καρδιά σε αυτή τη γενιά, ξέρω πώς γράφουμε όλοι εμείς, ξέρω γιατί γράφουμε και αυτό με κάνει μέρος της. Στον κόσμο της δημιουργίας είναι τρομερό να μην ανήκεις κάπου, να μην νιώθεις μέρος ενός συνόλου και να μην μοιράζεσαι συγκινήσεις και συναισθήματα. 

Διαβάζοντας κείμενά σας διαπίστωσα την έντονη πολιτική ματιά σας στη ζωή και την ευαισθησία σας στα ζητήματα της γυναικείας ταυτότητας. Πώς πιστεύετε ότι προχωρούν τα πράγματα στο γυναικείο ζήτημα;

Είμαι φεμινίστρια από τότε που δεν ήξερα καν τη λέξη. Πιστεύω ότι τα προβλήματα του κόσμου ξεκινούν από τη μειονεκτική θέση και ανέχεια της γυναίκας και είμαι σίγουρη ότι η έμφυλη βία είναι  η αρχή και η μητέρα κάθε είδους βίας.

Ποιες δυσκολίες παρουσιάζει κατά την γνώμη σας η συγγραφή του διηγήματος και πόσο μάλλον του μικροδιηγήματος;

Τα διηγήματα είναι θαυμαστά μικροσύμπαντα με τα οποία συνδεόμαστε και χαλαρώνουμε παρασυρμένοι από μια ιστορία. Η χάρη του διηγήματος είναι ότι μπορεί να μεταδώσει βαθιά νοήματα και συναισθήματα σε μια έκταση σχετικά σύντομη και έχει την ικανότητα να μας μεταφέρει σε κόσμους και χαρακτήρες σημαντικούς που μας σημαδεύουν για πάντα. Ειδικά στο μικροδιήγημα, αυτή η σύνθεση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη και πολύπλοκη, γιατί στο κείμενο πρέπει να ενταχθεί ένας αναγνώστης που δεν υπάρχει και που συμπληρώνει τη βασική ιδέα. Λίγα πράγματα είναι πιο θαυμαστά από την λογοτεχνική δημιουργία, την εκφραστικότητα των λέξεων. Δεν υπάρχει κάτι μέχρι να αξιοποιηθεί από κάποιον. Μια γέφυρα την περνάμε, αλλά ένα καλό έργο δεν το περνάμε μόνοι μας (ένα διήγημα, ένα μικροδιήγημα), δεν υφίσταται μέχρι να το διαβάσει κάποιος. Και αυτό ίσως στον κόσμο της τέχνης είναι το πιο θαυμαστό: κανείς δεν υπάρχει αν δεν είναι ο καθρέφτης του άλλου και υπάρχουμε επειδή είμαστε σε άλλους όταν κανείς διαβάζει και συμπληρώνει ένα κείμενο. Τίποτα δεν μας εξανθρωπίζει τόσο πολύ.  

 Σε τι πιστεύετε ότι οφείλεται η τόσο μεγάλη άνθιση του  μικροδιηγήματος τα τελευταία χρόνια και γιατί κατά την γνώμη σας ξεκίνησε από τον ισπανόφωνο κόσμο;

Το μικροδιήγημα είναι μια ριπή νοημάτων, μια συμπιεσμένη μορφή τους, και ίσως στον βιαστικό κόσμο που ζούμε το μικροδιήγημα μας επιτρέπει σε πολύ μικρή έκταση να περάσουμε πολύ καιρό μαζί του. Ένα καλό μικροδιήγημα μας εποικίζει και μας αλλάζει, μας μεταμορφώνει εκ των ένδον κάθε φορά που διαβάζουμε. Σε ένα τοίχο στην Κολομβία, είδα ένα υπέροχο μικροδιήγημα, που δεν θα ξεχάσω ποτέ: «Δεν κλαίω. Μου μπήκε στο μάτι η ανάμνησή σου». Έχουν περάσει πολλά χρόνια κι αυτό το κείμενο έχει μείνει μέσα μου.

Επιμένω ότι οι σύντομες φόρμες έχουν να κάνουν και με τον τρόπο που ζει ο κόσμος σήμερα, έχει αυξηθεί η ταχύτητα. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συμβάλλουν πολύ σ’ αυτό όπως και η συντομία των μετακινήσεων. Εάν πριν χρειαζόμαστε βιβλία των 1500 σελίδων για να φτάσουμε κάπου με το πλοίο, σήμερα χρειαζόμαστε κείμενα του λεπτού για να πάρουμε το μετρό ή να ανεβοκατέβουμε σε κάποιο λεωφορείο. Η λογοτεχνία μάς έχει συνοδέψει πάντα και έχει υπάρξει κομμάτι των ταξιδιών μας των μετακινήσεών μας. Οπότε, τα μικροδιηγήματα έχουν μεγάλη σχέση με τον τρόπο ζωής μας και οι λέξεις μας κάνουν να ζούμε με μια ταχύτητα χαρακτηριστική της καθημερινότητάς μας.

Το μικροδιήγημα μαζικοποιήθηκε ταυτόχρονα με την πολιτική λαϊκή έκφραση. Ήταν συνθήματα, ήταν μικρές ιστορίες γραμμένες σε τοίχους, σε μια τουαλέτα, υλικό σχετικό με τη δικτατορία. Ήταν μια κραυγή με μορφή κειμένου που μπορούσε να διαδοθεί σε συγκεντρώσεις-αστραπή και σε παρόμοιες ευκαιρίες. Εκείνη την εποχή ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την πολιτική∙ σήμερα είναι ένα λογοτεχνικό είδος όπου αλληλεπικαλύπτονται διάφορες φόρμες: ο υβριδισμός, η πολυπλοκότητα του κόσμου, η απόλυτη απώλεια των ορίων (όχι μόνο των λογοτεχνικών, αλλά και του φύλου), εκείνων των ορίων που ξεπερνούν ακόμα τη φαντασία μας.   

 Ποια είναι η πρόσληψη της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας σήμερα στην Χιλή;

Πιστεύω ότι στις χώρες μας και στον καπιταλιστικό κόσμο γενικά η ζωή είναι τόσο άμεση και επικεντρωμένη στο παρόν που χάνουμε από μπροστά μας την σημασία της μνήμης και της ιστορίας. Και αυτός ο καπιταλισμός κάνει τα κείμενά μας, το πολιτιστικό μας σύστημα να είναι «ομφαλοσκοπικά». Διαβάζουμε ό,τι υπάρχει σε αυτό το σύστημα, σπάνια διαβάζουμε και κανένα μπεστ σέλερ, που επικράτησε κι αυτό με τους ίδιους καπιταλιστικούς κανόνες σε άλλη χώρα. Στη Χιλή δεν γνωρίζουν ιδιαίτερα την ελληνική λογοτεχνία. Εκείνος που προσπάθησε πολύ να έρθουμε σε επαφή μαζί της είναι ο Πέδρο Βικούνια, που μετέφρασε Έλληνες κλασσικούς, αλλά το έργο του είναι μικρό και από την άλλη μεριά αγνοούμε παντελώς την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

Ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης στις μέρες μας καθώς ζούμε σε μια εποχή πλήρους απομυθοποίησης και αποϊεροποίησης του κόσμου μας;

Πιστεύω ότι η τέχνη δεν παίζει κάποιο ιδιαίτερο ρόλο στον κόσμο, ποτέ δεν έχει παίξει, αυτό που κάνει είναι να μας βοηθάει να νιώθουμε λιγότερο μόνοι. Όλοι οι άνθρωποι είναι δημιουργικοί, αλλά πολλές φορές μας κάνουν να νομίζουμε ότι είμαστε τρελοί, παράξενοι. Λοιπόν, όταν διαβάζουμε, όταν εποικίζουμε αυτούς τους άλλους κόσμους, είμαστε λιγότερο μόνοι. Όταν ακούμε μια ωραία συμφωνία, μια οποιαδήποτε καλή μουσική, μια μουσική του δρόμου, μια μουσική δωματίου διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν άλλοι τρελοί που δουλεύουν με την εικόνα, με τη λέξη, με τις αισθήσεις. Αυτοί οι άλλοι τρελοί μας κάνουν να νιώθουμε, όπως και κάθε είδος τέχνης, ότι είμαστε λιγότερο μόνοι.

Πιστεύετε ότι ο συγγραφέας είναι απαραιτήτως και διανοούμενος, και αν ναι, ποιος είναι ο ρόλος των διανοούμενων σήμερα στην κοινωνία;

Δεν ξέρω αν οι συγγραφείς είναι (είμαστε) διανοούμενοι. Πιστεύω ότι υπάρχουν διανοούμενοι που ασχολούνται μάλλον με τη θεωρία και την αφηρημένη σκέψη. Νομίζω όμως ότι αυτό που κάνουμε εμείς οι συγγραφείς είναι να γράφουμε, μια δραστηριότητα τόσο απλή και φυσική όπως το ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων μας∙ για να δείξουμε με αυτό το ανοιγόκλεισμα τον κόσμο που κατοικούμε και να προσπαθήσουμε απεγνωσμένα να αφήσουμε καταγεγραμμένη μια εικόνα του.


[1] Μέλος αυτής της ομάδας νέων, ο Χιλιανός ποιητής Χόρχε Μοντεαλέγρε είναι εκείνος που την βάφτισε Γενιά ΝΝ, εξηγώντας πως το όνομα δεν έχει καμιά σημασία. Ούτε και αν πρόκειται στην ουσία για γενιά ή όχι. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι έχει σχέση με τη συντομογραφία του λατινικού “Non Nomine” που χρησιμοποιείται για να δείξει ένα σώμα χωρίς όνομα(κάποιος αγνοούμενος ή ένας πολίτης νεκρός στο δρόμο). Σ.τ.Μ.

Την μετάφραση από τα Ισπανικά έκανε η Βάσω Χρηστάκου

Βιογραφικό Πία Μπάρος

Βιογραφικό Ηρώ Νικοπούλου

Βιογραφικό Βάσω Χρηστάκου