Κύριε Γεργατσούλη, αναφέροντας κάποια από τα ερευνητικά σας ενδιαφέροντα, που είναι η Φιλολογική Λαογραφία, η Λαϊκή αφήγηση, το Παραμύθι, ο Μύθος, η Ευτράπελη Διήγηση, οι Παραδόσεις και Θρύλοι, το Δημοτικό Τραγούδι, πείτε μας αν και κατά πόσο όλος αυτός ο πλούτος και η εμπειρία παρεισφρέουν στην λογοτεχνία σας.
Ο λογοτέχνης, για να γοητεύει τους αναγνώστες του, πρέπει να διαθέτει ικανότητες, γνώσεις και ευαισθησίες. Πρώτα και κύρια, πρέπει να έχει να επικοινωνήσει κάτι σημαντικό, κάτι καινούριο, κάτι φρέσκο. Η συνολική συγκρότησή του, οι γνώσεις, τα ενδιαφέροντα, οι ευαισθησίες του απεικονίζονται στο συγγραφικό του έργο. Η ενασχόλησή μου με τον λαϊκό πολιτισμό μού παρέχει πλούσια εφόδια. Στη λαϊκή αφήγηση, στο παραμύθι, στον μύθο, στην ευτράπελη διήγηση, στις παραδόσεις και στους θρύλους, στο δημοτικό τραγούδι ο λαός μας έχει εναποθέσει τη σωρευμένη στους αιώνες σοφία (και φιλοσοφία) του. Η μελέτη και η γνώση του λαϊκού λόγου κάνει τον λαογράφο κοινωνό αυτού του πλούτου, τον οποίο, αν είναι και λογοτέχνης, μπορεί να αξιοποιήσει στο συγγραφικό του έργο. Εκτός από το περιεχόμενο, ο λογοτέχνης αξιοποιεί δημιουργικά και τη μορφή, αλλά και τους τρόπους εκφοράς των αφηγήσεων. Ο λαός μας δεν αγαπά τη φλυαρία και δεν αναλίσκεται σε ατέρμονες περιγραφές. Ως παράδειγμα αναφέρω τον τρόπο που εμφανίζονται στον λαϊκό λόγο οι αφηρημένες έννοιες, καθώς και η ομορφιά και τα συναισθήματα. Στα λαϊκά παραμύθια οι αφηρημένες έννοιες εικονοποιούνται. Η ομορφιά δεν περιγράφεται. Στα παραμύθια φτάνει μια λέξη για να αποδοθεί: ήταν «πεντάμορφη». Ούτε το συναίσθημα (η χαρά ή η λύπη) περιγράφεται. Το συναίσθημα γίνεται εικόνα. (Ένας βασιλιάς είχε δυο θρόνους, έναν χρυσό κι έναν ασημένιο. Όταν ήταν χαρούμενος καθόταν στον χρυσό, όταν ήταν λυπημένος στον ασημένιο). Ο λογοτέχνης μπορεί να «αντιγράψει» απ’ τον λαϊκό λόγο την απλότητα, τη λιτότητα, τη σαφήνεια, την ακριβολογία, τη μεστότητα, την εικονοπλασία, τη σοφία και τόσα άλλα. Το λογοτεχνικό έργο μου έχει επηρεαστεί απ’ την ενασχόλησή μου με τη Λαογραφία. Απ’ τον λαϊκό λόγο δανείστηκα θέματα, τρόπους γραφής, ύφος. Τα κείμενά μου έγιναν πιο παραστατικά, ζωντανά, εκφραστικά, δυνατά, πλούσια.
Εκτός από συγγραφέας είστε και εκπαιδευτικός, τι σημαίνει για σας η εκπαιδευτική εμπειρία μέσα στην τάξη, και πόσο καθοριστική είναι για τα θέματα των βιβλίων σας;
Η επαφή με τα παιδιά είναι για τους μεγάλους αναζωογονητική. Μέσα απ’ τα αθώα μάτια τους ξαναδιαβάζουμε τον κόσμο με μια άλλη ανάγνωση, απονήρευτη, αγνή, ειλικρινή. Ως δάσκαλος, για να επικοινωνήσω με τα παιδιά, μαθαίνω (δίπλα τους μαθαίνω κι εγώ∙ βρίσκομαι σε μια δια βίου εκπαίδευση) να μιλώ απλά, κατανοητά, μεστά. Μαθαίνω να ακούω, να αφουγκράζομαι τις σκέψεις και τις αγωνίες τους. Αυτά είναι σπουδαία εφόδια. Ειδικά στο παιδικό βιβλίο, ο λογοτέχνης πρέπει να προσφέρει στους μικρούς αναγνώστες καινούριες ιδέες που να πατούν πάνω στην αθωότητα και ευαισθησία τους. Αυτές τις ανάγκες των παιδιών προσπαθώ να εκφράσω. Η παιδική λογοτεχνία, αν και κάποιοι αστόχαστα τη θεωρούν εύκολη, είναι άκρως απαιτητική. Για να εισχωρήσεις αποτελεσματικά στον κόσμο της σκέψης των παιδιών πρέπει να έχεις ζήσει δίπλα τους (δίπλα στα παιδιά βρίσκεται πάντα ο δάσκαλος) και να αφουγκράζεσαι τις ανάγκες, τις αγωνίες και τους φόβους τους.
Συχνά στην γραφή σας συναντάμε το φανταστικό και το ποιητικό στοιχείο, τί θέλετε να αναδείξετε μέσα από αυτήν την επιλογή;
Η φαντασία και η ποίηση μιλούν περισσότερο στην καρδιά παρά στο μυαλό μας, μας απογειώνουν και μας ταξιδεύουν. Ο αναγνώστης δε θέλει να τον δείχνει με το δάχτυλο ο λογοτέχνης και να του μιλά ωμά και απροκάλυπτα για τα προβλήματά του. Προτιμά να ανακαλύπτει στο βιβλίο που διαβάζει σύμβολα (σαν αυτά που προσφέρει η φαντασία και η ποίηση). Τα σύμβολα είναι εύπλαστα (σαν μαλακό ζυμάρι), ανοιχτά σε ερμηνείες, που ο καθένας τα ταιριάζει στις ανάγκες του, στις αναζητήσεις και στις αγωνίες του. Γιατί η ποίηση και η φαντασία δεν είναι μαθηματικά, όπου πάντα ένα κι ένα κάνουν δύο. Στη φαντασία μπορεί να κάνουν τρία, πέντε ή δεκαπέντε. Αυτή η λογοτεχνική επιλογή μού ανοίγει δρόμους επικοινωνίας με τον αναγνώστη, τόσο νέους και απρόσμενους, που συχνά ούτε τους φανταζόμουν όταν έγραφα τα βιβλία του.
Υπάρχουν συγγραφείς που έχουν επηρεάσει ή ακόμα και αλλάξει τον τρόπο που σκέπτεστε και που αντιμετωπίζετε την ζωή;
Η λογοτεχνία άλλοτε μας διασκεδάζει, άλλοτε μας συγκινεί, άλλοτε μας χαλαρώνει… Δεν ξέρω αν τελικά αλλάζει τη ζωή μας. Υπάρχει η ανάλαφρη λογοτεχνία (διαβάζω για να «σκοτώσω» ευχάριστα την ώρα μου) και εκείνη που μας προβληματίζει, μας διδάσκει, μας συγκινεί ή, κάποτε, και μας συνταράζει. Κάθε λογοτέχνημα προσφέρει κάτι, ικανοποιεί μια ανάγκη του αναγνώστη. Εγώ προτιμώ τα λογοτεχνήματα που κινητοποιούν τη σκέψη μου, που ανατρέπουν αγκυλώσεις του νου μου, που μου ανοίγουν νέους δρόμους. Αναφέρω ενδεικτικά το μυθιστόρημα «Ο Παλαιός των Ημερών» του Παύλου Μάτεσι. Μου έδειξε σε ποια επικίνδυνα μονοπάτια μπορεί να οδηγήσει ο κάθε είδους φανατισμός (εκεί ο θρησκευτικός) τον άνθρωπο. Μιας και αναφέρθηκα στον Μάτεσι, θα πω ότι είναι ο λογοτέχνης που με επηρέασε και άλλαξε ριζικά τον τρόπο γραφής μου (όχι τον τρόπο ζωής μου). Δανείστηκα από το έργο του τη σουρεαλιστική γραφή και τη θεατρικότητα. Αφότου μελέτησα το έργο του, ο θεατρικός μονόλογος έγινε ένα από τα κύρια γνωρίσματα των μυθιστορημάτων μου.
Τι σας οδήγησε να γράψετε μικροδιήγημα;
Πριν ασχοληθώ με το μικροδιήγημα έγραφα ποίηση και μυθιστόρημα. Η ποίηση, απ’ τη φύση της, αγαπά τη συντομία, την ακριβολογία, την ουσία, μισεί τη φλυαρία, τους πλατειασμούς και τις ατέρμονες περιγραφές. Μέσα από αυτήν είχα εκπαιδευτεί να προσέχω το κεντρικό θέμα μου. Το μυθιστόρημα, απ’ τη άλλη, είναι ένας ολόκληρος κόσμος, όπου ο λογοτέχνης μπορεί εύκολα να επεκταθεί (ή να παρασυρθεί) και να γεμίζει σελίδες βιβλίων. Όμως εγώ πάντα είχα την τάση, όταν ξαναδιάβαζα τα μυθιστορήματά μου προς την τελική διαμόρφωσή τους, να τα ψαλιδίζω και να τα συντομεύω. Ήθελα ο λόγος μου να είναι μεστός και ουσιαστικός. Κανένα από τα 6 μυθιστορήματά μου δεν ξεπερνά τις 250 σελίδες. Αυτό το θεωρώ προτέρημα. Και πριν ασχοληθώ λοιπόν με το μικροδιήγημα αγαπούσα τη συντομία και την ακριβολογία. Άρχισα να γράφω μικροδιηγήματα όταν διάβασα μερικά στο διαδίκτυο (π.χ. στις ιστοσελίδες «Ιστορίες Μπονζάι» του περιοδικού Πλανόδιον, «121 λέξεις» κ.ά.). Προμηθεύτηκα σχετικά βιβλία. Γοητεύτηκα απ’ το είδος και το ενέταξα στο ρεπερτόριό μου. Ως ανθολόγος και επιμελητής της σειράς «Ποιητικές συμπλεύσεις» (Εντύποις) αφιέρωσα τον 5ο τόμο («Μονοπάτια της γραφής») στο μικροδιήγημα, στο «αδερφάκι της ποίησης στην αντίπερα όχθη του έντεχνου λόγου», όπως το αποκάλεσα εκεί. Εξέδωσα δυο βιβλία με μικροδιηγήματα: α) «Εσύ, αγόρι μου, δε θα μάθεις ποτέ να γράφεις… όμορφες περιλήψεις: 77 μικροδιηγήματα – flash fiction», Αροθυμία, 2019 και β) «Εξημερώνοντας φαντάσματα: 228 μικροδιηγήματα / flash fiction για τον ύπνο, την αϋπνία, τα όνειρα και τους εφιάλτες», Αροθυμία, 2025.
Όταν ξεκινάτε να γράψετε μια ιστορία γνωρίζετε εξ’ αρχής ότι θα είναι μικρή ή ακολουθείτε απλώς την εξέλιξή της και ότι προκύψει;
Συνήθως όταν έχω μια έμπνευση και ξεκινώ να γράψω ένα κείμενο, έχω προαποφασίσει αν θα είναι μικροδιήγημα, διήγημα, νουβέλα ή μυθιστόρημα. Δεν είναι λίγες οι φορές όμως που η υπόθεση με οδηγεί σε άλλα μονοπάτια. Ενώ η έκταση στα περισσότερα από τα μικροδιηγήματά μου δεν ξεπερνά τη σελίδα, κάποια τα μεγαλώνω και γίνονται διηγήματα, ενώ άλλα τα συντομεύω και καταλαμβάνουν μετά βίας 3 γραμμές. Με άλλα λόγια, πάω την ιστορία όπου θέλω, αλλά συχνά με πάει εκείνη όπου διαλέξει. Είναι μια γοητευτική διαδικασία, ένα όμορφο ταξίδι στη γραφή.
Εκτός από την λογοτεχνία για ενήλικες υπάρχει και η αντίστοιχη για παιδιά, καθώς έχετε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τα παραμύθια της Καρπάθου, μιλήστε μας λίγο για την σχέση του παραμυθιού με την παιδική λογοτεχνία.
Η λογοτεχνία για παιδιά είναι απαιτητική, γιατί τα παιδιά είναι ένα ειδικό και ιδιαίτερο κοινό. Για να γράψει κάποιος λογοτεχνία για παιδιά πρέπει να νιώσει τη σκέψη τους, τα ενδιαφέροντά τους, τον συναισθηματικό τους κόσμο, τις ευαισθησίες τους. Σίγουρα το παραμύθι γοητεύει τα παιδιά. Τα δυο πρώτα παιδικά βιβλία μου, «ο Μισοκοκοράκος» και «οι Τραγουδιστάδες» (Ταξιδευτής), είναι λογοτεχνικές αποδόσεις λαϊκών παραμυθιών που κατέγραψα στην Κάρπαθο. Πολλοί συγγραφείς παιδικών βιβλίων γράφουν δικά τους παραμύθια (έτσι τα αποκαλούν), αν και τις περισσότερες φορές είναι διδακτικοί μύθοι. Οι μύθοι αποσκοπούν στη διδαχή, τα παραμύθια στην τέρψη. Κάποιοι συγγραφείς δεν έχουν μελετήσει σε βάθος το λαϊκό παραμύθι, δεν έχουν νιώσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του και τους κανόνες της λαϊκής αφήγησης. Ο λαϊκός λόγος είναι ένας μαγικός θησαυρός που κάνει τον υποψιασμένο λογοτέχνη καλύτερο.
Η αποσταθεροποίηση και η αποϊεροποίηση του δυτικού κόσμου, πιστεύετε ότι αφήνει περιθώρια για την τέχνη στις μέρες μας και αν ναι, τι ρόλο της αναθέτει;
Η αληθινή τέχνη δεν είναι δύσκαμπτη και απροσάρμοστη. Ο καλλιτέχνης και ο λογοτέχνης έχουν ανοιχτά τα μάτια και τα αφτιά τους, αφουγκράζονται τους παλμούς της εποχής τους και ταιριάζουν την τέχνη τους στις ανάγκες του καιρού τους. Δεν είναι αντικοινωνικοί και ξεκομμένοι από τον λαό, τις ανησυχίες του, τι ανάγκες του. Αν η τέχνη απαντά σε συγκεκριμένες ανάγκες των ανθρώπων, τότε αποκτά μια οικουμενικότητα και αγκαλιάζεται απ’ τον κόσμο. Αλλιώς είναι καταδικασμένη να είναι περιθωριακή. Η τέχνη αναλαμβάνει μια σημαντική αποστολή σε καιρούς αποσταθεροποίησης και η αποϊεροποίησης, σαν τους σημερινούς, που ο κόσμος αναζητά διεξόδους και απαντήσεις. Ο καλλιτέχνης οφείλει να προσφέρει φρέσκιες ιδέες και στάσεις ζωής και να κάνει το έργο του πηγή προβληματισμού και έμπνευσης.
Κατά την γνώμη σας, το έργο του καλλιτέχνη συγκλίνει ή αποκλίνει από την ζωή και τον χαρακτήρα του;
Μέσα από το έργο μας εκφράζουμε τον εσωτερικό μας κόσμο, τα βιώματά μας, τις σκέψεις και τις αγωνίες μας, το όραμά μας (εκτός αν είμαστε υποκριτές). Ο καλλιτέχνης είναι σαν τον δάσκαλο ή σαν τον ιερέα, που οφείλουν να ζουν όπως διδάσκουν. Σε αντίθετη περίπτωση, οι πράξεις υπονομεύουν τις διδαχές τους και οι μαθητές ή οι πιστοί θα μιμηθούν μάλλον το ανήθικο παράδειγμά τους παρά τους ηθικούς λόγους τους. Εξάλλου, μόνο ο ειλικρινής δάσκαλος και ο ειλικρινής καλλιτέχνης πείθουν.
Περιγράψτε μας τις συγγραφικές σας συνήθειες, για παράδειγμα, όταν γράφετε χρειάζεστε ησυχία ή ακούτε μουσική, γράφετε στον υπολογιστή ή με χαρτί και μολύβι, μέρα συνήθως ή νύχτα;
Συνηθίζω να γράφω σε ήσυχο περιβάλλον. Όταν έρθει μια έμπνευση, απομονώνομαι στο γραφείο μου, ανοίγω το laptop μου και γράφω. Εδώ και πολλά χρόνια δε γράφω πια σε χαρτί. Μάλιστα είμαι σίγουρος πως τα κείμενά μου θα ήταν τελείως διαφορετικά αν τα είχα γράψει σε χαρτί. Ακούγεται παράξενο, μα δεν είναι. Για να μην κουράσω με θεωρητικές αναλύσεις, συστήνω τη μελέτη του έργου του Walter J. Ong, Προφορικότητα και εγγραμματοσύνη (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1997), για τις αλλαγές που έφερε στη σκέψη των ανθρώπων το πέρασμα από την προφορικότητα στην εγγραμματοσύνη και από τη γραφή σε χαρτί στην πληκτρολόγηση. Ως προς τη στιγμή που γράφω, δεν έχω κανόνες. Αφήνω την έμπνευση να με κατευθύνει. Έχει τύχει να μου έρχεται μια σκέψη ενώ έχω ξαπλώσει στο κρεβάτι μου για να κοιμηθώ. Τότε σηκώνομαι και τη σημειώνω. Ξέρω πως αν δεν κάνω έτσι, η έμπνευση θα κοιμηθεί μαζί μου και θα ξεχαστεί. Αυτό που θεωρώ σημαντικό δεν είναι το γράψιμο, αλλά το ξανακοίταγμα των κειμένων μου, τη συνεχή διόρθωση και βελτίωσή τους. Κάθε φορά που τα ξαναδιαβάζω, τα αλλάζω, τα τροποποιώ, τα αναδομώ, άλλοτε τα μακραίνω και άλλοτε τα βραχύνω.
Βιογραφικό Βασίλης Γεργατσούλης