Ένας τόπος περίκλειστος που θέλησα να τον ιστορήσω
Όλα τα διηγήματα της συλλογής «Κόμπο τον κόμπο» εκτυλίσσονται στην Ηπειρωτική ενδοχώρα από τις αρχές του εικοστού αιώνα έως τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Η Ήπειρος πρωταγωνιστεί σε όλες τις ιστορίες μου, αλλά όχι για τις φυσικές της ομορφιές. Το φυσικό τοπίο υπάρχει μόνον ως το απαραίτητο σκηνικό της δράσης. Η Ήπειρος όμως είναι για μένα κάτι πολύ περισσότερο από αυτό: είναι ένας τόπος βιωματικός, ένα εσωτερικό τοπίο βαθιά ριζωμένο μέσα μου συνειδητά και ασυνείδητα. Γι’ αυτό και επιστρέφω συχνά σε αυτήν τόσο επίμονα μέσα από τη σκέψη μου όσο και μέσα από τη γραφή. Και είναι παράξενο το γεγονός ότι ενώ στην πραγματική ζωή γυρνάω στον τόπο μου σχεδόν πάντα νοσταλγικά, με ένα δυσαναπλήρωτο αίσθημα κενού, στη γραφή επιστρέφω σε αυτόν χωρίς καμία νοσταλγία και διάθεση εξιδανίκευσης. Ίσως γιατί η γραφή με βοηθά να ξορκίζω τις δυσάρεστες μνήμες ή εμπειρίες της γης που με γέννησε, ώστε αυτή να συνεχίσει να υπάρχει μέσα μου ως γη αγαπημένη των παιδικών μου χρόνων.
Η Ήπειρος των διηγημάτων μου, λοιπόν, είναι ένας τόπος σχεδόν αρχαϊκός που δονείται από ισχυρά πάθη, ένας τόπος στον οποίο ο ισχυρός επιβάλλει το δικό του δίκαιο και όπου κάθε βίαιη πράξη καλύπτεται από μια καθολική, σχεδόν συνένοχη σιωπή. Οι κάτοικοί του αναδύονται από το χώμα, η γυναίκα επωμίζεται όλα τα οικογενειακά βάρη, υποκύπτει στην εξουσιαστική δύναμη των ανδρών και είναι αναγκασμένη να σιωπά. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα τι ήταν αυτό που ερέθισε τη μνήμη μου, ατομική και συλλογική, ώστε να φανερώσει τούτα τα «ανθρωπογενή», «κοινωνικά» και «ιστορικά» τοπία. Ήταν ίσως η ανάγκη να ξαναδιαβάσω με τη ματιά του ενηλίκου τα γεγονότα της μικροϊστορίας του τόπου μου, να αναμετρηθώ με το προγονικό παρελθόν, να ανακαλύψω καλά κρυμμένα οικογενειακά μυστικά που έως σήμερα αγνοούσα, να αφουγκραστώ τις αφηγήσεις των γονιών και των παππούδων μου, να μαγευτώ ξανά από τους λαϊκούς μύθους του τόπου μου, από τις νεράιδες των πηγαδιών και τις ζηλόφθονες νεράιδες της νύχτας, να ξανακαθίσω στο πασχαλινό τραπέζι και να ακούσω τη γιαγιά μου να τραγουδάει ηπειρώτικα μοιρολόγια. Για να ξανακλάψω σε κάθε γύρισμα της φωνής της, για τη Μαργιόλα «που δεν είχε πόδια η μαύρη να σκωθεί» και για τη λυγερή Διαμαντούλα «που ήταν κίτρινη». Να ξαναγίνω μύστης στη θρησκεία του ηπειρώτικου δημοτικού τραγουδιού.
Αυτός είναι ο τόπος της δικής μου γραφής, μια Ήπειρος σχεδόν πρωτογονική, περίκλειστη και σιωπηλή, ένας κόσμος που δυσκολεύεται να μιλήσει, διστάζει να πει «αυτά που δεν λέγονται». Για αυτό και εγώ ένιωσα βαθιά την ανάγκη να τον ιστορήσω.
Απόσπασμα από το διήγημα «Κόκκινη πουά κορδέλα με φιόγκο»
«Ἦταν Μάης τοῦ ’46, ὅταν πέρασε ἕνα βράδυ ὁ ἀδερφὸς τῆς μάνας μας, ποὺ ἀνακατεύονταν μὲ τὰ κοινοτικά. Μᾶς εἶπε ὅτι τὴν ἑπομένη θὰ μοίραζαν στὸν Ἀμμότοπο τὰ πράματα ποὺ ἔστελνε ἡ Οὔντρα. Ὁ πατέρας εἶχε ὄργωμα καὶ σπορά, δὲ μπόρεγε νὰ πάει, τ’ ἄλογα τά ‘θελε. Τὸ πῆρε ἔτσι ἀπόφαση ἡ μάνα νὰ πάει μοναχή της, πέντε ὧρες δρόμο μὲ τὰ ποδάρια. Ἀποβραδὶς μᾶς μάζωξε καὶ μᾶς εἶπε νά ‘χουμε τὸ νοῦ μας ὅσο θὰ λείπει κι ὅταν γυρίσει θὰ μᾶς φέρει τὰ καλὰ τοῦ Θεοῦ ὅλα. Φορτώθκε ἕνα ἀδειανὸ μπαοῦλο πού ‘χαμε κι ἔφκε τὸ χάραμα γιὰ νὰ πιάσει σειρά. Ἔκαμε λιγότερο ἀπὸ τέσσερις ὧρες. Τόση ἦταν ἡ χαρά της ποὺ θά ‘χαμε νὰ φᾶμε καὶ νὰ ντυθοῦμε. Ἀφοῦ τῆς ἔδωκαν ὅ,τι ἦταν νὰ πάρει, τὸ μπαοῦλο τό ‘χε γεμίσει μὲ πράματα ὣς ἀπάνου, τῆς ἔβγαλαν ἕνα χαρτὶ νὰ βάλει ὑπογραφὴ γιὰ ἐκειὰ ποὺ πῆρε. Ἡ μάνα τοὺς εἶπε: “Δὲν ξέρω νὰ βάνω τὴν ὑπογραφή μ'”. “῎Ε, τότες δὲν παίρεις τίποτα”, τῆς εἶπαν κι ἔβαλαν δυὸ ἐργάτες νὰ τῆς ἀδειάσουν τὸ μπαοῦλο. Ἡ μάνα ἔκλαιε, τοὺς ἔλεγε ὅτι δὲν ξέρει γράμματα, τοὺς παρακάλαε νὰ τὴ λυπηθοῦν, πῶς θὰ γύρναε στὸ χωριὸ μ’ ἄδεια χέρια; Ἐκεῖνοι δὲν ἔκαμαν πίσω. Ἅμα εἶδε τὴν ἀπανθρωπιά τους ἡ μάνα, ἀπελπίστκε τόσο ποὺ λιγοθύμησε. Δὲν τὴ λυπήθκαν. ῎Ηθελαν βλέπεις νὰ πάρουν τὰ πράματα γιὰ τὰ δικά τους τὰ σπίτια. Ἔτσι τὴν ἔβαλαν νὰ κάτσει παραπέρα, νὰ συνέρθει, κι ἐκεῖνοι συνέχισαν τὴ δουλειά τους. Ἐκεῖ τὴ βρῆκε νὰ κλαίει ἕνας ἀπ’ τὸ χωριό μας. Ἔβγαλε τότες ἀπὸ τὰ πράματά τ’ τὴν κορδέλα καὶ τῆς τὴν ἔδωκε: “Πάρ την, Πραξία, νὰ τὴν πᾶς στὴ Μεροπίτσα σ’, νὰ χαρεῖ. Ἐγὼ δὲν ἔχω κοπέλες”. ῞Οταν τὴν εἴδαμε νὰ κατεβαίνει στὴ ράχη μὲ τὸ μπαοῦλο στὴν πλάτη, θυμιέσαι πῶς ἔκαναμ’; Χύθκαμ’ στὴν ἀνηφόρα καὶ φώναζαμ’: “Τί μᾶς ἔφερες, μάνα; Τί σοῦ ‘δωκαν; Νὰ ἰδοῦμε; Νὰ ἰδοῦμε;”. Κι ἐκείνη μᾶς εἶπε σιγανά: “Τ’ ἀγαθὰ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ ᾽Ισαὰκ μᾶς ἔστειλαν οἱ Ἀμερικάνοι. Μόνο πααίνετε νὰ πεῖτε τοῦ πατέρα σας νά ‘ρθει νὰ μὲ βοηθήσει νὰ ξεφορτώσω. Ἄιντε κι ἐγὼ θὰ σᾶς κάμω ψωμὶ νὰ τὸ φᾶτε ζεστὸ καὶ νὰ πιεῖτε κι ἕνα ποτήρι τσάι μὲ ζάχαρη ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι, ποὺ ἔφερα”. Ὅσο νὰ γυρίσουμε μὲ τὸν πατέρα ἀπ’ τὸ χωράφι, εἶχε φουρνίσει ψωμί, εἶχε φκιάσει καὶ τσάι. Θυμιέσαι τί νόστιμο μᾶς εἶχε φανεῖ τὸ καρβέλι; Δὲν τὸ χόρταιναμ’. Ἀλλὰ δὲν ἦταν τὸ ἀμερικάνικο τ’ ἀλεύρι, ἀδερφή μ’, πού ‘ταν νόστιμο, ἦταν τὰ δάκρυα τ’ ἁρμυρὰ τῆς μάνας τὴν ὥρα ποὺ τὸ ζύμωνε ποὺ τό ‘χαν νοστιμέψει τόσο. Τὴν ἑπομένη βγῆκε ζητιανιὰ στὸ χωριὸ γιὰ νὰ βρεῖ ψωμὶ νὰ μᾶς ταΐσει».
* Η Δήμητρα Λουκά γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1970. Είναι φιλόλογος. Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί στα ηλεκτρονικά περιοδικά Ο Αναγνώστης, Bookpress, Φρέαρ, Fractal, Διάστιχο και στο Διάσελο. Συμμετείχε στη συλλογική έκδοση διηγημάτων με τον τίτλο «Το μυστικό» (επιμ. Αμάντα Μιχαλοπούλου, Καστανιώτης, 2018). Από τις εκδόσεις Κίχλη κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων της Κόμπο τον Κόμπο.