Scroll Top

“Η αφήγηση του τόπου και ο τόπος ως αφήγηση” από την Αλίκη Στελλάτου

Τη στιγμή ακριβώς που ξεκινάει η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου, από την πρώτη παράγραφο, την πρώτη αράδα, την πρώτη λέξη, το πρώτο γράμμα, ο αναγνώστης εισάγεται σε έναν τόπο ο οποίος μέσα από αυτή τη μικρή χαραμάδα, την ελάχιστη ρωγμή, απελευθερώνεται από τις διαστάσεις, ξεφεύγει από την κλίμακα του χειροπιαστού, του συγκρίσιμου με τον πραγματικό κόσμο και, όπως συμβαίνει με τα όνειρα, ο τόπος γίνεται μικρός και συνάμα απέραντος, πλήρης και συνάμα ατελής, υπαρκτός και συνάμα ανύπαρκτος.

Διότι αυτό που δημιουργείς γράφοντας τις αναμνήσεις, τις σκέψεις, τις ιδέες εκείνες που ενίοτε μοιάζουν τόσο ασήμαντες για την εξωτερική σου ζωή όσο σημαντικές είναι για την εσωτερική σου, ώστε να αναδύονται στο συνειδητό με ορμή και να τοποθετούνται στο χαρτί με τάξη, είναι ένας τόπος· ένας τόπος με σχήμα απροσδιόριστο, απείρως καμπυλούμενο και διαρκώς ατελές, αλλά κυρίως μονωμένο, ανεξάρτητο, κομμάτι κανενός σώματος πια, κανενός νου ή πνεύματος, μια οντότητα τόσο συγκεκριμένη, αυτόνομη και αυτοτελής ως προς την υπαρκτική της βεβαιότητα όσο συγκεχυμένη, αφηρημένη και διφορούμενη ως προς τη σύστασή της, σχεδόν αιωρούμενη απαλά σε ένα τίποτα, που δεν συνιστά κανένα εκεί.

Και σε αυτό το αόριστο εκεί που δεν είναι, ο τόπος της αφήγησης υπάρχει και δεν υπάρχει: υπάρχει, γιατί είναι αυτός που καταλαμβάνει με αναμνήσεις, σκέψεις και ιδέες τον κενό χώρο που υπήρχε από πάντα, και αναδεικνύει αυτό ακριβώς το κενό μόνο και μόνο υπάρχοντας· και δεν υπάρχει, γιατί αυτές οι ίδιες αναμνήσεις, οι σκέψεις και οι ιδέες, είτε αφορούν την παιδική σου ηλικία είτε τα μέρη όπου είχες κάποτε βρεθεί είτε τα συναισθήματά σου για τους ανθρώπους που συνάντησες, συμπτύσσονται, συγχωνεύονται, και πάλι ξεχωρίζουν και διαλύονται με καταλύτη τη μνήμη που προδίδεται από τον χρόνο και προδίδει κι εσένα, που γράφοντας παλεύεις να θυμηθείς – ή να καταλάβεις.

Όπως λέει και η Μαρία, η ηρωίδα της Γάτας στον κήπο: «[…] ήταν όμως αυτή η έλλειψη περιγράμματος στα όνειρα που περισσότερο ξεθώριαζε παρά βοηθούσε τη μυωπική μου μνήμη […] και τελικά εγώ θα βρισκόμουν συρρικνωμένη στη μορφή ενός χρυσόψαρου που κολυμπάει στη μικρή του γυάλα κάνοντας κύκλους, ενός χρυσόψαρου που κολυμπάει σε ομόκεντρους κύκλους, κύκλους γύρω απ’ το ίδιο σημείο […] συναντώντας σε κάθε του κύκλο το μικροσκοπικό δεντράκι και το βότσαλο, που στα μάτια του μοιάζει με βράχο που όμως ποτέ δεν διαβρώνεται […] κι όταν αργότερα ξύπνησα θυμήθηκα ότι ο θείος Βήσσος κάποτε μου είχε πει κάτι που είχε διαβάσει για τα όνειρα, γιατί είναι αλήθεια ότι ο θείος Βήσσος διάβαζε συνέχεια, ώρες καθόταν στο γραφείο του και διάβαζε και κάποτε μου είχε πει ότι είχε διαβάσει ολόκληρη τη βιβλιοθήκη του, που μου είχε φανεί τεράστια σαν βράχος, τη βιβλιοθήκη του που διαβρώθηκε από τη θεία, η οποία όταν εκείνος πέθανε χάρισε όλα τα βιβλία του γιατί δεν άντεχε να τα βλέπει και να της τον θυμίζουν, κι έτσι, όταν είχα αποφασίσει ότι ήθελα ένα ενθύμιο από τον θείο Βήσσο, τώρα που είχε πεθάνει, μιας και δεν θυμόμουν τίποτε άλλο, δεν υπήρχε πια τίποτα, αφού και η βιβλιοθήκη του από βράχος είχε γίνει βότσαλο».

Και καθώς όλα ξεχωρίζουν και πάλι συνέρχονται σε αυτόν τον τόπο, ο οποίος, όσο μοιάζει με όνειρο, άλλο τόσο μοιάζει με πραγματικότητα, ανακαλύπτεις ότι δεν υπάρχει κανένα νήμα για να σε οδηγήσει στην αρχή, στον αρχικό τόπο από όπου ξεκίνησες, ότι ο τόπος συνεχώς αναδιπλώνεται καθώς συνεχώς συναντάται με τα διαφορετικά βλέμματα: των άλλων που διαβάζουν αυτό που έγραψες, αλλά και των διαφορετικών δικών σου μέσα στον χρόνο. Διαπιστώνεις τότε ότι μέσα σε έναν τέτοιο εύπλαστο χρόνο η μνήμη χάνει τη σημασία της, γιατί μοιάζει σαν κάθε φορά να ξεκινάς, χωρίς να μεσολαβεί η ανάγκη να έχεις πρώτα επιστρέψει – μοιάζει σαν ο τόπος που θυμάσαι να μην υπάρχει, σαν να υπάρχει μόνο αυτό που θυμάσαι.

Είναι αυτή η διαπίστωση δύσκολη στην αποδοχή, είναι όμως και ανακουφιστική, γιατί είναι ανακουφιστική η απαγκίστρωση από όλα όσα δεν μπορούν να μεταφερθούν στον χρόνο, από όλα όσα παραμένουν στην ακινησία που τα ορίζει· και γίνεται έτσι απελευθερωτική η ανακάλυψη νέων τρόπων για να επιστρέφεις χωρίς να επιστρέφεις, νέων τρόπων για να ενώνεις όλα όσα είσαι σε ένα, να γίνεσαι ένα με τον τόπο, τον πολλαπλό, τον ανώνυμο, να γίνεσαι τελικά ο τόπος που είσαι.

Η Αλίκη Στελλάτου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Είναι απόφοιτη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και το 2016 ολοκλήρωσε τις σπουδές της στον Ελληνικό Πολιτισμό στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Έχει δημοσιεύσει σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχει διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ από τις Εκδόσεις Κίχλη κυκλοφορεί η νουβέλα της Γάτα στον κήπο.