Πολυπόθητη Ελευθερία
Όταν τηλεφώνησε η Βέρα και μου ζήτησε να συναντηθούμε η φωνή της έφτασε στα αυτιά μου με εκείνες τις γνώριμες διακυμάνσεις της υστερίας που αποτελούσαν το προοίμιο για έναν γερό καβγά.
«Δεν γίνεται να το καθυστερήσουμε λίγες μέρες;» αστειεύτηκα, λησμονώντας προφανώς πως το χιούμορ σε καμία περίπτωση δεν συμπεριλαμβανόταν στις αρετές της.
Λίγο αργότερα την περίμενα στο καφενείο που συναντιόμασταν μετά το διαζύγιό μας.
Δεν ήταν κακός άνθρωπος η Βέρα. Ο προβληματικός, ο ανώριμος ήμουνα σίγουρα εγώ που, ύστερα από επτά χρόνια γάμου, σ’ ένα όμορφο σπίτι, με μια καλή δουλειά και δυο χαριτωμένα πεντάχρονα αγόρια είχα καταλήξει να πιστεύω πως η ζωή μου είχε οδηγηθεί σ’ ένα τέλμα, όπου τίποτα δεν με ικανοποιούσε. Που αγωνιούσα να επανακτήσω τη χαμένη ελευθερία μου.
«Και τα παιδιά;» με είχε ρωτήσει σκοτεινιασμένη όταν της ανακοίνωσα πως θέλω να χωρίσουμε. «Τα παιδιά;»
«Δεν θα σας λείψει απολύτως τίποτα», τη διαβεβαίωσα, αποφεύγοντας να την κοιτάξω.
«Τελικά, είσαι ένας παλιομαλάκας», μου φώναξε.
Η γυναίκα μου είναι αθυρόστομη και, περιέργως, αυτός ήταν ένας από τους λόγους που με τράβηξαν τον πρώτο καιρό κοντά της.
Την είδα να κατεβαίνει από ένα ταξί και να μ’ αναζητά ανάμεσα στα τραπεζάκια του πολυσύχναστου καφενείου της λεωφόρου Αμαλίας.
«Υπάρχει άλλη γυναίκα;» με είχε ρωτήσει το επόμενο πρωί. Όλη νύχτα, άυπνη ύστερα από την κουβέντα μας, δεν σταμάτησε να στριφογυρίζει.
«Το ξέρεις καλά πως δεν υπάρχει. Απλώς δεν αντέχω άλλο».
Αντί για απάντηση το σερβίτσιο του καφέ μας κομματιάστηκε πάνω στα πλακάκια της κουζίνας.
Μόλις με είδε έσπευσε και με φίλησε χαμογελαστή στο μάγουλο. Στις πρόσφατες συναντήσεις η σχέση μας σημείωνε αξιόλογη βελτίωση. Είχα ήδη παραγγείλει τον καφέ που της άρεσε.
«Τα παιδιά είναι καλά;» τη ρώτησα για να σιγουρευτώ πως δεν υπήρχε τίποτα απειλητικό στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Το διαζύγιο βγήκε σε χρόνο ρεκόρ, πριν από δυο χρόνια. Η καινούργια μου κατοικία ήταν ευρύχωρη και ευχάριστη. Οι μπόμπιρες ξετρελάθηκαν μόλις είδαν το παιδικό δωμάτιο.
Όμως εγώ, εξακολουθούσα να μην περνάω καλά. Αντιλαμβανόμουνα πως η ζωή μου συνέχιζε να περνά άσκοπα και επιπλέον είχα αρχίσει να φοβάμαι μην πεθάνω. Ένας συνάδελφος στο γραφείο, συνομήλικός μου, τις προάλλες έμεινε στον τόπο περιμένοντας το ασανσέρ.
Από την άλλη, κι εκείνη, έδειχνε κάπως άκεφη. Μου έκανε εντύπωση που είχε αδειάσει το φλιτζάνι της φλυαρώντας για έναν σωρό αδιάφορα θέματα, χωρίς να αναφέρει καν τον λόγο που είχε ζητήσει να με δει.
«Πώς πάει, αλήθεια, η προσωπική σου αναζήτηση;» με ρώτησε ξαφνικά, μα έκανα πως δεν άκουσα.
Πρόσεξα πως είχε ομορφύνει και της το ‘πα, όμως αντέδρασε μ’ ένα συγκαταβατικό χαμόγελο.
«Κι εσύ για ποιο λόγο ζήτησες να με δεις;» της είπα νιώθοντας μια ανεξήγητη ενόχληση.
Ήταν ολοφάνερο πως δεν της ήταν εύκολο να μου αποκαλύψει την αιτία της συνάντησής μας. Άναβε το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο και απέφευγε να με κοιτάξει κατάματα.
«Τι γίνεται, Βέρα;» ρώτησα μαλακά. «Συμβαίνει κάτι δυσάρεστο;»
«Οι πλαϊνοί μετακόμισαν», έκανε αργά, όταν αποφάσισε να διακόψει τη μακρόσυρτη σιωπή της. «Ο δρόμος είναι ερημικός και τα παιδιά φοβούνται. Τις τελευταίες νύχτες κοιμούνται στο κρεβάτι μου με τα φώτα του κήπου αναμμένα…».
Τσατίστηκα! Όσο δεν παίρνει. Τα παιδιά λοιπόν, ο γνωστός εκβιασμός. Ε, αυτό δεν το περίμενα.
«Γιατί δεν τους παίρνεις έναν σκύλο;» την ειρωνεύτηκα.
«Τους πήρα και την Κυριακή που σου έδειξαν τη φωτογραφία του τον βρήκες τρισχαριτωμένο!».
Ήταν ολοφάνερο πως έκανε προσπάθεια να συγκρατήσει τα νεύρα της, είδα τη γνώριμη φλέβα που χτύπαγε στον λαιμό της, αν βρισκόμασταν στο σπίτι σίγουρα κάποια ζημιά πάλι θα γινότανε και αυτή τη φορά θα είχε απόλυτο δίκιο.
«Δεν μπορώ, Βέρα», της είπα απολογητικά, «ευχαρίστως να τα κρατήσω για όσο διάστημα θέλεις, δεν είμαι όμως έτοιμος, ούτε ξέρω αν θα είμαι και ποτέ για να γυρίσω πίσω».
Δεν ήμουνα ειλικρινής… Ή, μάλλον, δεν ήμουνα απόλυτα ειλικρινής.
«Άσε μου, τουλάχιστον, λίγο ακόμη χρόνο», την παρακάλεσα.
«Στον κόσμο σου, πάντα στον κόσμο σου», έκανε εκνευρισμένη και σηκώθηκε.
Έπειτα τίναξε τα μαλλιά της, στύλωσε τα μάτια της πάνω μου και επανέλαβε δυο φορές πολύ δυνατά, σαν να μιλούσε σε κουφό.
«Παντρεύομαι, ξέρεις, ήθελα απλώς να σου πω ότι σε δυο μήνες παντρεύομαι», φώναξε, τόσο που κάποιοι από τα διπλανά τραπέζια νόμισα πως θα χειροκροτούσαν.
Την είδα να απομακρύνεται βιαστικά. Με κόπο συγκρατήθηκα να μην τρέξω σαν τρελός πίσω της… Είχε μόλις αρχίσει να βρέχει…