Δευτέρα
Δεν θέλω να είμαι η Δευτέρα, της είχε πει στο τσατ τη μέρα που του ζήτησε πολύ σοβαρά να σταματήσουν να βλέπονται. Ήταν η τελευταία φορά που θα την έβλεπε, όταν βγήκε από το αυτοκίνητο θυμωμένη και του χτύπησε την πόρτα, φωνάζοντας, Τέλος!
Ήταν Δευτέρα. Άνοιξη, ας πούμε. Κάτω από την αμυγδαλιά που της άρεσε τόσο πολύ και πάρκαραν εκεί για να τη βλέπει, όσο έπιναν τον καφέ τους.
Δεν είχε τίποτα η Δευτέρα, πέρα από τον άγριο τσακωμό τους και το σκληρό του βλέμμα. Και τα σκληρά της λόγια. Μια χαρά μέρα ήταν. Είχε ξεκινήσει καλά μάλιστα και ήταν χαρούμενος στη διαδρομή. Κι εκείνη χαρούμενη του έλεγε τα νέα της από το σαββατοκύριακο.
Κι όμως, τώρα, δεν ήθελε να είναι η Δευτέρα, της έγραψε. Δεν ήθελε να είναι αυτός της Δευτέρας. Ήθελε να είναι της Τρίτης, της Παρασκευής, όλου του προηγούμενου καιρού που είχαν περάσει καλά μαζί. Κι όμως, έφτασε να γίνει Δευτέρα.
Και καθισμένος στο σπίτι κάτω από τον ανεμιστήρα τώρα, τρεις μήνες μετά. Καλοκαίρι, ας πούμε, αλλά δεν έχει σημασία, του ήρθε στο μυαλό το τραγούδι των Boomtown Rats, «I don’t like Mondays», και τη θυμήθηκε. Είδε τη λεπτεπίλεπτη φιγούρα της να χάνεται με γρήγορο βηματισμό στη στροφή για να τον αποφύγει. Ήξερε πως του άρεσε να την κοιτάζει να περπατάει και ήθελε να του το στερήσει. Θυμήθηκε τον χτύπο της πόρτας σαν να έσπαγε. Θυμήθηκε το Τέλος. Θυμήθηκε να μαυρίζει το βλέμμα του σαν το αυτοκίνητο που έμεινε μόνος καθισμένος μέσα. Θυμήθηκε ακόμα και την κίνηση απόγνωσης που έκανε με το χέρι του, μόλις εκείνη έστριψε στη γωνία. Σαν να ήθελε να μην τον δει απεγνωσμένο, αν και με γυρισμένη την πλάτη της. Όλα τα θυμήθηκε. Ο ανεμιστήρας στο φουλ, του παρέσερνε τα χαρτιά, αλλά όχι τις σκέψεις.
Δεν μ’ αρέσουν οι Δευτέρες, σιγοτραγούδησε, στον ίδιο τόνο που τραγουδούσαν οι δυο τους, όταν τους άρεσε ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο.
Δεν ήθελα ποτέ να είμαι η Δευτέρα, της είπε τόσο δυνατά, που η γάτα του ταράχτηκε στον ύπνο της δίπλα του.
Δεν τον άκουσε. Δεν ήταν εκεί φυσικά, αλλά την ένιωθε ακόμα κατά έναν περίεργο τρόπο. Μέχρι και τη γάτα του κοίταζε παράξενα μερικές φορές γιατί της έμοιαζε τόσο στη συμπεριφορά, που πίστευε πως κατοικούσε μέσα της το πνεύμα εκείνης.
Έξι μήνες μετά. Φθινόπωρο, ας πούμε. Μια βροχερή μέρα. Δευτέρα, φυσικά, για χάρη της ιστορίας μας. Άκουγε το Stormy Monday στο ραδιόφωνο και σιγοτραγουδούσε. Πήγαινε στο γραφείο. Έξω έβρεχε πολύ. Περνώντας από το περίπτερο, όπου εκείνη έπαιρνε τσιγάρα, την είδε να στέκεται και να πληρώνει. Σταμάτησε. Εκείνη γύρισε σαν να τον ένιωσε. Πάντα το έκανε αυτό και εκείνος απορούσε. Είχε γίνει μούσκεμα γιατί είχε ξεχάσει την ομπρέλα της. Τον κοίταξε. Εκείνος κοίταζε μπροστά. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Δεν μίλησαν σε όλη τη διαδρομή. Την άφησε έξω από τη δουλειά. Τη χάζεψε τελευταία φορά να περπατάει ως την πόρτα του κτιρίου. Περπατούσε αργά παρά τη βροχή.
Τα επόμενα χρόνια δεν είχαν πια Δευτέρες.