Scroll Top

Καίτη Παυλή | Φύσηξε αγέρας και σκόρπισαν – του Ευάγγελου Αυδίκου

Υπεύθυνος στήλης | Ευάγγελος Αυδίκος

«Η λέξη στη γλώσσα ανήκει εξ ημισείας σε κάποιον άλλο». Η φράση του Μπαχτίν συμπυκνώνει τον αέναο αγώνα της λογοτεχνίας, που υπάρχει μέσα από τις λέξεις, οι οποίες αναπαρθενεύονται κάθε φορά , παραφράζοντας τον Ελύτη. Με άλλα λόγια, προσαρμόζονται στην αφηγηματική θερμοκρασία του νέου περιβάλλοντος.
Η αφετηρία της στήλης είναι αυτή η διαπίστωση, σε ό,τι αφορά τη σχέση της με τους αναγνώστες και τα βιβλία. Δεν πιστεύω σε κλειστές και απρόσβλητες αναγνώσεις. Τα βιβλία θα γίνουν το μέσο επικοινωνίας με όσους/ες διαβάζουν. Χωρίς τον αναγνώστη/τρια τα δοκίμια βιώνουν το πολικό ψύχος της αναγνωστικής μοναξιάς.


Καίτη Παυλή, Φύσηξε αγέρας και σκόρπισαν. Μικρές ιστορίες. Εκδόσεις Παρέμβαση, Κοζάνη 2023, σελίδες 114.

Η λογοτεχνία ως φανός θυέλλης

‘Ένα από τα σταθερώς επανερχόμενα μοτίβα στη συζήτηση για τη λογοτεχνία είναι ο προσδιορισμός του βασικού συστατικού που αποτελεί το υπόστρωμα της λογοτεχνικής γραφής αλλά και τον κινητήριο μοχλό που ενεργοποιεί την ανάγκη του δημιουργού να σταθεί μπροστά σε μια σελίδα λευκού χαρτιού ή σε μια οθόνη υπολογιστή.

Την ανάγκη να κοινοποιήσει τους πυροδοτικούς μηχανισμούς στη γραφή της κοινολογεί η Καίτη Παυλή από το πρώτο της βιβλίο, την ποιητική συλλογή « Ανοιχτό Παράθυρο (ΑΩ Εκδόσεις, 2019). Αποτελεί ο τίτλος μια εξωστρεφή δήλωση, υπογραμμίζοντας την ανάγκη τόσο να εκφράσει όσα έχει σοδιάσει εντός της όσο και να εγκαθιδρύσει ένα δίαυλο επικοινωνίας με το αναγνωστικό κοινό. Η αφετηρία της γραφής της συναρθρώνεται με τη βούληση να συναντήσει αναγνώστες και αναγνώστριες, με τους οποίους θα συνομιλήσει. Αυτή η πρόθεση είναι συνειδητή, όπως το διατυπώνει σε ποιητικό της δίστιχο[1].

«Κι ένα πρωί ανοίγεις το παράθυρο

Και πετάς στον αιθέρα».

Η δημιουργός προσθέτει κίνηση στον στίχο της. Ένα πρωί ανοίγει το παράθυρο και αποφασίζει να δώσει μορφή σε  όσα την καίνε και την ίδια στιγμή να  εγκαταστήσει μια σκάλα για να διευκολυνθεί η επικοινωνία με το αναγνωστικό κοινό.

Αυτή η ανάγκη έχει αποκρυσταλλωθεί πλέον στο δεύτερο βιβλίο της, που περιέχει « μικρές ιστορίες». Στη συλλογή των πεζογραφημάτων της ο τίτλος μπορεί να διαβαστεί ως συνέχεια  εκείνου της πρώτης συλλογής. «Φύσηξε αγέρας και σκόρπισαν»  τιτλοφορείται το βιβλίο. Αναπόδραστο αποτέλεσμα από την κίνηση να ανοίξει ένα παράθυρο είναι η προσδοκία να φυσήξει αέρας, κάποια στιγμή, συμπαρασύροντας αισθήματα, συναισθήματα, προβληματισμούς, ξεβολεύοντας την τάξη του εσωτερικού χώρου.

Γράφει στο πρώτο πεζογράφημα με τίτλο «Ανατολή».

«Σε στιγμές απραξίας και σχεδόν νάρκης του μυαλού έγινε αυτό. Αρχές του Φθινοπώρου πια, αλλά δεν λέει να φυσήξει λίγο. Η άπνοια και τα κακά μαντάτα με έχουν καθηλώσει σε μια τελματωμένη, καταθλιπτική κατάσταση» . Η συγγραφέας αισθάνεται ένα ψυχοσυναισθηματικό πνιγμό,  βουτηγμένη στην αποπνικτική ατμόσφαιρα της απραξίας. Η ποίηση την πρώτη φορά, η πεζογραφία τη δεύτερη, κινητοποιούν τις πνευματικές της δυνάμεις. Χρησιμοποιείται η γραφή ως μέσο να  αναταράξει την καιρική , κοινωνική και προσωπική ψυχοσυναισθηματική άπνοια.

Πιο αποκαλυπτική των προθέσεων της στόχευσης της γραφής είναι η τελευταία παράγραφος αυτού του πεζογραφήματος.

«Αιχμάλωτη από καιρό στο μικρό μου διαμέρισμα, παγιδευμένη στις μικρές μου εξαρτήσεις, όμηρος των γεγονότων και των ειδήσεων, όλο και πιο πολύ σε πλήρη σύγχυση και ανίσχυρη να σταματήσω το κακό που συντελείται καθημερινά ερήμην μας, επικαλούμαι όλους τους ανέμους  να φυσήσουν επιτέλους».

Το απόσπασμα αυτό συνοψίζει, όπως και όλο το πεζογράφημα, όλα όσα αποκτούν αφηγηματική αυτονομία στη συνέχεια. Σαν να αποσπά θεματικά κουτάκια από την « Αντολή» , μετασχηματίζοντάς τα σε ξεχωριστές ιστορίες. Το πρώτο κείμενο της συλλογής λειτουργεί σαν μια μεγάλη κούκλα  μπάμπουσκα, από την οποία εξάγονται άλλες αυτόνομες, μικρότερες, αφηγηματικές κούκλες  όσων εμπεριέχονται σε όλο το βιβλίο της. Είναι η Ανατολή και οι ιστορίες, οι πρόσφυγες, οι πλανόδιοι μουσικοί, η μοναξιά, ζωές μισές, υποφωτισμένες, το άξενο αστικό περιβάλλον. Και ανάμεσα σε όλα αυτά η ανάγκη της συγγραφέως να προκαλέσει ρωγμή στους τοίχους της μοναξιάς της, τη μέγγενη του τσιμεντένιου  κόσμου.

«Από τότε που εγκαταστάθηκα στο διαμέρισμα του τρίτου, η θέα που μου πρόσφερε το παράθυρο της κουζίνας ήταν ο ‘κινηματογράφος μου’». Η διέξοδος στην τσιμεντένια ασφυξία είναι  η βεράντα, το παράθυρο. Επιστρέφει το παράθυρο  ως αφηγηματικό μοτίβο στο έργο της Παυλή, με μια διαφοροποίηση. Στην ποιητική συλλογή υπάρχει η δική της ενεργητική συμμετοχή. Ανοίγει το παράθυρο. Στα πεζογραφήματα παρακολουθεί τον κόσμο της τσιμεντούπολης μέσα από στενά παράθυρα, από το στενό παράθυρο της κουζίνας. Δεν περιορίζεται μόνο στο σχόλιο. Δεν εκδηλώνει μόνο συμπάθεια για τους τσακισμένους από τις πολλαπλές κρίσεις και τις προσωπικές επιλογές. Προχωράει ένα βήμα παραπάνω. Επεμβαίνει στη ζωή τους, με διακριτικό τρόπο, προσφέροντας συντροφιά αλλά και το αίσθημα της αλληλεγγύης στον Ιγκόρ, τον Ορφέα. Υπ’ αυτή την έννοια,  τα διηγήματα των οποίων η σκηνογραφία τοποθετείται στην Αθήνα συνιστά κι ένα εγχειρίδιο κοινωνικής συμπεριφοράς σε καιρούς αξενίας και επιφύλαξης για τους απορριγμένους στο κοινωνικό περιθώριο συμπολίτες αλλά και τους αδύναμους πρόσφυγες/και μετανάστες. Οι ιστορίες της Παυλή αποπνέουν τρυφερότητα, πέρα από την καταγωγή τους. Αναζητεί το μικρό περιστατικό, αυτό που περνάει απαρατήρητο, για να μιλήσει για τον ανθρωπισμό. Εκστασιάζεται στη θέα αυτής της συμπεριφοράς. Μοιάζει με λουλούδι φυτεμένο σε κάποιον ανθρωποδιώχτη δρόμο μιας τσιμεντούπολης. Γράφει για τον αφγανό Γιαβάντ στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης,. «Ο  άνθρωπος αυτός στερέωσε την πίστη μου στην ανθρωπιά και επιβεβαίωσε τη σημασία της ανυστερόβουλης αλληλεγγύης».

Η λογοτεχνία για την Παυλή είναι ένας « φανός θυέλλης». Ξέρουμε ότι αυτός χρησιμοποιείται σε καιρούς δύστηνους. Στις κακοκαιρίες οποιασδήποτε μορφής (καιρικές, κοινωνικές, πολιτισμικές). Η  συγγραφέας, λοιπόν, κάθεται μπροστά στον υπολογιστή να γράψει,  ως μια προσπάθεια να κατανοήσει όσα συμβαίνουν αλλά και ως απεγνωσμένη προσπάθεια να επιβιώσει ως άνθρωπος. Είναι το αντίδοτό της στο τοξικό δηλητήριο που εκλύεται γύρω της. 

Η οπτική της Παυλή ανακαλεί στη μνήμη μου την περίπτωση του Τούρκου συγγραφέα Αλτάν , ο οποίος φυλακίστηκε για πολιτικούς λόγους. Η λογοτεχνία, η ανάγνωση και η γραφή της, εξαφανίζει τους περιοριστικούς τοίχους. «Ίσως να έχουν τη δύναμη να με βάλουν στη φυλακή, όμως κανένας δεν έχει τη δύναμη να με κρατήσει στη φυλακή. Όπου και να με κλείσετε, θα ταξιδέψω ανά τον κόσμο πάνω στα ατελείωτα φτερά του μυαλού μου»[2].

Η λογοτεχνία ήταν γι’ αυτόν το δικό του μαγικό τζίνι  να μετασχηματίζει τις δυσμενείς συνθήκες σε δύναμη. Για την Παυλή η γραφή επέχει τη θέση του φανού θυέλλης, καθώς  διαλύει τα σκοτάδια και τη βοηθάει να διεισδύει στην ουσία των πραγμάτων, . να ανασύρει από την κοινωνική αντάρα την ευαισθησία, την αλληλεγγύη, την αγάπη, την ενσυναίσθηση. Γράφει.

«Προσπαθώ ν’ ανάψω τον « φανό θυέλλης», αν και μου φαίνεται πως αυτό δεν αρκεί πια. Επικαλούμαι τη συνδρομή της μούσας. Επικαλούμαι , τέλος, τις συγκυρίες και την Τύχη, αν και κατά βάθος γνωρίζω πως ο τροχός της πολύ δύσκολα θα αλλάξει κατεύθυνση».

Το πρώτο μέρος των πεζογραφημάτων , πέντε στον αριθμό , έχουν ως χώρο δράσης τη Λέσβο, με έντονο τον απόηχο και τον πόνο , καθώς και την προσμονή συναντήσεων, από τα απέναντι Μικρασιατικά παράλια και την τραγωδία που έλαβε χώρα εκεί το 1922. Ο Εύανδρος Χατζημιχαήλ είναι ο εκφραστής ενός πολιτισμού , στον οποίο μυήθηκε η συγγραφέας. Είναι ο πολιτισμός της Ανατολής, ο μυστηριακός και διονυσιακός, που μετεωρίζεται ανάμεσα στον νου και το συναίσθημα. Που κουβαλάει τους αιώνες μιας ιστορικής πορείας, η οποία τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζεται ως μιαρή.

« ‘Την Ανατολή’, τον άκουσα να λέει με έμφαση, αναφερόμενη στη συνάντησή με τον Χατζημιχαήλ Ο άνθρωπος έτσι κι αλλιώς βαδίζει προς τη Δύση, έρχεται απ’ την Ανατολή και πάει στη Δύση. Μπορείς να μην ξεχνάς την Ανατολή, να’ χεις την Ανατολή στο βλέμμα και στην καρδιά σου; Αυτό είναι το ζήτημα».

Η Παυλή αναδεύει τα φυλλοκάρδια της Ανατολής, τις ιστορίες που άκουσε από τη μάνα της, ως ωτακουστής στο καφενείο του πατέρα της. Ο Χατζημιχαήλ συναντιέται με τη Ρηνιώ, τον Τηλέγραφο, πρόσωπα που κουβαλούν έναν άλλο κόσμο. Είναι ο κόσμος της συγγραφέως, που αποτυπώνεται με ενάργεια στο πεζογράφημα «Το πηγάδι».

Τα διηγήματα της Λέσβου, του κόσμου της Ανατολής , συνομιλούν με τις ιστορίες του αστικού κέντρου, της Δύσης γενικότερα. Όλα οργανώνονται γύρω από τον ίδιο, ουσιαστικά άξονα. Πρώτα είναι η προσφυγιά που έκανε κομμάτια τη ζωή των ηρώων και ηρωίδων. Η Ρηνιώ , ο Εύανδρος Χατζημιχaήλ είναι ναυάγια μιας καταστροφής. Το ίδιο και ο Γιαβάντ, ο Ιγκόρ, ο Ορφέας, η Βιολέτα, η γιαγιά Αγάπη, το ανθρωπάκι, η Γαριφαλιά.. Όλοι αυτοί δεν είναι αποκλειστικά πρόσφυγες από την Ανατολή , που της θυμίζουν οικεία κακά, σαν τον Αιγύπτιο ντελιβερά, τον Άντελ, θύμα της απληστίας και του άναρχου ανταγωνισμού. Είναι και θύματα εθνικών καταρρεύσεων και κοινωνικών κρίσεων. Η συγγραφέας τους αντιμετωπίζει όλους αυτούς ως αποσυνάγωγους μιας κοινωνίας που έχει απομακρυνθεί από τις βασικές αρχές του ανθρωπισμού. Έτσι, η φράση της Ρηνιώς « Ας ζει η κόρη μ’ κι ας τούρκιψι», που λέγεται για τη χαμένη κόρη της στα αποκαϊδια της Σμύρνης είναι και μια ακατανόητη για όλους εμάς εκδήλωση πίστης στη ζωή.

Η Παυλή είναι  εξαιρετική συγγραφέας. Ξεκινάει από μια παρατήρηση, από ένα βλέμμα, από μια λεπτομέρεια και ξομπλιάζει τα πεζογραφήματά της με τρυφερότητα για τον συνάνθρωπο. «Ο τελικός προορισμός είναι, σε κάθε περίπτωση, ο αναγνώστης. Σκοπός του συγγραφέα είναι να επηρεάσει τη συναισθηματική κατάσταση του αναγνώστη, να δημιουργήσει ανάμεσα σε δέκτη και πομπό μια γέφυρα οικειότητας, ανανεώνοντας το πνεύμα του αναγνώστη»[3], γράφει ο Φουέντες.

Ακριβώς, το ίδιο ισχύει για την Παυλή. Έτσι κι αλλιώς, καλή είναι η καταμέτρηση αναγνωστών μέσα από τα ευπώλητα. Θεμιτή και η επιθυμία όλων των δημιουργών να προκαλέσουν , με τον δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο, το ενδιαφέρον πολλών αναγνωστών / τριών. Ωστόσο, η λογοτεχνία αποκτά νόημα όταν δημιουργεί νέους αναγνώστες, όχι όταν προσθέτει αριθμούς. Και σ’ αυτή την τελευταία κατηγορία ανήκει το βιβλίο της Παυλή.

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σ’ αυτό το βιβλίο εντοπίζεται  στη σχέση της συγγραφέως με τη  μουσική αλλά και τη βαθύρριζη επικοινωνία με την παράδοση της λαϊκής αφηγηματολογίας, την οποία και αξιοποιεί, ώστε να διαμορφώσει το ελλειπτικό προσωπείο της σύγχρονης, κατακερματισμένης κοινωνίας.

 Συνομιλεί η συγγραφέας με τον Όμηρο, τον Δάντη και τον Κρυστάλλη, από τους οποίους δανείζεται το μοτίβο της μάνας, η οποία την  οδηγεί  στην καταβύθιση στην οικογενειακή ιστορία- και όχι μόνο- και στον άλλο κόσμο. Για να γίνει αυτό εκμεταλλεύεται ένα άλλο μοτίβο, εκείνο της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων, η οποία ταξιδεύει σε μια άλλη διάσταση. Η συγγραφέας προσφυώς μυθοπλάθει ένα πηγάδι στο οικογενειακό τους σπίτι, το οποίο υποστηρίζει αφηγηματικά την επιστροφή σ’ ένα παρελθόν, με όρους νοσταλγικούς. Επιζητεί τη συνάντηση μαζί του ως όχημα μετακένωσης των δικών της αισθημάτων στο αναγνωστικό κοινό.

«Είμαστε συλλέκτες ήχων και φωνών», σχολιάζει η σύζυγος στο πεζογράφημα «ένα απρόσμενο τρίο», που συναντά σ’ ένα βαγόνι του ηλεκτρικού,  παίζοντας θεσπέσιες μουσικές.  Αυτή η πολύ συμπυκνωμένη φράση ταιριάζει απόλυτα στην Παυλή. Είναι συλλέκτης αισθημάτων, αφηγηματικών μορφών, πέρα από τα όρια και τους αφηγηματικούς κανόνες. Ανασύρει- το πιο εύκολο- αφηγηματικούς τρόπους από την δική της Ανατολή. Από τις αφηγήσεις της μάνας, των οικείων. Προσφεύγει στον Αλαντίν και στις παραδόσεις για υπερφυσικά και παράξενα όντα, το οποία διανθίζουν τις αφηγήσεις του δικού της παρελθόντος. Επεξεργάζεται όλα αυτά, τα αποκαθαίρει και με τρυφερότητα τα συναρμολογεί στις δικές της ιστορίες. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνει έναν κόσμο παράξενο, κόντρα στον ορθολογισμό της πόλης, ο οποίος λειτουργεί και ως εξισορροπητικό βάλσαμο στην ανισορροπία της εποχής μας. Τέτοιο είναι το παράδειγμα της μοναχικής Γαριφαλιάς που γοητεύεται από την  τεχνολογία, νομίζοντας πως θα προκαλέσουν ρωγμή στη μοναξιά. Στο τέλος «θυμήθηκε τη Μικρασιάτισσα γιαγιά της και τα παραμύθια που έλεγε. Τα περισσότερα ήταν άγρια και θλιβερά. Τώρα ένιωσε πως ήταν κι αυτή κλεισμένη σ’ ένα τέτοιο παραμύθι. Και, επιτέλους, έκλαψε, έκλαψε πολύ. Έκλαψε αληθινά» (Στη χώρα των θαυμάτων).

Η Παυλή υπενθυμίζει τη δύναμη του λαϊκού λόγου, γνωρίζοντας πως εκεί θα αποκρυπτογραφήσει πολλές αφηγηματικές τεχνικές που την απασχολούν στη γραφή της. Αναζητεί τις απαντήσεις σ’ έναν  κάκτο (Λυγρά σήματα), να παρακολουθήσει την ανθοφορία του. Δεν καταφέρνει να λάβει απαντήσεις. Δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις, δεν προσφέρονται σε τσελεμεντέ.

Το ίδιο αίσθημα είχα κι εγώ διαβάζοντας  ιστορίες της Παυλή. Μάλλον η πιο ασφαλής μέθοδος είναι να αφήσεις ο αναγνώστης/ τρια τη διαίσθησή του και να μην επιχειρήσει την εκλογίκευση της μυθοπλασίας .Να βάλει διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο πραγματικό και το μυθοπλασμένο. Αυτό το γνώριζε πολύ καλό ο Τηλέγραφος στο ομότιτλο πεζογράφημα, γι’ αυτό και εξουδετερώνει τον ορθολογισμό του Γάτου που αμφισβητεί τα ψέματά του.       

Η ουσία βρίσκεται στην ίδια την αφήγηση . Μεταγράφω τον Τηλέγραφο. Ο αφηγηματικός κότσυφας της Παυλή είναι ψημένος, αλατισμένος με λεμόνι. Κοπιάστε να φάτε.

[1] Ευάγγελος Αυδίκος, «‘Κι ένα πρωί ανοίγεις το παράθυρο…’ . Για την ποιητική συλλογή της Καίτης Παυλή ‘ Ανοίγεις το παράθυρο’ » , https://bookpress.gr/kritikes/poiisi/11262-pauli-kaiti-anoigeis-to-parathiro-aydikos, ανάρτηση 7 Μαρτίου 2020.

[2] Αχμέτ Αλτάν, «Γράφω αυτές τις λέξεις,…»,  περιοδικό Το Δένδρο 226-227(2019):  13.

[3] Κάρλος Φουέντες, Όταν τα όνειρα εισβάλλουν στο βιβλίο, περιοδικό Το Δένδρο 226-227(2019), 18.

Βιογραφικό Ευάγγελος Αυδίκος

Βιογραφικό Καίτη Παυλή