Scroll Top

“Η αφήγηση του τόπου και ο τόπος ως αφήγηση” από την Μαριαλένα Σπυροπούλου

Ποια είναι η σχέση μας με τον τόπο;

Για μένα έχει μεγάλο ενδιαφέρον αυτό το ερώτημα. Ποια είναι η σχέση μου άραγε με τον τόπο; Τόπος είναι για μένα ένα πλαίσιο, πραγματικό, φαντασιακό, ψυχικό, γης, θάλασσας, ουρανού όπου εκεί μέσα κατοικεί, ανακουφίζεται, μεγαλώνει και επιθυμεί να επανέρχεται ένας άνθρωπος.
Όταν ήμουν μικρή είχα πολύ κακή σχέση με τη γεωγραφία. Ο πατέρας μου την ίδια στιγμή την αγαπούσε πάρα πολύ, και πάσχιζε να μου μάθει, όσο εγώ αντιστεκόμουν. Θυμάμαι, παίρναμε την υδρόγειο για να μου δείξει ηπείρους, θάλασσες, οροσειρές, και εγώ χανόμουν στην αδυναμία σύλληψης του κόσμου. Απλώς δεν καταλάβαινα. Κάθε φορά που μάθαινα για μια καινούρια χώρα, εγώ έφτιαχνα τις δικές μου φανταστικές ιστορίες για τις χώρες που δεν είχα ταξιδέψει και μου φαίνονταν ανοίκειες και μακρινές. Θυμάμαι ακόμα την ιστορία που είχα φτιάξει για τις Κάτω Χώρες, έχοντας συνδέσει την Ολλανδία με τον Άδη, αναζητώντας μάταια μια Περσεφόνη που ζωγράφιζε τοπία βυθισμένα στο νερό.
Αυτή η δυσκολία μου συνεχίστηκε και με τον προσανατολισμό. “Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα” ήμουν κυριολεκτικά. Αλλού νόμιζα ότι πήγαινα, αλλού έδειχνα, ο τόπος έμοιαζε στο κεφάλι μου σαν μια υδρόγειο, στρογγυλή που φώτιζε τις νύχτες, αλλά σαν ένας λαβύρινθος, και εγώ να βρίσκομαι ένα παγιδευμένο ποντίκι μέσα στον τροχό μου, καταδικασμένο να γυρίζει συνεχώς γύρω από τον εαυτό του. Ένα βράδυ, παιδί ακόμα, ξύπνησα στο δωμάτιό μου για να πιω νερό, και μέσα στην παραζάλη του ύπνου μου, δεν έβρισκα την πόρτα να ανοίξω προκειμένου να βγω. Χτυπούσα τότε με το σώμα μου τους τοίχους, ακουμπώντας με την αφή μου, μήπως και βρω πόμολο. Αυτό το αίσθημα ότι δεν μπορώ να βγω από ένα μικρό δωμάτιο που το γνώριζα σαν την παλάμη μου -αργήσαμε πολύ να μετακομίσουμε στο Μπάκιγχαμ- είναι ένα αίσθημα τόπου και ασφυξίας που με έχει σημαδέψει.
Το πράγμα άρχισε να ξεκλειδώνει όταν έγραψα μια έκθεση στην τρίτη δημοτικού. “Τι κάνατε το τριήμερο της καθαράς Δευτέρας;” ήταν το ερώτημα. Όλα τα παιδιά έγραψαν για τον χαρταετό που πέταξαν και τη λαγάνα που έφαγαν, για του Φιλοπάππου και τον Ωρωπό, όπου μπόρεσε ο καθένας να εκδράμει. Εγώ όμως είχα πραγματικά “ταξιδέψει”. Είχα βρεθεί στο Λονδίνο, μη με ρωτήσετε εάν γνώριζα ότι είναι πρωτεύουσα της Μεγάλης Βρετανίας. Εκεί είχε συντριβάνια με ιπτάμενους βατράχους, γιγάντια ζαχαρωτά με ξυλοπόδαρα, και μπόλικη αστερόσκονη στον αέρα. Αντί για χαρταετό εμείς πετούσαμε ψηλά μέσα σε ένα μπαλόνι που έγραφε ΑΕΚ (η ομάδα του μπαμπά) για να δούμε όλη την πόλη, είχαμε μόνον τρεις μέρες άλλωστε, τι να πρωτοπρολάβουμε. Ο δάσκαλος φώναξε τη μαμά του να τη ρωτήσει εάν είχαμε όντως πάει ποτέ στο Λονδίνο. Η μάνα μου ντράπηκε για τα ψέματά μου, γιατί μέχρι το άλσος Βεϊκου είχαμε πάει, και ζήτησε συγγνώμη στον δάσκαλο. Εκείνος όμως της είπε ότι κάτι πρέπει να κάνουν με τη φαντασία μου. Η μάνα μου μάλλον το θεώρησε τρελό και ούτε θέλησε να ασχοληθεί περαιτέρω.

Πώς επιδρά στη διαμόρφωσή μας;

Προφανώς όλα αυτά επέδρασαν στη διαμόρφωσή μου. Προφανώς δεν μπόρεσα ποτέ να γίνω ο Παυσανίας. Από την άλλη ενώ λατρεύω τα ταξίδια, επέλεξα περισσότερο να ταξιδεύω από τη θέση της πολυθρόνας μου στον αχανή χώρο της φαντασίας μου. “Το πιο μακρύ ταξίδι μου είσαι εσύ”, λέει ο ποιητής. Τόπος για μένα είναι η ψυχή μου. Από εκείνη την έκθεση του δημοτικού, προφανώς συγκράτησα τη λέξη “τρελό” και άρχισα από νωρίς να αναζητώ τι τρέλα κουβαλώ. Κανείς δεν μου είπε ότι αυτή η τρέλα μου μπορεί να γίνει δημιουργική. Κανείς δεν σκέφτεται στην οικογένεια ούτε στην εκπαίδευση, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ότι υπάρχουν πολλοί τύποι ευφύιας και ότι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι. Το ζήτημα είναι να βρει ο καθένας πού ξεχωρίζει. Και πιστεύω ακράδαντα ότι όλα τα παιδιά κάπου ξεχωρίζουν. Εγώ παιδεύτηκα πολύ στη ζωή μου. Αντί να καμαρώνω για την “ιδιαιτερότητά” μου, βούτηξα βαθιά μέσα στον τόπο της ψυχής μου και του μυαλού μου αναζητώντας τι πάει στραβά. Αυτό με έφερε από πάρα πολύ νωρίς σε επαφή με την ψυχολογία και μετά ως φοιτήτρια Ψυχολογίας και με την ψυχανάλυση, που σιγά σιγά έγινε για μένα ο πιο ασφαλής τόπος. Ένα ανοιχτό λιβάδι όπου εκεί χωρούσαν και οι ιπτάμενοι βάτραχοι και η θρησκεία της γιαγιάς μου και η παιδική μου ηλικία και τα καλοκαίρια μου, και κυρίως όσα λόξευαν και πήγαιναν στραβά. Χωρούσαν πολλές αντιφάσεις, και ο δρόμος δεν ήταν άσπρος ή μαύρος, γινόταν πολύ συχνά ένας ενδιάμεσος δρόμος που με τις σωστές δόσεις, γινόταν το δικό μου μονοπάτι. Επειδή έχω εργαστεί και στην εκπαίδευση (δημόσια και ιδιωτική) το τονίζω αυτό, να το ακούσουν και οι ενήλικες και τα παιδιά. Δεν είναι ένας ο δρόμος της ικανοποίησης, πολλώ δε μάλλον της ευτυχίας. Στην ψυχανάλυση ως ασθενής κυρίως, σιγά σιγά άρχισα να νιώθω μαλακά και ευρύχωρα στον τόπο της αναζήτησης των λέξεων και των σκέψεων και ενώ πήγα για να με “θεραπεύσω” αισθάνθηκα τόσο οικεία σε έναν τόπο όπου δεν χωρούσε η κριτική, όπου όχι μόνον δεν “θεραπεύτηκα” αλλά ίσως επιβεβαιώθηκε ο τότε μακρινός δάσκαλος του δημοτικού, ότι “κάτι πρέπει να κάνω με τη φαντασία μου” και αφέθηκα να κατρακυλήσω σε μια χρόνια και ανίατη ασθένεια αναζήτησης ιστοριών.

Σε ποιον βαθμό και με ποιους όρους καθορίζει τις επιλογές μας;

Τότε ήταν που βελτιώθηκε και ο προσανατολισμός μου. Και τόπος για μένα έγινε ο ψυχικός τόπος των ανθρώπων που γίνεται ακόμα πιο ευρύχωρος και εξωτικός ακόμα και από την έρημο στην Αφρική. Και κυρίως συνειδητοποίησα ότι τόπος είναι η παιδική μας ηλικία. Για μένα τόποι είναι η Πρέβεζα, καταγωγή του πατέρα μου, που πέρασα με τη γιαγιά μου τα παιδικά μου καλοκαίρια, η Νάξος, το νησί που κατάγεται η μητέρα μου και της κόρης μου σταθερός πλέον καλοκαιρινός τόπος, τα Πατήσια που μεγάλωνα όταν αυτά ήταν χαμηλόφωνα και οικογενειακά, η Κηφισιά που πήγαινα σχολείο, το Χαλάνδρι που έκανα από έφηβη θέατρο και έγινε για μένα τόπος ενηλικίωσης και μόνιμης πλέον κατοικίας. Τόπος έγινε η παθολογία της οικογένειας, αλλά και η ζεστασιά της, κάθε οικογένεια κουβαλά την παθολογία της, εκτός από το αναγκαίο πλαίσιο που προσφέρει για να καλλιεργηθεί η αγάπη και το μεγάλωμα των παιδιών, τα αγόρια, οι πρώτοι εφηβικοί έρωτες και οι μετέπειτα, οι φίλες, διαχρονική επένδυση, σταθερή αξία στο χρόνο, οι κοπάνες. Τόπος σίγουρα έγινε η απόδραση. Να χτίζεις ολημερίς την ενηλικίωση και το βράδυ να φοράς παραλλαγή και να σκάβεις τον τοίχο για να φύγεις σαν φάντασμα από εκεί μέσα.
Τόποι έγιναν οι τόποι που ταξίδεψα και όσοι δεν θα ταξιδέψω ποτέ. “Θα σε αγαπώ ως την Καππαδοκία”, έλεγα από μικρή στη μαμά μου, και με ρωτούσε “γιατί μέχρι την Καππαδοκία;”. Εγώ ήμουν σίγουρη όμως ότι αν αγαπάς κάποιον μέχρι την Καππαδοκία είναι αρκετά καλή διαβεβαίωση ότι τον αγαπάς. Μη με ρωτήσετε ακόμα πού πέφτει η Καππαδοκία, αν θέλετε να συνεχίσω να σας αγαπώ…Όλα αυτά φυσικά επηρέασαν τα βιβλία μου. Στη “Ρου”, στην πρώτη μου νουβέλα, τόπος είναι ένα κυκλαδίτικο νησί. Εκεί από όπου αναγκάζεται να φύγει η 15χρονη ηρωίδα, όπου το νησί για εκείνη ενώ ήταν φωλιά, έγινε ο τόπος της διαπόμπευσής της. Και έπειτα τόπος έγινε η Αθήνα. Το κέντρο της. Τα Πατήσια και το Κολωνάκι. Χωρίς κανένα εξωραϊσμό, η Αθήνα μπορεί να γίνει ένας τόπος όπου πολλά παράταιρα και πονεμένα στοιχεία της ζωής των ανθρώπων μπορούν να συγχωνευτούν. Σκέφτομαι τόσους και τόσους ανθρώπους που βρήκαν εδώ καταφύγιο τα χρόνια του 1960 και του 1970 ως εσωτερικοί μετανάστες και τα κατάφεραν να στήσουν μια καλή ζωή και κάποιοι να ξεφύγουν κατά πολύ από τη μοίρα του τόπου τους.

“Ρου”, (2016) εκδόσεις Μεταίχμιο


“Από την ώρα που έφτασα στην Αθήνα είχα μονίμως αυτό το αίσθημα. Να μη χαθεί ο χρόνος.
{…} Ο θείος έμενε σε ένα παλιό νεοκλασικό, παρατημένο. Από εκείνα τα λίγα παλιά σπίτια που δεν δόθηκαν για αντιπαροχή. Μόνος του τι να την έκανε την αντιπαροχή; Το σπίτι έμοιαζε με εκείνες τις ηλικιωμένες κυρίες που δείχνουν συχνά στους καλεσμένους τη νεανική φωτογραφία τους, ένα καλοκαιρινό απόγευμα στο Σούνιο. Τίποτε δεν θυμίζει πλέον πάνω τους εκείνο το κορίτσι. Λευκό θα ήταν κάποτε και αυτό το σπίτι. Τώρα η πέτρα που ήταν χτισμένο είχε πάρει το χρώμα του νέφους.””Κατέβηκα στον Πειραιά με το συμβατικό καράβι. Όλη τη διαδρομή από την Ίο ως τον Πειραιά την έβγαλα στο κατάστρωμα. Είχε ωραίο καιρό. Στην εκπνοή του Μαϊου, με κοίταξαν λίγο περίεργα με το μαντίλι στην είσοδο του πλοίου αλλά δεν με ένοιαξε.
{…} Κάθισα σκυφτή στη θέση μου λίγη ώρα μέχρι να σιγουρευτώ ότι έφυγε το πλοίο από την Ίο για πάντα. Στο έμπα της Νάξου πήρα λίγο τα πάνω μου. Εκεί ήταν που σηκώθηκα και είδα τη θάλασσα, το λιμάνι, το κάστρο της. Χαιρέτησα την Πορτάρα στα αριστερά μου, το κάστρο ευθεία πάνω, με τη σκέψη ότι δεν θα τα ξανάβλεπα σύντομα .”

“Μην κοιμάσαι Ρούλα, μην κοιμάσαι, πώς θα βρεις τη στάση που θα κατέβεις. Βικτώρια, Αττική, Άγιος Νικόλαος, Κάτω Πατήσια, να αμέσως μετά κατεβαίνω. Άγιος Ελευθέριος. Λες; Ελευθέριος; Κλείνοντας οι πόρτες κοίταξα τη διεύθυνση στα χέρια μου. Χάνσεν 12. Ποιος ήταν ο Χάνσεν; Ή μήπως ήταν η Χάνσεν; “

“Τάισέ με” εκδόσεις Μεταίχμιο (2020)

Στη “Ρου” όπως και στο επόμενο μυθιστόρημά μου με τίτλο “Τάισέ με” τόποι είναι η εσωτερικότητα της οικογένειας. Αυτό που πήγε στραβά. Η καταπίεση της γυναίκας, ο ρόλος και η μοίρα της στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Το διαγενεακό τραύμα. Τόπος διαχρονικός για μένα και τα βιβλία μου είναι η διαδικασία της ενηλικίωσης. Η προσπάθεια να βρει ο ήρωας το δικό του μονοπάτι, το δικό του ταξίδι, να απαντήσει με το δικό του τρόπο στα ερωτήματα που θέτει η ψυχή του. Πέρα από την ασφάλεια της οικογένειας. Θεωρώ ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα στην ελληνική λογοτεχνία και αυτό σχετίζεται με την ελληνική οικογένεια είναι ότι ακόμα συντηρούμε μερικούς μύθους και εξωραϊζουμε καταστάσεις. Δεν με ενδιαφέρει η ηθική στη λογοτεχνία αλλά οι ήρωες πρέπει να έχουν ήθος, δηλαδή χαρακτήρα που απορρέει από τις συνήθειές τους. Με ενδιαφέρουν οι ολοκληρωμένες ιστορίες, δεν βρίσκω χαρά στο θραύσμα και στο θολό. Για αυτό ίσως εγκατέλειψα νωρίς το διήγημα. Προτιμώ να αφηγηθώ κάπως σφαιρικά μια ιστορία. Επίσης δεν πιστεύω ότι υπάρχουν καλοί και κακοί ήρωες. Έχω ανάγκη να δώσω το απαραίτητο έλεος σε όλους. Άλλωστε όλοι μας έχουμε τα φωτεινά και τα σκοτεινά μας κομμάτια. Επιθυμώ να φτιάξω έναν καμβά όπου δεν υπάρχουν απαντήσεις αλλά σίγουρα τίθενται ερωτήματα. Τόπος για μένα είναι η γυναίκα, η σεξουαλικότητά της, η σχέση της με το σώμα της, το βλέμμα του άνδρα πάνω της και η εσωτερικευμένη ενοχή. Γιατί για μένα, πάνω από όλα, ο πιο σημαντικός τόπος της ζωής μου είναι το φύλο μου. Η κατάκτηση της γυναικείας μου θέσης και φύσης. Γιατί ακόμα και αν γεννηθήκαμε άνδρες ή γυναίκες, γινόμαστε τελικά το φύλο μας μέσα από την επεξεργασία της ποιότητας των φαντασιώσεών μας, των ασυνείδητων επιθυμιών μας, και των συναισθημάτων μας. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι γράφω γυναικεία λογοτεχνία. Το θεωρώ εξαιρετικά υποτιμητικό τον όρο και όποιος τον χρησιμοποιεί συνήθως εκ του πονηρού εργάζεται. Η λογοτεχνία είναι ή καλή ή κακή. Τίποτε άλλο.
Στο “Τάισέ με” επιχειρήθηκε η ανάδειξη εκτός απο το ρεαλιστικό σύμπαν που ζει η ηρωίδα, (η Μαρίνα το 2010 δέχεται μια πρόταση γάμου, την ώρα που η χώρα μπαίνει στο μνημόνιο) και ενός δυστοπικού κόσμου δύο αιώνων μετά. Εκεί μπήκε σε εφαρμογή η δημιουργικότητα της φαντασίας μου, για να γράψω για κάτι που δεν υπάρχει και εύχομαι να μην υπάρξει ποτέ. Έναν κόσμο που οι γυναίκες έχουν αναλάβει την εξουσία και για αυτή την εξουσία πληρώνουν ένα βαθύτατο τίμημα, να εγκαταλείψουν συνειδητά τη μητρότητα. Και οι άνδρες την ίδια στιγμή να βρίσκονται εξορισμένοι σε μια ζούγκλα, ζώντας σε μια πρωτόγονη κατάσταση.

“Είχε μήνες να πέσει βροχή. Η χώρα ολόκληρη μια παγωμένη άμμος. Το χώμα πέτρωσε και έσκασε ρυτίδες παλαιάς γης. Ύστερα από αιώνες τεχνολογικής πρόοδου, ευημερίας, ειρήνης, ο πολιτισμός έφτασε στο σημείο μηδέν. Γερνούσε. Και οι άνθρωποι κατόρθωσαν να αλληλοεξοντωθούν. Ουρανοξύστες, πολυεθνικές, κράτη είχαν παρασυρθεί από τεράστιους όγκους παγωμένου νερού, ολόκληρες ήπειροι βυθίστηκαν στον πάγο, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Ο άνθρωπος έγινε νησί. Βυθισμένο. Και τώρα χώμα. Ίχνος ζωής δεν θα απέμενε”.

Στο “Τάισέ με” πρωταγωνιστεί και ο τόπος όπου κατοικώ, το Χαλάνδρι:
“Κατηφορίζει τη Βάρναλη για να μπει στο κέντρο, έχει καιρό να πάει από τα λημέρια της. Τέτοια ώρα είναι άδειο το κέντρο. Στις μεγάλες μεσημεριανές ζέστες οι Χαλανδραίοι κλείνονται στις δροσιές τους, δεν διακινδυνεύουν. {…} Το Χαλάνδρι είναι ήρεμο το μεσημέρι. Αφήνει το αυτοκίνητο στο πατρικό της, μετρά τα χρήματά της και μπαίνει στο καφέ απέναντι από την εκκλησία”.

“Ο μαγικός καθρέφτης” (2018) εκδόσεις Μεταίχμιο


Η γυναίκα γίνεται και μητέρα
Στο ψυχαναλυτικό μου παραμύθι “Ο μαγικός καθρέφτης” (εκδόσεις Μεταίχμιο) τόπος είναι το βλέμμα της μητέρας πάνω στο παιδί της. Εκεί μέσα στο βλέμμα, στον τρόπο που επενδύει το συναίσθημά της η μητέρα ανάλογα με αυτά που επιθυμούσε και ανάλογα με το μωρό που έχει στα χέρια της, διαμορφώνει τη μοίρα του μωρού της. Ο τρόπος που μας κοιτάζουν είναι για εμάς τους ανθρώπους το πιο σημαντικό μονοπάτι. Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν επιθυμεί να τον αγαπούν, να τον βλέπουν, να τον θαυμάζουν. Και αυτή η επιθυμία, ικανοποιημένη ή σε στέρηση, ξεκινά από τα πολύ παλιά χρόνια, από την ώρα που μας συνέλαβε η μητέρα μας στην κοιλιά της.”Ω το θολό πώς άρχισε να φωτίζεται!
Και τώρα νέα ταξίδια έχεις να διανύσεις
Το βλέμμα της μαμάς…
έναν παράδεισο είδες μέσα του”.

* Η Μαριαλένα Σπυροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Σπούδασε ψυχολογία στο ΕΚΠΑ, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Sigmund Freud University της Βιέννης και εκπαιδεύτηκε στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία ομάδας, οικογένειας και ζευγαριών στην Ελληνική Εταιρεία Ομαδικής Ανάλυσης και Οικογενειακής Θεραπείας. Εργάζεται από το 2006 ως ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια, έχει συνεργαστεί με ιδιωτικά σχολεία, το Αιγινήτειο Νοσοκομείο, το Κέντρο Ημέρας Ίρις κ.ά. Αρθρογραφεί και συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά από το 2003. Από το 2014 είναι σταθερή συνεργάτις της Καθημερινής της Κυριακής.
Το 2016 κυκλοφόρησε η πρώτη της νουβέλα “Ρου”, το 2018 το ψυχαναλυτικό παραμύθι “Ο μαγικός καθρέφτης” και το 2020 το μυθιστόρημα “Τάισέ με” από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Διηγήματά της συμπεριλαμβάνονται σε συλλογικές εκδόσεις.
Τον Οκτώβριο του 2021 αναμένεται να κυκλοφορήσει η ποιητική της συλλογή “Κόρη χωρίς πλάτη”, από τις εκδόσεις Στερέωμα.