Scroll Top

“Η αφήγηση του τόπου και ο τόπος ως αφήγηση” από την Μαρλένα Πολιτοπούλου

Βασικός ήρωας στην πεζογραφία, σχεδόν πανταχού παρόν, είναι ο τόπος και ο πεζογράφος ένας ακούραστος πεζοπόρος. Αναπνέει καλύτερα ο συγγραφέας ανάμεσα στο δάσος των λέξεων όταν διαλέγει ένα τόπο για να ορίσει το λογοτεχνικό του σήμερα κι έτσι αφήνεται να ταξιδέψει έχοντας ρίζες στο χώρο και στο χρόνο. Οι τόποι φωτίζουν τα πρόσωπα, φέρνουν άλλες λέξεις, συνδέουν υπόγεια και φανερά με άλλες ιστορίες. Είναι γέφυρες είναι και νησίδες. Δίχως αυτούς οδηγείσε γράφοντας στην απόλυτη αφαίρεση χωρίς ακόμα κι εκεί να αποκλείεται η ομιχλώδης παρουσία ενός γήινου, συμπαντικού ή φανταστικού τοπίου. Με τους τόπους η επιφάνεια αποκτάει εικόνα και χωράει μνήμες ανθρώπων σε βάθος αιώνων, κερδίζει σε πολυπλοκότητα και κατά βούληση σε περιγραφές ή ιστορικές αναφορές. Υπάρχουν πάμπολλοι τρόποι να χρησιμοποιήσεις τον ήρωα Τόπο, εγώ τον βλέπω σαν ένα κέντρο απ’ όπου θα εξακτινωθούν οι ήρωες, ένα σημείο εκκίνησης που γύρω του αρχίζει το πλεκτό της ιστορίας. Σε αυτόν τον τόπο συχνότατα αναπνέει η ψυχή του συγγραφέα, σκιρτά η νιότη του, ομιλούν οι πρόγονοί του.

Τα βιβλία μου χωρίζονται σε δυο ενότητες, τις νουβέλες, μικρότερες και μεγαλύτερες και τα Αστυνομικά μυθιστορήματα. Στις πρώτες μικρές νουβέλες το εσωτερικό τοπίο των ηρώων φορτίζεται από τοπία δίχως όνομα, γυναίκες μιλούν για οικογενειακές παθογένειες και δύσκολους έρωτες σε χαμηλούς τόνους. Ο τόπος μπορεί να μην είναι σαφής θυμίζει όμως αττικό τοπίο.

«Τι ιδέα! Ηλίθιο! Είναι ηλίθιο να χαθείς καλοκαίρι μέσα στο ελληνικό δάσος. Τόση οικειότητα, τι να κρύψει; Οι λύκοι άφαντοι από καιρό. Κουνούπια. Λάθος σκηνικό.» λέει η γυναίκα στον άνδρα σε μια πορεία όπου τα εμπόδια τα βάζει ο εαυτός στο πρώτο μου βιβλιαράκι, «Ο ήχος της σαύρας.»

Στη «Γυναίκα στο νησί», ο τίτλος μπορεί να μιλάει για τον Τόπο αλλά η νήσος μένει δίχως όνομα σε όλο το βιβλίο δημιουργώντας την αίσθηση του εγκλεισμού. Μια νύχτα με καταιγίδα μια γυναίκα περιμένει τον άντρα της να γυρίσει από το ψάρεμα. Σε μια επιστολική εξομολόγηση θείας προς ανιψιά ο έρωτας και η προδοσία επανέρχονται στον προβολέα του φόβου της απώλειας του αγαπημένου.

Με τον «Οίκο ενοχής» ο τόπος ζητάει τη θέση του σε ένα βιβλίο που άλλος το είπε μυθιστόρημα και άλλο νουβέλα. Το αθηναϊκό αστικό τοπίο, κυρίως η Κυψέλη, κυριαρχεί και πλαισιώνει το μονόλογο μιας γυναίκας μπροστά στην κατάκοιτη μάννα της. Αποδέκτης ο πατέρας που εξαφανίστηκε πριν χρόνια και φόντο η Αριστερά.

Στους «Εραστές δίπλα», ο τόπος είναι πάλι η Αθήνα και ο χώρος του δράματος ένα ξενοδοχείο στην Κηφισιά. Ο κύκλος αυτός κλείνει με το «Καλοκαιρινό Υστερόγραφο», επιστολική νουβέλα με πλαίσιο τη Σαντορίνη.

Το πέρασμα στην αστυνομική λογοτεχνία με υποχρέωσε να γίνω πιο συγκεκριμένη ως προς τον Τόπο. Παρ ολ’ αυτά στο, «Ο Κύριος Μάριος μετάνιωσε αργά» στην πρώτη έκδοση αναφέρομαι σε ένα νησί χωρίς να το ονοματίζω πάλι, όμως όσοι γνωρίζουν την Άνδρο την αναγνώρισαν.

Με έχει προβληματίσει αυτή η δυσκολία μου να ορίσω τον Τόπο όταν έγραφα το πρώτο αστυνομικό. Σε πρώτο επίπεδο νομίζω πως με κατέκλυζε η αγωνία να μην συνδεθούν άνθρωποι και τοπωνύμια με τα όσα ακραία περιλαμβάνει μια ιστορία εκδίκησης. Όμως υποπτεύομαι πως ο δισταγμός αυτός κρύβει κάτι πιο βαθύ, μια άπωση προς το τετελεσμένο, μια προσωπική δυσκολία να υπάρξει τελική λύση και απόλυτα οργανωμένο πλαίσιο. Βλέπετε η λογοτεχνία απαιτεί ένα είδος συγγραφικού θάρρους για να σχηματιστεί και εκφραστεί το συναίσθημα και η σκέψη. Ενίοτε βοηθάει και η αφέλεια ή η έπαρση!

Παίρνοντας την απόφαση να αναμετρηθώ με το μυθιστόρημα και μάλιστα το αστυνομικό πήρα μαζί μου την υπαινικτική ατμόσφαιρα από τις μικρές ιστορίες μου και την ανάγκη μου να εξιστορώ τα πάθη των ανθρώπων μέσα στο ζευγάρι και στην οικογένεια και τα τοποθέτησα με μεγαλύτερη σαφήνεια στις συγκρούσεις της ελληνικής κοινωνίας.

Στην αστυνομική λογοτεχνία είναι πολύ συνηθισμένο οι συγγραφείς να επιλέγουν ένα συγκεκριμένο τόπο ο οποίος δεν αλλάζει από βιβλίο σε βιβλίο. Κεντρικοί ήρωες, ο ντετέκτιβ και ο Τόπος αποτελούν ένα αδιαχώριστο δίδυμο. Εγώ δεν διάλεξα αυτή την οδό. Οι ήρωές μου έμειναν σταθεροί, ο τόπος όμως αλλάζει από βιβλίο σε βιβλίο, από διήγημα σε διήγημα έχοντας ως εφαλτήριο την Αθήνα. Η Άνδρος στο «Ο κύριος Μάριος μετάνιωσε αργά, το Λουτράκι στο «Δώδεκα Θεοί τρεις φόνοι», Το Πήλιο και ο Θεσσαλικός κάμπος στη «Μνήμη της Πολαρόιντ», η Νάουσα και το Μόναχο στην «Πηνελόπη των τρένων».

Από τις μεγαλύτερες χαρές της συγγραφής για εμένα είναι αυτό που αποκαλώ, λογοτεχνικό ρεπεράζ, η έρευνα πριν γράψω τα βιβλία, να συγκεντρώσω μαρτυρίες και να κατανοήσω τον τόπο και τους ανθρώπους του. Μαθαίνω γράφοντας, μιλάω για θέματα που οι άνθρωποι στην Ελλάδα και αλλού αρέσκονται να αποσιωπούν και ακούω με ευχαρίστηση από τους αναγνώστες πως εκπλήσσονται που ένα αστυνομικό βιβλίο τους συγκίνησε και παρακινήθηκαν να μελετήσουν την ελληνική ιστορία και να ψάξουν περισσότερο στο οικογενειακό τους σενάριο.

Η εισαγωγή από την «Πηνελόπη των τρένων», εκδ.Μεταίχμιο, είναι ενδεικτική για την βαρύτητα που δίνω στον τόπο και την ιστορία του. Αναφορά στις «Μπούλες» που για πρώτη φορά δεν θα γίνουν αυτή τη χρονιά, λόγω κορονοιού.

«…Κοιτάζει άλλη μια φορά τη θέα από το παράθυρό του. Ο σκίουρος έχει εξαφανιστεί. Τα φώτα από την πόλη της Νάουσας έχουν όλα σβήσει. Ο αέρας έχει κοπάσει. Θα το κρατήσει το χιόνι. Καλύτερα. Να μην τους χαλάσει τη γιορτή καμιά βροχή και οι ξένοι που έρχονται παρακολουθήσουν το έθιμο χωθούν στα ταβερνεία και πίνουν τσίπουρα αντί να ακολουθήσουν τα παλικάρια. Δεν θα μείνουν τότε παρά οι φίλοι και γνωστοί, πιστοί ως το τέλος στο έθιμο, να τριγυρνούν στα σταβοχυμένα στενά της Νάουσας. Όλη μέρα η πόλη θα αναπνέει στον ρυθμό του νταουλιού. Και να ζωντανεύει με τη γεύση του τσίπουρου.

Ο Παύλος κατηφορίζει με τα πόδια τον δρόμο από το άλσος του Αγίου Νικολάου προς τα Αλώνια να βρει το σπίτι του γερο-δάσκαλου. Όλοι είναι αυτή τη μέρα ευαίσθητοι, συγκινημένοι, αναμετρούνται με το παρελθόν, το δικό τους και της οικογένειας, άρα και με το μέλλον. Ή σήμερα ή ποτέ. Το νιώθει πως, αν δεν καταφέρει τον γέροντα να μιλήσει σήμερα για το βαρύ μυστικό που κρατάει κοντά πενήντα χρόνια μέσα του, θα το πάρει μαζί του……»

* Η Μαρλένα Πολιτοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δημοσιογράφησε είκοσι σχεδόν χρόνια σε εφημερίδες (Η Αυγή, Τα Νέα” και στο ραδιόφωνο (ΕΡΑ). Δίδαξε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στα Τμήματα Επικοινωνίας και ΜΜΕ. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα και νουβέλες. Από το 2001 είναι υπεύθυνη εκδόσεων στο Ελληνικό Φεστιβάλ. Γράφει λογοτεχνία από το 1985, μεταφράζει από τα γερμανικά.