Scroll Top

Βασίλης Μανουσάκης | Η άδεια θέση

Υπεύθυνη στήλης | Ηρώ Νικοπούλου

Η στήλη αυτή ασχολείται αποκλειστικά με το μικρό διήγημα, που τις τελευταίες τρεις τουλάχιστον δεκαετίες έχει αγαπηθεί για την αμεσότητα και την σπιρτάδα του, ανταποκρίνεται στους ρυθμούς της ψηφιακής εποχής και έχει αναδειχθεί ως νέο λογοτεχνικό είδος. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης και θεωρητικής προσέγγισης πολλών Διεθνών Συνεδρίων. Μικρό διήγημα, μικροδιήγημα, μικροαφήγημα, ιστορία μπονζάι, flash fiction, short story, minicuento, nanocuento κ.ά ορίζουν τον τρόπο και τον στόχο της μικρής σε αριθμό λέξεων μυθοπλαστικής φόρμας, που χαρακτηρίζεται από πλοκή και χαρακτήρες, από υπαινικτικότητα και αφαίρεση, συχνά έχει ανοιχτό τέλος και πάντοτε ζητά την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη, που καλείται να συμπληρώσει την πλοκή, όπως φαίνεται καθαρά στην πιο γνωστή σύντομη ιστορία του 20ου αιώνα, που αποδίδεται στον Χέμινγουέι: «Προς πώληση: βρεφικά παπούτσια εντελώς αφόρετα».

Η στήλη θα φιλοξενεί κάθε μήνα ένα συγγραφέα με τρία αδημοσίευτα διηγήματά του, το αφιέρωμα θα ολοκληρώνεται με μία συνέντευξή του την τέταρτη εβδομάδα.

Η άδεια θέση

Στην εκδήλωση τής είχε κρατήσει θέση δίπλα του. Εκείνος είχε πάει από νωρίς για τα διαδικαστικά, καθώς θα συμμετείχε σε ένα μικρό κομμάτι, αλλά εκείνη θα ερχόταν αργότερα, μετά τη δουλειά.

Αργώ, του έγραψε στις 8:15.

Δεν πειράζει, αργούμε κι εμείς, της απάντησε.

8:30, 8:45 και εκείνη δεν είχε έρθει ακόμα. Ούτε όμως και η εκδήλωση άρχιζε, λες και την περίμενε.

Εκείνος κοίταζε το τσατ κάθε τρία δευτερόλεπτα για να δει μήπως του έγραψε κάτι άλλο. Κυρίως μήπως του είχε γράψει αυτό που απευχόταν.

Ο ήλιος έδυε πάνω από το υπαίθρο θεατράκι, βάφοντας τα όλα κόκκινα. Η αναμονή τον έκανε να δύσει κι εκείνον. Δεν την άντεχε την αναμονή. Του θύμιζε όσα περίμενε και δεν ήρθαν. Σαν το τρένο που έβλεπε τα άλλα τρένα να περνούν κι εκείνο δεν ξεκινούσε.

Τρεις φορές του ζήτησαν την άδεια θέση δίπλα του. Είχε γεμίσει πια το θέατρο και είχε γίνει περιζήτητη. Τρεις φορές αρνήθηκε σαν τον απόστολο Πέτρο. Θα πάλευε για αυτή τη θέση. Για τη χαρά να κάτσει εκείνη δίπλα του και να βιώσουν μαζί τη μικρή αυτή γιορτή.

Οι μνηστήρες της θέσης έφευγαν απογοητευμένοι και εκείνος έπιανε στο βλέμμα τους τον οίκτο που καθόταν μόνος με την ελπίδα. Δεν τον ένοιαζε. Εκείνος θα την κρατούσε άδεια ως το τέλος.

Το κόκκινο ηλιοβασίλεμα σκούραινε και έδινε τη θέση του στα τεχνητά φώτα που τώρα άναβαν και η παράσταση άρχιζε.

Επιτέλους, εκείνη φάνηκε από τη γωνία στις σκάλες. Εκείνη και μια άλλη κοπέλα ήταν οι δύο τελευταίες που ανέβαιναν. Μαζί τους ανέβαιναν και οι πρώτοι ηθοποιοί στη σκηνή.

Σήκωσε το χέρι του ψηλά για να τον δει και να έρθει. Η κοπέλα μπροστά της χαμογέλασε και ήρθε προς το μέρος του. Ασυναίσθητα, της έκανε χώρο να περάσει και να καθίσει στην άδεια θέση δίπλα του. Κάθισε, του χαμογέλασε ξανά και η παράσταση άρχισε.

Με την άκρη του ματιού του, είδε την άλλη να προσπερνάει και να πηγαίνει να κάθεται πίσω, δίπλα σε έναν άλλο άντρα που πάλευε κι εκείνος να κρατήσει μια άδεια θέση.

Η κοπέλα δίπλα του συγκινήθηκε με αυτά που έβλεπε στη σκηνή και έγειρε πάνω του. Ασυναίσθητα πάλι, την πήρε αγκαλιά και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. Εκείνη κούρνιασε πάνω του και παρακολούθησαν έτσι το υπόλοιπο της παράστασης, ώσπου εκείνος ανέβηκε στη σκηνή να διαβάσει το μικρό του κομμάτι.

Γυρνώντας στη θέση του είδε τον άλλο υπερασπιστή της άλλης άδειας θέσης να κάθεται εκεί που ο ίδιος καθόταν πριν. Η κοπέλα του μιλούσε και του χαμογελούσε.

Κοίταξε στην άλλη πλευρά και είδε την άδεια θέση δίπλα της. Εκείνη τον κοίταζε. Κάθισε δίπλα της και του έδωσε ένα γλυκό φιλί.

Καλώς όρισες. Σου κρατούσα αυτή τη θέση με νύχια και με δόντια.

Ευχαριστώ.

Άργησες. Νόμιζα πως δεν θα έρθεις, του είπε.

Είχα έρθει, αλλά δεν έβρισκα τη θέση μου.

Βιογραφικό Βασίλης Μανουσάκης

Βιογραφικό Ηρώ Νικοπούλου